Τέσερις Ελληνες, τρεις γερμανικές πόλεις. Εργάζονται στον χώρο της εστίασης, του τουρισμού αλλά και του πολιτισμού. Ο καθένας ξετυλίγει την μικρή του προσωπική ιστορία συνθέτοντας ένα ψηφιδωτό εμπειριών, προσδοκιών, επιθυμιών και αναμνήσεων.
Τι είναι Ελλάδα για εκείνους; Πόσο κοντά και πόσο μακριά της βρίσκονται; Σκέφτονται να επαναπατριστούν;
Η Μαρία, ο Κωνσταντίνος, ο Αντώνης κι η Κατερίνα μας ανοίγουν την καρδιά τους:
Η Μαρία Παππά είναι ελληνίδα που εργάζεται στην εστίαση στο ξενοδοχείο Courtyard Berlin City Center της γερμανικής πρωτεύουσας. Ευγενική και πρόσχαρη, δεν μπορεί αν κρύψει ένα φως στο πρόσωπό της όταν συναντά Ελληνες στο χώρο εργασίας της. Εδώ και τρία χρόνια βρίσκεται στη Γερμανία και, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχει κάποιο προγραμματισμό να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Η απόφαση να ξενιτευτεί ελήφθη πριν δυο χρόνια όταν η μοναχοκόρη της ήταν πρωτοετής φοιτήτρια στο Φυσικό Τμήμα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. «Τη βοήθησα να οργανωθεί όταν πέρασε Πανελλήνιες και εισήχθη στη Σχολή της προτίμησής της και μετά ένοιωσα αποδεσμευμένη να φύγω», λέει στην HuffPost, τονίζοντας παράλληλα ότι νιώθει πολύ καλά που μπορεί να προσφέρει στο παιδί της, έστω κι από μακριά.
Ως προς το οικονομικό σκέλος, είναι ευχαριστημένη από τη δουλειά της. Παίρνει τα διπλά χρήματα απ′ ότι της προσφέρθηκαν σε ανάλογη δουλειά στην Ελλάδα. Το διαμέρισμα που μένει στο Βερολίνο έχει ακριβότερο ενοίκιο σε σχέση με ανάλογο στην Αθήνα, αλλά αυτό, όπως μας λέει, αντισταθμίζεται από τις υπηρεσίες περίθαλψης και ένα κράτος πρόνοιας στους τομείς κοινωνικών υπηρεσιών.
Οχι πως στην Γερμανία ο δρόμος ήταν στρωμένος με ρόδα. Πέρασε δύσκολα όταν αντιμετωπίζοντας προβλήματα διαμονής σκέφτηκε να φύγει, αλλά είναι ευγνώμων στην Ισπανίδα συνάδελφό της που την ενθάρρυνε να μην το βάλει κάτω και να μοιραστεί μαζί της την ίδια στέγη μέχρι να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημά της.
Τώρα δεν κάνει σχέδια. Βλέπει πως πηγαίνει η ζωή της «μέρα με τη μέρα» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Μάλιστα, δεν θα ήταν αρνητική κάποια στιγμή να ζήσει και σε άλλη πόλη αν της προσφερθούν ακόμα καλύτερες εργασιακές συνθήκες.
«Οπου γης και πατρίς», λέει, «αρκεί η κόρη μου να είναι καλά και να προοδεύει».
Ο Κωνσταντίνος Παπαθανασίου έχει περισσότερα «γαλόνια» στην πλάτη του: ζει στη Γερμανία τα τελευταία 18 χρόνια, ενώ εκτός από ελληνική, έχει αποκτήσει και γερμανική υπηκοότητα. Εργάζεται ως ξεναγός σε ελληνικό ταξιδιωτικό γραφείο αν και δεν ξεκίνησε ακριβώς έτσι τη σταδιοδρομία του.
«Σπούδασα στην Νομική Αθηνών και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου διότι από μικρός κατάλαβα ότι ... δεν θα γίνω δικηγόρος», εξομολογείται στην HuffPost. Στην Ελλάδα δοκιμάστηκε στον χώρο του θεάτρου. Πολλοί από τους Ελληνες επισκέπτες της Γερμανίας που ξεναγεί τον θυμούνται να έχει παίξει μικρούς ρόλους σε παραστάσεις με πρωταγωνίστριες όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
«Στην αρχή δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά του ξεναγού», μας λέει. «Είναι μια δουλειά που πρέπει να κάνεις με ψυχή, αλλιώς να μην την κάνεις καθόλου. Οι άνθρωποι διστάζουν να κάνουν καινούργια πράγματα, κι έτσι κι εγώ». Κι όμως, η προτροπή Ελληνα που ασχολούνταν με τον τουρισμό τον έκανε να ... στρίψει το τιμόνι στην επαγγελματική του πορεία όταν βρέθηκε στη Γερμανία. «Εχεις μεταδοτικότητα», του είπε (λόγω της θητείας του στο θέατρο ίσως;) και τον ενθάρρυνε να δοκιμαστεί στο επάγγελμα του ξεναγού.
