Η τελετή υποδοχής στην Ακαδημία Αθηνών είναι η μεγαλύτερη τιμή που μπορεί να αποδοθεί σε έναν Έλληνα επιστήμονα, διανοούμενο ή πνευματικό άνθρωπο.
Για τον Βασίλη Ράπανο η αυτή η μεγάλη στιγμή ήρθε την Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2018, αφού ολοκλήρωσε μία λαμπρή σταδιοδρομία σε κορυφαίες θέσεις στο τραπεζικό σύστημα (ως Πρόεδρος ΔΣ στην Εθνική Τράπεζα, Πρόεδρος στην Alpha Bank, Υποδιοικητής και Διοικητής στην Κτηματική Τράπεζα), στον ΟΤΕ ως Πρόεδρος του ΔΣ και σε θέσεις-κλειδιά στις ελληνικές αντιπροσωπείες στην ΕΕ και στον ΟΟΣΑ.
Στην περίπτωση του ευπατρίδη Βασίλη Ράπανου, η τοποθέτησή του στο υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, που ανακοινώθηκε αλλά δεν πραγματοποιήθηκε για λόγους υγείας πριν ακόμα ορκιστεί, ήρθε απλώς σε μία στιγμή που η χώρα τον χρειάστηκε και εκείνος ανταποκρίθηκε.
Πόσοι γνωρίζουν όμως, ότι ο Βασίλης Ράπανος - πολύ πριν γίνει «τραπεζίτης» - φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια λόγω της αντιδικτατορικής του δράσης;
Ο ίδιος ξεκίνησε από αυτό το σημείο την παρθενική του ομιλία στην Ακαδημία και με αυτή την υπενθύμιση, έδωσε τεράστιο βάρος στις σκέψεις που παρέθεσε στη συνέχεια για την ελληνική οικονομία, την κρίση, τους θεσμούς και το δημόσιο.
«Θα ήταν παράλειψη μου να μην ευχαριστήσω τους πολλούς συντρόφους μου στις φυλακές της δικτατορίας, οι οποίοι στήριξαν, εμένα το νεαρό φοιτητή, με κάθε τρόπο και με βοήθησαν όχι μόνο αντιμετωπίσω τις δυσκολίες της φυλάκισης, αλλά και να στηρίξω σε γερά θεμέλια τη σταδιοδρομία μου.
Στη δύσκολη εκείνη περίοδο είχα την τύχη να γνωρίσω τον αείμνηστο καθηγητή Σάκη Καράγιωργα, γνωριμία που, πέρα από τα άλλα οφέλη, άλλαξε την επαγγελματική μου πορεία. Μέσα από τις πολλές συζητήσεις που είχαμε με έπεισε να αλλάξω κατεύθυνση σπουδών και αντί να συνεχίσω στη Διοίκηση Επιχειρήσεων να στραφώ στη Δημόσια Οικονομική. Ο καλύτερος τρόπος, μου είπε, να κατανοήσεις το πως λειτουργεί και αναπτύσσεται μια οικονομία, είναι να μελετήσεις τον τρόπο που λειτουργεί ο κρατικός της μηχανισμός. Έτσι, ξεκίνησα τη μεγάλη πορεία των ακαδημαϊκών μου αναζητήσεων», είπε.
Μπαίνοντας στο κυρίως θέμα, αμέσως μετά, ο Βασίλης Ράπανος έθεσε δύο κομβικά ερωτήματα που βρίσκονται στον πυρήνα των «πως» και των «γιατί» της ελληνικής κρίσης:
«Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι και άλλες χώρες, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ισπανία, μπόρεσαν αν ξεπεράσουν την οικονομική κρίση πολύ πιο γρήγορα από την Ελλάδα;
Πώς εξηγείται το ότι η Ελλάδα ακόμη και μετά την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο δεν έχει ανακτήσει την εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματαγορών και των επενδυτών γενικότερα;»
Δείκτες διακυβέρνησης και ποιότητας θεσμών
Ο κύριος Ράπανος έθεσε ως κεντρική παραδοχή τη σκέψη ότι από η ποιότητα διακυβέρνησης μίας χώρας συναρτάται με την ποιότητα των θεσμών. Και πως αυτή η εξίσωση καθορίζει τελικά το εισόδημα και την προοπτική ευημερίας της κοινωνίας.
