Καθ’ όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο, ο πολιτικός χώρος που συναπαρτίζει την παρούσα κυβερνητική παράταξη υιοθέτησε μία, περισσότερο ή λιγότερο, συγκρουσιακή προσέγγιση της πολιτικής. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ελάχιστα θορύβησε την πλειοψηφία του χώρου, θεωρώντας πως η μεταψυχροπολεμική πραγματικότητα θα παρείχε μία νέα ευκαιρία ευόδωσης των επιχώριων και διεθνιστικών τους οραμάτων. Η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η οποία επιταχύνθηκε τη δεκαετία του ’90, εκτός από ένα νέο πεδίο τους εξασφάλιζε και συγκεκριμένα προνόμια.
Κατά την πρόσφατη κοινοβουλευτική συζήτηση για την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, η εισηγήτρια του κυβερνώντος κόμματος, προσπαθώντας να τεκμηριώσει τη θέση πως το όνομα ενός συλλογικού υποκειμένου δεν είναι προσδιοριστικό της συνείδησής του, ανέφερε ότι ως Ρωμιοί -υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- είχαμε ελληνική συνείδηση. Αν και μη συσχετιζόμενο άμεσα με το περιεχόμενο του κειμένου, ας το κρατήσουμε ως αναφορά του χώρου όταν θα επανέλθει στο προσκήνιο το θέμα, εξ αιτίας κάποιου νέου σχολικού εγχειριδίου, προϊόν της εγχώριας κριτικής ιστοριογραφίας.
Ακολούθως, μίλησε για την ανάγκη αποτροπής των ιμπεριαλισμών στα Βαλκάνια, δίχως όμως να αναφέρει ούτε έναν από τον φορέα τους. Συνεπές θα ήταν να αναφέρει ποιούς συγκεκριμένους ιμπεριαλισμούς θα εμποδίσει η συμφωνία. Η εν λόγω αναφορά στο λενινιστικό ερμηνευτικό εργαλείο των διεθνών σχέσεων ήταν -βολικώς- αποσπασματική. Τέλος, απευθυνόμενη μάλλον προς το αριστερό ακροατήριο, επεδίωξε να αποσυνδέσει την είσοδο του γειτονικού κράτους στην Ατλαντική Συμμαχία με την επίλυση του διμερούς προβλήματος, λέγοντας πως αυτό δεν αποτελεί μέλημα της ελληνικής κυβέρνησης αλλά επιλογή του γειτονικού κράτους. Ανακύπτει όμως το εξής ερώτημα: αν η συμφωνία με την ΠΓΔΜ και η επαγόμενη είσοδός της στη συμμαχία ενισχύει την σταθερότητα στα δυτικά Βαλκάνια, τότε το ΝΑΤΟ, έστω και δευτερογενώς, αποτελεί παράγων τάξης ή εξακολουθεί να συνιστά ιμπεριαλιστικό εργαλείο, σύμφωνα με τις πρότερες θέσεις του χώρου;
Εν γένει, με την ομιλία η βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος προσπάθησε να αιτιολογήσει τη συμφωνία της κυβέρνησης με την ΠΓΔΜ και να γεφυρώσει το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ μαρξιστικών-λενινιστικών προγνώσεων για την ιστορική εξέλιξη, των μη-μαρξιστικών διαγνώσεων της ιστορική πράξης και των τρεχουσών αναγκαιοτήτων της διεθνούς πολιτικής. Η πεποίθηση πως η μαρξιστική θεωρία δύναται να καλύψει, ερμηνευτικά, όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βίου δημιουργεί τέτοιου είδους προβλήματα.
