Η ανθρωπότητα βρίσκεται σ’ ένα κυριολεκτικά μεταιχμιακό στάδιο.
Αφενός επιχειρεί να εισέλθει σε έναν μακροχρόνιο αναπτυξιακό κύκλο, που αναμένεται να αποτελέσει την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση, τα χαρακτηριστικά της οποίας θα βασίζονται σε μια νέας γενιάς ψηφιακή τεχνολογία, σε νέες καθαρές πηγές ενέργειας και στην τεχνητή νοημοσύνη (ρομποτική).
Αφετέρου, μέχρι να ωριμάσει αυτή η μετάβαση, η παγκόσμια οικονομία θα λειτουργεί με τους όρους και τους πόρους της Tρίτης Bιομηχανικής Eπανάστασης.
Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι, το σημερινό οικονομικό σύστημα θα συνεχίζει να στηρίζεται και να χαρακτηρίζεται, μέχρι την πλήρη αναπροσαρμογή του, α) από την ευρύτατη χρήση των υφισταμένων και σταδιακώς αναβαθμιζομένων ψηφιακών δικτύων, όσον αφορά στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση και β) από τη χρήση των, σταδιακά, καταργούμενων γαιανθράκων και υδρογονανθράκων, όσον αφορά στην κάλυψη των ενεργειακών του αναγκών.
Η σχεδιαζόμενη και ήδη υλοποιούμενη Tέταρτη Bιομηχανική Eπανάσταση, θα βασίζεται στην ευρύτατη χρήση επαναστατικών ψηφιακών εφαρμογών και δικτύων νέας γενιάς, τα οποία αναμένεται να απογειώσουν τη λειτουργικότητα και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών, τόσο στην οικονομία όσο και στην κυβερνητική, ενώ θα συμβάλουν τα μέγιστα στη διαχείριση της διανομής της «καθαρής» ενέργειας, που κατά κύριο λόγο θα παράγεται από ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ), από τη μετατροπή του υδρογόνου σε κινητήρια δύναμη, αποθηκεύσιμη σε κυψελίδες και θα καταναλώνεται από νέου τύπου μηχανισμούς και συσκευές.
Εν πάση περιπτώσει, η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της Tρίτης και Tέταρτης Bιομηχανικής Eπανάστασης θα συνίσταται:
α) στην απογείωση των δυνατοτήτων και του ρόλου της πληροφορικής-κυβερνητικής
β) στην αντικατάσταση των μέχρι τώρα καθιερωμένων ενεργειακών πόρων και
γ) στην ευρύτατη εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικης σε κάθε επίπεδο της παραγωγικής διαδικασίας.
Το αποτέλεσμα θα είναι κάτι ανάλογο με ό,τι συνέβη στην παγκόσμια οικονομία, όταν η ατμοκίνηση αντικατέστησε τη χειρωνακτική μανουφακτούρα ή όταν η εφαρμογή της πετρελαιοκίνησης (ντίζελ) και του εξηλεκτρισμού σάρωσαν κάθε ισχύουσα μορφή ενεργειακής παραγωγής ,ενεργειακής κατανάλωσης και παραγωγικής διαδικασίας, αλλάζοντας κυριολεκτικά τον τρόπο ζωής των ανθρώπων.
Επομένως, οι ανταγωνίστριες δυνάμεις, κρατικές ή ιδιωτικές, για να εισέλθουν με σαφές πλεονέκτημα, έναντι των ανταγωνιστών τους, στην νέα εποχή, θα είναι αυτές που θα καταφέρουν με κάθε τρόπο - πολιτικό, διπλωματικό, στρατιωτικό- να εκμεταλλευτούν και να καρπωθούν λεόντεια τους τελευταίους οικονομικούς καρπούς της δύουσας εποχής των υδρογονανθράκων, ώστε να αποκτήσουν τα απαραίτητα κεφάλαια, τόσο για την χρηματοδότηση των νέων επενδύσεων, που απαιτούνται για την οικοδόμηση των παραγωγικών δομών της νέας εποχής, όσο και για την παράλληλη στρατιωτική προώθηση και προστασία των συμφερόντων τους.
Για να κατανοηθούν οι κίνδυνοι και οι απειλές που πηγάζουν από τη διαδικασία της μετάβασης στην εποχή της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, θα πρέπει να συσχετιστούν συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα.
Από την αρχαιότητα το βασικό των αίτιο των πολέμων είναι η επέκταση της κυριαρχίας και η αύξηση του πλούτου των νικητών, μέσω της απόκτησης και της εκμετάλλευσης επιπλέον πλουτοπαραγωγικών πόρων και του ελέγχου της εμπορευματικής διακίνησης.