«Η ποιότητα διακυβέρνησης μιας χώρας είναι αντανάκλαση της ποιότητας των θεσμών της. Υγιείς μπορούν να χαρακτηριστούν οι θεσμοί που είναι ανοικτοί, αποτελεσματικοί, λογοδοτούν και με τον τρόπο αυτό συμβάλλουν στο να γίνει και ο δημόσιος τομέας πιο αποδοτικός και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών.
Με το να διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα οργανώνουν τις οικονομικές τους συναλλαγές και τις κοινωνικές τους σχέσεις, οι θεσμοί αποτελούν βασικό πυλώνα λειτουργίας των σύγχρονων κοινωνιών. Όπως τονίζεται στις εκθέσεις του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την ανταγωνιστικότητα, οι διαφορές στους θεσμούς μεταξύ χωρών εξηγούν τις διαφορές στην τεχνολογική πρόοδο, στο φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, στο επίπεδο εισοδήματος και ευημερίας».
Εξηγώντας αυτό το διάγραμμα, υπογράμμισε στην ομιλία του:
«Από το διάγραμμα είναι σαφές ότι ενώ στις άλλες χώρες που υπήχθησαν σε προγράμματα στήριξης, αλλά και κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωσης (ΕΕ 28), η ποιότητα διακυβέρνησης παρέμεινε σχεδόν σταθερή, από το 2000 και μετά, στην Ελλάδα υπήρξε μια σταθερή επιδείνωση.
Ενώ μέχρι το 2004 ο δείκτης διακυβέρνησης στη χώρα μας ήταν κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ, από τότε και μετά παρατηρείται μια συνεχής απόκλιση από το μέσο όρο της ΕΕ, αν και μετά το 2016 παρατηρείται μία μικρή βελτίωση.»
Ποιότητα διακυβέρνησης και θεσμών και επιδόσεις του δημόσιου τομέα
Στη συνέχεια ο Βασίλης Ράπανος ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του σχετικά με το πως η υστέρηση της Ελλάδας σε επίπεδο δημόσιου τομέα επηρέασε αρνητικά και καθυστέρησε την ανάκαμψη της χώρας από την κρίση των τελευταίων ετών - σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες:
«Το θέμα μας είναι η ποιότητα διακυβέρνησης και οι επιδόσεις του δημόσιου τομέα. Πριν προχωρήσουμε στη διερεύνηση της επίδρασης των θεσμών στις επιδόσεις του δημόσιου τομέα, αξίζει να δούμε πως εξελίχθηκε η επίδοση του δημόσιου τομέα στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Με βάση το σχετικό δείκτη που δημοσιεύει Παγκόσμιο Οικονομικού Φόρουμ (WEF) και για τις χώρες που
υπήχθησαν σε προγράμματα στήριξης στην πρόσφατη οικονομική κρίση, έχουμε την εικόνα στο δεύτερο Διάγραμμα... Η Ελλάδα υστερούσε σε σχέση με τις άλλες χώρες και το μέσο όρο της ΕΕ και πριν από την κρίση, αλλά ο δείκτης επιδεινώθηκε πολύ σε όλη την περίοδο μέχρι το 2013 και μετά από μια μικρή
ανάκαμψη το 2013 παρέμεινε σε χαμηλό επίπεδο.
Από τις άλλες χώρες ενδιαφέρον παρουσιάζει η πορεία της Ιρλανδίας στην οποία αμέσως μετά την κρίση έχουμε μια αξιοσημείωτη βελτίωση της επίδοσης του δημοσίου τομέα, γεγονός που συνετέλεσε και στην ταχεία έξοδο της χώρας από τα προγράμματα στήριξης. Στην Κύπρο υπήρξε μικρή χειροτέρευση ήδη πριν από την κρίση, αλλά μετά το 2015 υπήρξε βελτίωση. Τέλος, για την Πορτογαλία υπήρξε μια σημαντική επιδείνωση με την έναρξη της διεθνούς κρίσης, αλλά μετά την υπαγωγή της σε πρόγραμμα παρατηρείται μια αξιόλογη βελτίωση αν και συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ».
Εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση
Η ανάλυση του κυρίου Ράπανου κατέδειξε ουσιαστικά την καταλυτική επίδραση που έχει το φαινόμενο της έλλειψης εμπιστοσύνης από μέρους των πολιτών προς τους θεσμούς στην συμπεριφορά των ίδιων των πολιτών έναντι της Πολιτείας:
«Χωρίς εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση και τους άλλους κοινοβουλευτικούς θεσμούς είναι δύσκολο να υλοποιηθούν πολιτικές που έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη και τη μακροχρόνια ευημερία μιας κοινωνίας. Η μείωση της εμπιστοσύνης μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη
συμμόρφωση των πολιτών και επιχειρήσεων στη νομοθεσία και τους κανόνες και γενικότερα στις υποχρεώσεις τους».