Η εξελισσόμενη κρίση στη Βενεζουέλα πιθανόν να δημιουργήσει νέα ζητήματα, όσον αφορά την συνέπεια μεταξύ ιδεολογικών προταγμάτων και πολιτικής πρακτικής στην κυβέρνηση. Οι αγαστές σχέσεις της κυβερνητικής παράταξης με το καθεστώς της λατινοαμερικανικής χώρας, σε συνδυασμό με τα πεπραγμένα του Προέδρου Μαδούρο, πλήττουν τόσο τον δημοκρατικό προσανατολισμό του χώρου, όσο και τις όψιμες -μεταψυχροπολεμικές- ευαισθησίες του περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα, τυχόν δυτική δράση στη Βενεζουέλα θα πρέπει να καταδικαστεί ως ιμπεριαλιστική, στη βάση των πάγιων και ένδοξων αντι-ιμπεριαλιστικών τους αγώνων. Βέβαια, η σύμπλευση ή η αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό πρέπει να κρίνεται επί πρακτικών ζητημάτων και όχι ρητορικών αναφορών. Υπό αυτό το πρίσμα, η παρούσα κυβέρνηση συμφώνησε για την εισδοχή των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, αλλά θα διαφωνήσει σε μία επέμβαση στη Βενεζουέλα, μιλώντας για ιμπεριαλιστικές πρακτικές. Μόνο που παρακάμπτει το γεγονός ότι συμφώνησε εκεί που μπορούσε να διαφωνήσει με πρακτικά αποτελέσματα -διεύρυνση ή μη της επιρροής των ΗΠΑ στα Βαλκάνια, εκτός κι αν δεν θεωρεί πλέον το ΝΑΤΟ όργανο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού - και θα διαφωνήσει σε ένα θέμα όπου δεν θα της ζητήσουν τον λόγο! Αν τελικά παρέμβουν οι ΗΠΑ στη Βενεζουέλα, πιθανότατα θα ενεργοποιηθούν τα εν υπνώσει αντανακλαστικά του χώρου, ο οποίος θα ξαναδώσει τις μάχες του στις απαιτητικές αντι-ιμπεριαλιστικές ατραπούς˙ από τα Προπύλαια ως τη Β. Σοφίας.
Σχετικά με την πραγματική κατάσταση στη σπαρασσόμενη Βενεζουέλα, οι τιμητές της αξιοπρέπειας ατόμων και κοινωνιών και το «ακαταμάχητο» πνεύμα τους -συνήθως με το στομάχι άλλων- οι οποίοι οιστρηλατούνται από τοποθετήσεις όπως του Frantz Fanon ότι: «η πείνα με αξιοπρέπεια είναι προτιμότερη από ψωμί που τρώγεται στη σκλαβιά», θα παραθέσω απλώς τη φράση της Arendt Hannah: «Δεν χρειάζεται καμιά ιστορία και καμιά θεωρία για να αντικρούσει κανείς αυτή τη δήλωση· και ο πιο επιπόλαιος παρατηρητής των λειτουργιών του ανθρώπινου σώματος γνωρίζει πόσο αναληθής είναι». (Arendt Hannah, Περί βίας, Αλεξάνδρεια, 2000, σελ. 83)
Αφετηριακά, η αριστερά υιοθέτησε ορθόδοξα μαρξιστικά και λενινιστικά σχήματα ερμηνείας και πρακτικής της πολιτικής. Σταδιακά τα εγκατέλειψε, μετασχηματίζοντάς τα σε πραξεολογία. Ενδεχομένως να θεωρήθηκε πως το υπάρχον κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο -στην Ευρώπη- ως ένα ιδιαιτέρως ευνοϊκό- τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο- μεσοδιάστημα έως την ανάπτυξη επαρκούς ταξικής συνείδησης για την εκπλήρωση των ευρύτερων προλεταριακών στοχεύσεων. Στον υπόλοιπο πλανήτη μάλλον «της γης οι κολασμένοι» δεν γοητεύονται από οράματα για παγκόσμια επανάσταση και αταξική κοινωνική συγκρότηση, αλλά επιθυμούν περισσότερη οικονομική και κοινωνική βελτίωση της δική τους θέσης.
Εν γένει, η επιθετική ρητορική δεν μπορεί να καλύψει την ασυνέπεια ιδεολογικής προδιάθεσης και πολιτικής πρακτικής, πόσο μάλλον όταν βρίσκεσαι σε κυβερνητικούς θώκους.