Κατά την Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση (18οςαι.) η ατμοκίνητη βιομηχανική παραγωγική διαδικασία και η δημιουργία νέων αγορών στις πέντε ηπείρους, απαιτούσε:
α) συνεχή εφοδιασμό με πρώτες ύλες, άρα την εκμετάλλευση όλο και περισσότερων πόρων και
β) τον έλεγχο του εμπορίου, άρα τον έλεγχο των εμπορικών οδών και των πλουτοπαραγωγικών πηγών.
Λόγω του σχετικά μικρού όγκου της βιομηχανικής παραγωγής, σε σχέση με το σήμερα, και της επάρκειας των γαιανθράκων επί ευρωπαϊκού εδάφους, δεν προκλήθηκαν έριδες μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, σχετικά με την απόκτηση και την εκμετάλλευση ενεργειακών πόρων.
Σύντομα, όμως, ο αποικιακός πλούτος έγινε το «μήλον της Έριδος» ανάμεσα στις ισχυρές αποικιακές δυνάμεις, που η κάθε μια φρόντιζε να αυξήσει τη δική της πολιτική κα στρατιωτική ισχύ.
Οι υπερπόντιες συγκρούσεις, κυρίως μεταξύ Ισπανών, Πορτογάλων, Ολλανδών, Γάλλων, Άγγλων, που είχαν ξεσπάσει πριν ακόμη από την εποχή της Πρώτης Βιομηχανικής Επανάστασης, λάμβαναν χώρα, συχνά ,συγχρόνως με μεγάλες πολεμικές αναμετρήσεις σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η τελευταία φάση των αποικιακών ανταγωνισμών συνέπεσε χρονικά με τη λήξη των Ναπολεοντείων Πολέμων το 1815, ενώ η αρχή έγινε με τους Καρνατικούς Πολέμους (1756-1763)
Μεγάλος νικητής αυτού του, ουσιαστικά, πρώτου παγκόσμιου, αιματηρού ανταγωνισμού, αναδείχθηκε η Βρετανία, που στο εξής θα τροφοδοτούσε άνετα με άφθονες πρώτες ύλες τη ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία της, θα έθετε υπό τον έλεγχό της το παγκόσμιο εμπόριο και θα γινόταν η πρώτη πραγματικά παγκόσμια αυτοκρατορία με όρους οικονομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Δεύτερος, που ακολούθησε εξαιτίας των εκκρεμοτήτων που άφησε πίσω του ο Πρώτος, ανέδειξαν, ως «αφεντικό» της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης (19ος-20οςαι.), τις ΗΠΑ.
Μια νέα παγκόσμια υπερδύναμη, που την υπερβολική της ισχύ, σε στρατιωτικό επίπεδο, μόνο η ΕΣΣΔ θα μπορούσε να αντιμετωπίσει.
Το διεκδικούμενο τρόπαιο των μεγαλύτερων ανθρωποσφαγών της ανθρωπότητας δεν ήταν άλλο από τον έλεγχο και την νομή των απαραίτητων και συμβατών με την νέα τεχνολογία της πετρελαιοκίνησης, ενεργειακών πόρων και πρώτων υλών.
Οι ΗΠΑ εισήλθαν στην εποχή των υδρογονανθράκων, του ντίζελ, του φορντισμού και του εξηλεκτρισμού, με σαφές οικονομικό προβάδισμα, έναντι των ανταγωνιστών τους.
Σε αυτό οφείλονται οι στρατιωτικές της νίκες κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίες «χάρισαν» στη νέα υπερδύναμη τη νομή και την εκμετάλλευση των αναγκαίων πόρων ,για την μετατροπή της νέας ,για την εποχή εκείνη, τεχνολογίας, σε εφαρμοσμένη βιομηχανική παραγωγή, ικανή να απογειώσει την αμερικανική οικονομία και να αναδιαμορφώσει το παγκόσμιο οικονομικό τοπίο.
Η Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση (20ος αι.),αναμόρφωσε και αυτή με τη σειρά της, μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας,την κουλτούρα της παραγωγικής διαδικασίας και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομίας.
Εκτίναξε στα ύψη την αποτελεσματικότητα της διοίκησης (management) σε όλα τα επίπεδα.
Η ταχύτατη και ακριβής επεξεργασία επιστημονικών και τεχνικών δεδομένων έδωσε νέες δυνατότητες στην αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ η αστραπιαία πρόσληψη και διάχυση της πληροφορίας, αύξησε θεαματικά την αποδοτικότητα της βιομηχανίας και των υπηρεσιών.
Παράλληλα τα ψηφιακά δίκτυα εκμηδένισαν, σχεδόν, τον απαιτούμενο χρόνο για τη διακίνηση των επενδυτικών και κερδοσκοπικών κεφαλαίων.
Η διαφορά της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης σε σχέση με τις δύο προηγούμενες, είναι το γεγονός ότι για την επικράτησή της δεν προξένησε, λόγω της φύσης της, χωρικές διεκδικήσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων , παρά τις κοσμογονικές αλλαγές που προκάλεσε σε οικονομικό, στρατιωτικό, αλλά και κοινωνικό επίπεδο.