«Κάπως έτσι πέρασαν 17 ολόκληρα χρόνια», αναφέρει ο Κωνσταντίνος. «Την πρώτη φορά που δοκίμασα να μιλήσω στον κόσμο νόμιζα ότι έχω μια ... κοτρώνα στο στόμα. Αυτό, πάντως, που διαφοροποιεί το επάγγελμα του ξεναγού από πολλά άλλα είναι το κοινό. Ποτέ κάθε μέρα δεν είναι η ίδια με την προηγούμενη».
Κάπως έτσι ξεκίνησε ο Κωνσταντίνος και συνεχίζει μέχρι σήμερα κάνοντας παράλληλα κι άλλες δουλειές, ενώ ποτέ δεν ξεχνά το θέατρο. Είναι πολύ περήφανος για τη συνεργασία του με τη θεατρική ομάδα του Θοδωρή Λημίτσιου . «Ανεβάζουμε στη Βιέννη ελληνικά έργα αλλά πάντα με γερμανικούς υπότιτλους για να μας καταλαβαίνουν οι ντόπιοι», λέει.
Ο Αντώνης Τριάντης συμπληρώνει 36 ολόκληρα χρόνια στη Γερμανία. Από το 1988 βρίσκεται στη χώρα έχοντας αφήσει πίσω του τον τόπο καταγωγής του, την Πάργα, την οποία έχει πάντα στην καρδιά του.
Ισως γι′ αυτό, κι επειδή το ... κοντέρ έχει γράψει μια μακρά πορεία στην αλλοδαπή, ο ίδιος πήρε την μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στον τόπο του.
Νόστιμον ήμαρ, λοιπόν, για την Αντώνη που καθώς φέρνει την μπύρα και το σνίτσελ στο εμβληματικό εστιατόριο Αugustiner, γνωστό για τη μεγάλη υπαίθρια μπυραρία και τον εσωτερικό χώρο του που σερβίρει βαυαρικά και διεθνή πιάτα στο Βερολίνο, εξομολογείται στους Ελληνες «φίλους» του ότι ως εδώ ήταν στα ξένα κι έφτασε πλέον η ώρα της επιστροφής.
Τι ήταν αυτό που συνέβαλε στο γυρίσει; «Είχα μια καλή πρόταση να επιστρέψω στην Ελλάδα και να δουλέψω στο Costa Navarino στην Πύλο», απαντά. «Μπορεί ο μισθός να είναι μικρότερος απ′ ότι στη Γερμανία τα έξοδα διαμονής μου, όμως, θα είναι πληρωμένα και - επιπλέον - θα είμαι κοντά στους γονείς μου».
Δηλαδή, δεν θα του λείψει κάτι από τη ζωή του στο Βερολίνο;
«Η Ελλάδα είναι πάντα Ελλάδα», λέει με τέτοιο τρόπο που δεν χωρά άλλη συζήτηση.
Η Κατερίνα Σπαχή είναι από τη Θεσσαλονίκη. «Να το γράψετε αυτό», ζητά. Με άντρα γεννημένο στη Γερμανία αποφάσισε να ζήσει στη χώρα τα τελευταία 8 χρόνια. Τα τελευταία βρίσκεται στη Δρέσδη όπου εργάζεται ως επιστάτρια σε μια από τις πιο σημαντικές Πινακοθήκες της Ευρώπης, στην Πινακοθήκη των Παλαιών Δασκάλων (Gemäldegalerie Alte Meister) της πόλης - σημειωτέον, που ανήκε στην πρώην Ανατολική Γερμανία.
«Ερχονται σχολεία από την Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και την Κρήτη», μας λέει για τον μουσειακό χώρο στον οποίο εργάζεται που στεγάζεται στο ανάκτορο Τσβίνγκερ, μπαρόκ αριστούργημα του αρχιτέκτονα Ματτέους Ντάνιελ Παίπελμαν, και διαθέτει πάνω από 2.000 πίνακες και πολυάριθμα χαρακτικά.
Σκέφτεται να επιστρέψει στην Ελλάδα; Κάτι τέτοιο δεν είναι στα σχέδιά της, όπως απαντά. Τουλάχιστον εργάζεται σε, υψηλής αισθητικής, περιβάλλον. «Ναι, αυτό δεν μπορώ να το αμφισβητήσω μας λέει». Και συνεχίζει: «Μακάρι να ήταν έτσι κι οι άνθρωποι - και μιλώ κυρίως για το πόσο κλειστοί είναι ακόμα οι κάτοικοι της πρώην Ανατολικής Γερμανίας που έζησαν σε ιδιαίτερες συνθήκες μετά τον πόλεμο. Δεν είναι ζεστοί και φιλόξενοι όπως οι Ελληνες. Οι Γερμανοί που έρχονται στην Ελλάδα δεν λένε το ίδιο για εμάς»...