Τρεις σημαντικοί Ελληνες εικαστικοί ανακαλούν μνήμες κι αποχαιρετούν τον Αλέκο Φασιανό. Ο γλύπτης Κώστας Βαρώτσος, κι οι ζωγράφοι Τάσος Μαντζαβίνος και Γιώργος Ρόρρης μιλούν για τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη, τις αδυναμίες, τις φωτεινές στιγμές, και την παρακαταθήκη του προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τον Αλέκο Φασιανό, τον βίο και το έργο του.
Κώστας Βαρώτσος: Ο Φασιανός είχε την βαλκάνια απλοϊκότητα που είχε κι ο ναΐφ ζωγράφος, Θεόφιλος,
«Ανεξάρτητα από το γούστο του καθενός, αυτό που συνέβη με τον Αλέκο Φασιανό σηματοδοτεί μια μαγική στιγμή: να συνενωθεί με το όνειρο (την τρέλα του) και τον πραγματικό χρόνο», λέει στην HuffPost ο Κώστας Βαρώτσος. «Είναι κάτι που το ονειρευόμαστε όλοι μας, να αποκτήσουμε διάλογο με τον κόσμο, αλλά λίγοι το καταφέρνουμε. Αυτό, ξέρετε, δεν εξαρτάται ούτε από την προσπάθεια, ούτε από την ικανότητα του καλλιτέχνη. Είναι σαν τον έρωτα: Ρίχνεις ένα ζάρι αν το κοινό θα σε αγαπήσει. Κι εγώ που κάνω δημόσια έργα δίνω πολύ μεγάλη σημασία σ′ αυτό», συνεχίζει ο ίδιος.
«Αυτό που κατάφερε ο Αλέκος Φασιανός ήταν επίσης να βάλει ένα λιθαράκι και να μπει σε μια γραμμή εξέλιξης της νεοελληνικής τέχνης. Οπως και ο Τσαρούχης κι άλλοι πριν από αυτόν. Βέβαια ο Τσαρούχης βίωνε προσωπική τραγωδία, είχε μεγάλη μοναξιά, εν αντιθέσει με τον Φασιανό ο οποίος αγαπούσε το ωραίο στην ζωή, ήταν πιο ηδονικός».
Ο Βαρώτσος ανακαλεί και τις ιδιαιτερότητες του Φασιανού: «Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να εκφράζεται, σου δημιουργούσε την διάθεση να τον ... παρηγορήσεις. Είχε την βαλκάνια απλοϊκότητα που είχε κι ο ναΐφ ζωγράφος, Θεόφιλος, κοντά στην Βυζαντινή διάσταση της τέχνης κι οι δυο».
Σύμφωνα με τον Βαρώτσο, ο Φασιανός έφτασε στο ουσιαστικό πολλές στιγμές της ζωής του. «Δεν είναι γραμμικό το ουσιαστικό. Είναι μια στιγμιαία υπόθεση». Ο ίδιος σημειώνει επίσης την πολύ μεγάλη αναγνώριση του Φασιανού στην Γαλλία, αποτελώντας μέλος μιας πολύ δυνατής ελληνικής κοινότητας που άφησε αίσθηση της κουλτούρας της στο Παρίσι τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Αλήθεια, ποια είναι η μεγάλη παρακαταθήκη του Φασιανού; Οτι κατάφερε να καταθέσει μια αισθητική η οποία πέρασε διαγώνια και διαπολιτισμικά την Ελλάδα. «Ο Φασιανός ήταν pop(ular)» μας λέει ο εμβληματικός γλύπτης του Δρομέα. «Θα μπορούσα να τον συγκρίνω με τον Αντι Γουόρχολ. Ταυτίστηκε με τα σχέδιά του, με το πουλάκι του. Αυτό το πουλάκι κατάφερε να μπει παντού: σε τσάντες, σε πετσέτες, σε καρέκλες. Εναν άνθρωπο που κατάφερε κάτι τόσο μεγάλο, δεν έχεις παρά να τον σεβαστείς. Πολλοί τεράστιοι καλλιτέχνες δεν το κατάφεραν. Κι έτσι είναι σημαντικό ότι η Ελλάδα ταυτίστηκε διαγώνια με έναν καλλιτέχνη ο οποίος άφησε την σφραγίδα της παρουσίας του έντονη και παντού».
Τάσος Μαντζαβίνος: Ο Αλέκος Φασιανός πάτησε σε ένα σαράκι, ένα πολιτιστικό εγωϊσμό κι έγινε μεγάλος
«Είναι οι αναφορές που έχουμε από το Βυζάντιο, από την κλασσική Ελλάδα, αλλά και το νεότερο, το λαϊκό, ακόμα και το ”μπρουτάλ” που κάνουν ευρέως αναγνωρίσιμο το έργο του Φασιανού», λέει στην HuffPost o Τάσος Μαντζαβίνος ο οποίος από το μεγάλο έργο του καλλιτέχνη διαλέγει - με δυσκολία - τα χαρακτικά του, τις εικονογραφήσεις των βιβλίων, τους Ιππείς, τα έργα της μοναξιάς κι εν τέλει ό,τι έβαλε μέσα του την ψυχή της ελληνικής ζωγραφικής.