Κρατικά έσοδα και εμπιστοσύνη στο κράτος
Το τελικό συμπέρασμα σε επίπεδο οικονομίας, είναι ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους θεσμούς μεταφράζεται στην περίπτωση της Ελλάδας σε φοροδιαφυγή και μειωμένα έσοδα για το δημόσιο:
«Όπως φαίνεται από τον Πίνακα 1 (λίγο παρακάτω), στην περίοδο της κρίσης, τα έσοδα από όλες τις κατηγορίες των φόρων αυξήθηκαν, αλλά τα έσοδα από έμμεσους φόρους αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από ό,τι αυξήθηκαν στους άμεσους φόρους και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Είναι άξιο σημείωσης ότι αν και υπήρξε μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και κατά συνέπεια της απασχόλησης και της κατανάλωσης, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των εσόδων σε όλες τις κατηγορίες φόρων. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι ο περιορισμός της φοροδιαφυγής ήταν μάλλον περιορισμένος και τα αυξημένα έσοδα
προήλθαν είτε από αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με μείωση αφορολογήτων ποσών ή κατάργηση μειωμένων συντελεστών στην έμμεση φορολογία, είτε από επιβολή νέων φόρων.
Την αύξηση των εσόδων λόγω αύξησης φορολογικών συντελεστών την αναγνωρίζει και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην τελευταία του έκθεση για την Ελλάδα (IMF, 2018), όταν αναφέρει ότι: Η Ελλάδα έχει επιτύχει μια εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά με σημαντικό κόστος για την οικονομική μεγέθυνση. Για να επιτύχει τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που συμφώνησε με τους Ευρωπαίους εταίρους, η Ελλάδα έχει βασιστεί σε μια μεγάλη συμπίεση των δαπανών για επενδύσεις και δαπανών που είχε διακριτική ευχέρεια και αυξήσεις στους ήδη υψηλούς φορολογικούς συντελεστές».
Πώς δημιουργούνται αξιόπιστοι και αποτελεσματικοί θεσμοί;
Στον επίλογο αυτής της εξαιρετικά τεκμηριωμένης ανάλυσης - παρουσίασης των δεδομένων της ελληνικής πραγματικότητας, ο Βασίλης Ράπανος περιέγραψε το προσωπικό του όραμα, το οποίο δεν περιορίζεται στις οικονομικές πολιτικές, αλλά εμπεριέχει φιλοσοφική σκέψη και ιδεολογικά στοιχεία για την ηθική της οικονομίας, ως προϋπόθεσης για την ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι επικαλείται αναφορές από λογοτεχνικά έργα, ποιήματα και συγγράματα, αποδεικνύοντας ότι τον διακρίνει ευρύτητα πνεύματος και προσωπική ευαισθησία - πέρα από τη δεδομένη εμπειρία και γνώση του στα οικονομικά ζητήματα:
«Η κρίση στη χώρα μας δεν ήταν μόνο κρίση που προήλθε από ανεύθυνες οικονομικές ή κοινωνικές πολιτικές, αλλά και κρίση που οξύνθηκε από το ξεπερασμένο ή αδύναμο θεσμικό πλαίσιο. Την αδυναμία αυτή δεν φαίνεται να είχαν αντιληφθεί ή κατανοήσει οι πιστωτές της χώρας, με αποτέλεσμα πολλά από τα μέτρα που επέβαλαν να μην έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Στο βασικό ερώτημα πώς θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε το θεσμικό μας πλαίσιο η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ούτε πρέπει να επιδιώξουμε την αντιγραφή επιτυχημένων σε άλλες χώρες θεσμών. Για να έχουν επιτυχία οι μεταρρυθμίσεις σε θεσμικό πλαίσιο είναι απαραίτητο οι πρωτοβουλίες να ληφθούν από το εγχώριο πολιτικό σύστημα και να έχουν την ευρύτερη δυνατή συναίνεση πολιτικών δυνάμεων και κοινωνικών εταίρων.
