Αν έπρεπε να κρατήσουμε κάτι από το φετινό καλοκαίρι, αν μας ζητούσαν να προσδιορίσουμε απλά και πρακτικά τα όρια ανάμεσα στους δυο εαυτούς μας, αν υπήρχε ένας ήχος, κάποιο τραγούδι, μια συγχορδία που να ενσαρκώνει την Ελλάδα του ’23, αυτό δεν θα ήταν άλλο από τις ″Βαλκυρίες” του Βάγκνερ στην ″Αποκάλυψη″ του Κόππολα, έτσι όπως αποτυπώθηκαν στη γεμάτη δέος σκηνή της επίθεσης των ελικοπτέρων στο βιετναμέζικο χωριό.
Δεν θα κρατήσουμε ούτε τις μάχες στις παραλίες, ούτε τον Κασσελάκη και το αφήγημα του, ούτε τα μεταναστευτικά μακροβούτια , την ακρίβεια, τον καύσωνα, τα θανατηφόρα, την Κιτσοπούλου και τα μελίσσια της, τους επιχορηγούμενους και τον περιφερόμενο χυλό του πολιτιστικού σούρτα - φέρτα, - όλα αυτά θα τα σαρώσει το πρώτο Σεπτεμβριάτικο μπουρίνι και θα τα παρασύρει στα βαθειά της απόλυτης λήθης. Δεν θα κρατήσουμε τίποτα από το Μάουι, την κλιματική αλλαγή, το τουριστικό high light ″Φέτος ξεπουλήσαμε″, τον κυνισμό του Κράτους, την αδιαφορία των λίγων για τους πολλούς.
Εκείνο που μας έμεινε, αυτό που χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη μας δεν είναι άλλο από τον θόρυβο των ελικοπτέρων που πηγαινοέρχονταν πάνω από τα κεφάλια μας τις στιγμές τις απόλυτης απόγνωσης. Αυτά τα θεόρατα πουλιά δεν σκορπούσαν τη φρίκη, δεν αποψίλωναν δάση, δεν έριχναν ναπάλμ, δεν στόχευαν ανθρώπους και ζώα, αλλά έριχναν νερό με επιβραδυντικό, αντίδοτο στη λαίλαπα και τον όλεθρο. Αν μάλιστα τα ελικόπτερα είχαν μεγάφωνα για να παίζουν στη διαπασών τις ″Βαλκυρίες″, το σουρεάλ σκηνικό δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από τα ριζοχώρια του Βόρειου Βιετνάμ…
Το συζητάμε τώρα, το γειώνουμε για την πλάκα μας, όμως τίποτα μα τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με το δέος της φωτιάς και τη δύναμη της. Αλλιώς το βλέπεις από έξω και αλλιώς όταν ακούς το βόμβο του ρότορα πάνω από τα κεραμίδια σου. Είναι ζωγραφιά τα ιπτάμενα μέσα στον πορτοκαλένιο ορίζοντα και εφιάλτης όταν κοιτάς τη σκιά της κοιλιάς του πριν ανοίξει και ξεράσει τα σπλάχνα του.
Βέβαια, στην “Aποκάλυψη″ ο Κόππολα, χρησιμοποίησε το μουσικό θέμα αντιστικτικά για να τονώσει το φρόνημα των στρατιωτών στην κάθοδο τους στον βιετναμέζικο Άδη και για να εντείνει το δέος της πολεμικής μηχανής απέναντι στους ξυπόλυτους Βιετκόνγκ. Όμως, βλέποντας το από την ανάποδη, το ίδιο θέμα θα ήταν το ιδανικό light motive, η απόλυτη μουσική επένδυση που θα προαναγγέλλει την ύπαρξη φωτιάς και την άφιξη πεζοπόρων και ιπταμένων να την κατασβήσουν. Δυνατά ηχεία χρειάζονται και φιλόμουσοι πολιτικοί. Τώρα, μάλιστα, που οι πυρκαγιές μπήκαν στην καθημερινή ειδησεογραφία μαζί με τις τιμές της βενζίνης και την ανάπλαση της Πανεπιστημίου, μια μικρή επιβάρυνση για τον πυροσβεστικό μηχανισμό μπορεί να είναι και σωτήρια.
Κάτι σαν το 112 των αιθέρων.
Σ’ αυτή τη μακάρια γη, στη χώρα του Ποτέ – Ποτέ, στη γειτονιά που οι άνθρωποι πετσοκόβονται και καίγονται σαν λαμπάδες για το τίποτα, λίγη όπερα με τον καύσωνα και τους κουβάδες γεμάτους, δεν θα χαλάσει κανένα.