«Ο Αλέκος Φασιανός άφησε το δικό του στίγμα, έκανε την δική του χαρακτηριστική ζωγραφική ”πατώντας” πάνω στην παράδοση, όχι με στείρο τρόπο αλλά δημιουργικά. Εκεί βρήκε τον εαυτό του. Επένδυσε στις παιδικές του μνήμες για να κάνει τέχνη. Προσωπικά τον θεωρώ περίπτωση καλλιτέχνη ισάξια του Γιάννη Τσαρούχη. Για μένα η αρχή είναι ο Φώτης Κόντογλου, στην συνέχεια έρχονται Τσαρούχης, Διαμαντόπουλος και μετά είναι ο Αλέκος Φασιανός. Οι παραπάνω δημιουργούν μια σχολή», λέει ο καταξιωμένος ζωγράφος Τάσος Μαντζαβίνος και συνεχίζει: «Ετσι λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η ζωγραφική του Φασιανού εδράζεται στην Βυζαντινή παράδοση και την λαϊκή τέχνη αλλά και στην παιδικότητα. Και πολύ σημαντικό: Αποτελεί ένα παράδειγμα ότι ο ζωγράφος μπορεί από πολύ μικρός να βρει τον δικό του εαυτό και το δικό του βλέμμα μέσα από την απαιτούμενη εσωτερική διεργασία».
Για τον Τάσο Ματζαβίνο αυτή είναι και η μοναδικότητά του του καλλιτέχνη, εν προκειμένω του Αλέκου Φασιανού: «Οτι ξεκινάει από ένα σαράκι, έναν πολιτιστικό εγωϊσμό. Και διαφοροποιείται από τους άλλους». Γι′ αυτό το το δικό του παράδειγμα όπως προαναφέρθηκε είναι πολύτιμο, όπως λέει. «Μας δίνει το μήνυμα ότι ο καθένας μπορεί να βρει το δικό του βλέμμα απέναντι στην ζωή διότι το θέμα δεν είναι το ταλέντο αλλά το ένστικτο».
Γιώργος Ρόρρης: Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν η φαντασία μας χωρίς τον Αλέκο Φασιανό
«Πρωτογνώρισα τον Αλέκο Φασιανό το ’88 στο Παρίσι, φοιτητής τότε της Σχολής Καλών Τεχνών στην Γαλλία. Θυμάμαι σύχναζε στο καφέ Le pre aux clercs, το οποίο υπάρχει ακόμα. Εκεί τον συναντούσα συχνά τα βράδια να κάνει παρέα με Ελληνες αλλά και Γάλλους - χαρακτηριστικά μαζί του θυμάμαι τον γαλλόφωνο ποιητή Δημήτρη Τ. Αναλι που έφτιαχνε τα εξώφυλλα των βιβλίων του», μας λέει ο σημαντικός ζωγράφος Γιώργος Ρόρρης και συνεχίζει:
«Γνώρισα κι εκτίμησα την ζωγραφική του σε έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη (ιδιαίτερα τα πιο παλιά του έργα, της δεκαετίας του ’60). Κατάλαβα ότι έχουμε να κάνουμε μ′ έναν σπουδαίο καλλιτέχνη. Εναν καλλιτέχνη που δημιούργησε, κατέληξε και παγίωσε αυτό που λέμε «Φασιανικό κόσμο»: τον ποδηλάτη, το φουλάρι, το προφίλ κ.τ.λ.
Μελέτησε τα ερυθρόμορφα και τα μελανόμορφα αγγεία και τις ζωγραφικές της αρχαίας Πομπηΐας ο Αλέκος Φασιανός. Και σημαντικότατο στοιχείο στο έργο του είναι η απουσία της τρίτης διάστασης, καθ′ ότι επίσης επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τον δυσδσιάστατο κόσμο του Θεάτρου Σκιών. Ετσι βλέπουμε τις, δυο διαστάσεων, φιγούρες του όρθιες, καθιστές, βλέπουμε τους ιππείς, τους ποδηλάτες του και τους μονόχρωμους, συχνά χρυσούς κάμπους του στο φόντο - βασική συνθήκη της ζωγραφικής των Αγίων αλλά και του Θεάτρου Σκιών που προείπα».
Σύμφωνα με τον Γιώργο Ρόρρη, ο Αλέκος Φασιανός μπορεί να καθιέρωσε το προσωπικό του ύφος, έμεινε, όμως, 35χρόνια στο Παρίσι και δεν θα μπορούσε να γυρίσει την πλάτη εντελώς στην ευρωπαϊκή ζωγραφική. «Γι′ αυτό επηρεάστηκα από έργα του Πικάσσο της δεκαετίας του ’30. Μα η Γκερνίκα είναι ένα έργο δυο διαστάσεων...», επισημαίνει.
Τι κι αν οι δύο διαστάσεις μπορεί από κάποιους να χαρακτηρίζονται ως στατικές; «Τον ρυθμό στο έργο του Φασιανού τον έδωσαν οι γραμμές που προσδιόρισαν λεπτομέρειες: Ενα μανίκι, μια πτυχή. Τον ενδιέφερε η συγκινησιακή υποβολή περισσότερο από την πιστότητα», σχολιάζει ο Γιώργος Ρόρρης. Ηταν παραδοσιακός αλλά και σύγχρονος συνάμα αν σκεφτούμε ότι η μοντέρνα τέχνη ανέτρεψε το ανάγλυφο, το φως και την σκιά - και λίγα έργα του Φασιανού έχουν φως και σκιά. Και καταλήγει.
«Σκέφτομαι την ευφορία που θα ένιωθε απλώνοντας το καθαρό χρώμα, πλούσιο κι ανόθευτο πάνω στον μουσαμά και να το κάνει γυναίκα, μορφή, φουλάρι. Ηταν αλάνθαστος ο τρόπος που δημιουργούσε πληρότητα κι ενότητα στην χρωματική του γκάμα. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν η φαντασία μας χωρίς τον Αλέκο Φασιανό».