Η αντιγραφή θεσμικών ρυθμίσεων που αγνοούν τη δομή της διακυβέρνησης, την κουλτούρα, τις παραδόσεις και τις αξίες μιας κοινωνίας δεν έχουν πολλές ελπίδες ευδοκίμησης. Όπως εύστοχα γράφει ο Θανάσης Βαλτινός: «Καμιά επιστημονική ή άλλη κατάκτηση δεν θα παραγκωνίσει ποτέ τον Αγαμέμνονα, π.χ. του
Αισχύλου, ή τον Βαρλάμη του δημοτικού τραγουδιού ή τον απολειπόμενο Αντώνιο του πανούργου γέροντα της Αλεξάνδρειας.»
Θέλω να πιστεύω ότι με την πείρα που έχουμε από την περιπέτεια της Ελλάδας και τη γνώση που μπορούμε να αποκομίσουμε από τις εμπειρίες άλλων χωρών θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση αξιόπιστων θεσμών που θα μας προφυλάξουν από την επανάληψη των λαθών του παρελθόντος. Οι υγιείς και αξιόπιστοι θεσμοί θα βοηθήσουν να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των
πολιτών στην κυβέρνηση και τους πολιτικούς μας θεσμούς, που είναι πυλώνες της δημοκρατίας.
Μέσα στα προβλήματα της καθημερινότητας έχουμε λησμονήσει ότι η δημοκρατία δεν μας ήρθε ως δώρο αλλά κατακτήθηκε μέσα από αγώνες και θυσίες. Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που μέσα από διάλογο και μηχανισμούς συναίνεσης έχει βοηθήσει τις κοινωνίες να επιλύουν τις διαφορές τους
με ειρηνικό τρόπο και να αποφεύγουν συγκρούσεις και αιματοχυσίες. Όπως έδειξε ο μεγάλος οικονομολόγος και φιλόσοφος Amartya Sen, η Δημοκρατία είναι η μεγάλη κατάκτηση του 20ου αιώνα.
Μόλις στα τελευταία τριάντα χρόνια και για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η κοινοβουλευτική δημοκρατία έγινε το γενικότερα αποδεκτό σύστημα διακυβέρνησης. Η δημοκρατία όμως είναι ένα πολίτευμα εύθραυστο και μπορεί εύκολα να χειραγωγηθεί από επιτήδειους, αν οι πολιτικοί θεσμοί είναι αδύναμοι και οι πολίτες δεν επαγρυπνούν και δεν συμμετέχουν ενεργά στην υπεράσπιση της.
Θέλω επίσης να απευθυνθώ στους ομότεχνους μου οικονομολόγους και να του πω ότι, παρά την πρόοδο στη θεωρία και στις υπολογιστικές τεχνικές, η οικονομική παραμένει στο βάθος της ηθική επιστήμη. Είναι άξιο αναφοράς ότι η Ακαδημία Αθηνών, από συστάσεως της, έχει εντάξει την οικονομική στην τάξη των ηθικών και πολιτικών επιστημών. Αυτή η διαπίστωση σημαίνει ότι στις
αναλύσεις και προτάσεις πολιτικής που κάνουμε θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι πολίτες δεν ανταποκρίνονται αποκλειστικά και μόνο σε οικονομικά κίνητρα.
Οι πολιτισμικές αξίες, οι αντιλήψεις για δικαιοσύνη και οι ιδεολογικές πεποιθήσεις των πολιτών παίζουν σημαντικό ρόλο στη συμπεριφορά και στις αντιδράσεις τους σε μέτρα οικονομικής πολιτικής. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι είναι καθήκον όλων μας ,που ασχολούμαστε με το χώρο των κοινωνικών επιστημών, να συμβάλουμε στη
διαμόρφωση προτάσεων για δημόσιες πολιτικές που θα λαμβάνουν υπόψη τους όλα αυτά τα στοιχεία για να είναι εφαρμόσιμες και αποτελεσματικές. Στην κατεύθυνση αυτή καθοριστικό ρόλο θα παίξει και η δημιουργία υγιών δημόσιων θεσμών που θα συντελέσουν στο να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό μας σύστημα και θα συμβάλουν στην ενίσχυση των δημοκρατικών μας θεσμών.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς και στη
δημοκρατία είναι προϋπόθεση για ένα καλύτερο μέλλον για το λαό και τη νεολαία μας που έχουν υποφέρει πολύ τα τελευταία χρόνια. Και σε αυτό πρέπει να εμμείνουμε, γιατί όπως αναφέρει η μεγάλη κυρία της ποίησης μας, η Κική Δημουλά: «... η εμμονή είναι ένα χρέος απέναντι στον όρκο που δώσαμε στην ελπίδα, ότι δεν θα την εγκαταλείψουμε ποτέ, ούτε κι όταν εκείνη μας εγκαταλείψει.»