Ο λόγος είναι απλός: Η ανάπτυξη της πληροφορικής προϋποθέτει επιστημονική έρευνα, τεχνογνωσία και οικονομική δυνατότητα επενδύσεων, προκειμένου οι καρποί της επιστημονικής έρευνας να μετουσιώνονται σε μαζική βιομηχανική παραγωγή των μέσων διαμόρφωσης και διαχείρισης του κυβερνοχώρου.
Δεν προϋποθέτει όμως τον έλεγχο συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών ,είτε για την εξασφάλιση συγκεκριμένων ενεργειακών πόρων και πρώτων υλών, είτε για τη δημιουργία νέων εμπορικών δρόμων και αγορών.
Αυτά είναι ζητήματα που, κατά την εμφάνιση της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης, είχαν ήδη ρυθμιστεί από τους νικητές των προηγούμενων αιματηρών ανταγωνισμών και είχαν επισφραγιστεί από το παγκόσμιο status, που προέκυψε μετά τη λήξη Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τι κινδύνους προοιωνίζεται όμως, το λυκόφως της σημερινής εποχής και το λυκαυγές της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης;
Όπως διαπιστώσαμε, εξαιρουμένης της «ψηφιακής επανάστασης», κάθε ριζοσπαστική και καινοτόμος αλλαγή στην ανθρώπινη παραγωγική διαδικασία, που επαναπροσδιόρισε τον τρόπο παραγωγής πλούτου και ισχύος, σηματοδοτώντας, παράλληλα ,μακροχρόνιους ανοδικούς οικονομικούς κύκλους, σε παγκόσμια κλίμακα, είχε ανάγκη τους ανάλογους πόρους και τον απαιτούμενο γεωγραφικό ζωτικό χώρο (αγορές, πρώτες ύλες), προκειμένου να τροφοδοτηθεί και να μεγιστοποιηθεί η αποδοτικότητά της.
Το γεγονός ότι οι πόροι και οι χώροι είναι μεγέθη πεπερασμένα, προκάλεσε επανειλημμένως τον ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις των μεγάλων δυνάμεων, με σκοπό την κυριαρχική εκμετάλλευσή τους από τον νικητή.
Ο σημερινός πιθανός κίνδυνος διαγράφεται με σαφήνεια:
Για να υλοποιηθούν οι λειτουργικές δομές της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, θα απαιτηθούν πρωτόγνωρα, ως προς το μέγεθός τους επενδυτικά κεφάλαια.
Όχι μόνο για την κατασκευή των μονάδων παραγωγής, αποθήκευσης και διανομής της νέας μορφής ενέργειας ( ενέργεια καύσιμου υδρογόνου, ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια, ενέργεια βιοκαυσίμων, μηχανική ενέργεια ), αλλά και για την αναδιαμόρφωση όλων των καταναλωτικών δομών αυτής της ενέργειας ,από την βαρειά βιομηχανία, μέχρι τα νοικοκυριά.
Επομένως, ο διαρκώς αυξανόμενος ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων για την απόκτηση του κρίσιμου οικονομικού μεγέθους, εγκυμονεί κινδύνους όξυνσης των μεταξύ τους εντάσεων, ιδιαίτερα στις περιοχές ενεργειακού και οικονομικού ενδιαφέροντος, με κίνδυνο να οδηγηθούν σε καταστροφικές επιλογές ή σε μοιραία για την ανθρωπότητα λάθη.
Απειλείται άραγε και η παγκόσμια ειρήνη;
Η απάντησή μας είναι «ναι»! Πράγματι θα μπορούσε να κινδυνεύσει, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμη και η παγκόσμια ειρήνη, εάν ο ανταγωνισμός μεταξύ των υπερδυνάμεων δεν διευθετηθεί και δεν εκτονωθεί σε ένα κανάλι βιώσιμης σύμπλευσης και ανάπτυξης, που θα διασφαλίζει ότι η διανομή των καρπών της θα ικανοποιεί, τουλάχιστον, τις βασικές τους απαιτήσεις.
Ας γίνουμε πιο σαφείς και με λακωνικό τρόπο να ξεκαθαρίσουμε το εξής: Όσο η Ρωσία και η Κίνα θα αισθάνονται ότι απειλούνται από τις ΗΠΑ, και αντιστρόφως, είτε με οικονομικές κυρώσεις, είτε με αποκλεισμό από την εκμετάλλευση κρίσιμων παραγωγικών πόρων, ώστε να κινδυνεύσουν όχι μόνο να εισέλθουν με σαφές μειονέκτημα στην «κούρσα» της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, αλλά και παρεπομένως να διασαλευθεί ακόμη και η πολιτικοστρατιωτική τους ισχύ, τόσο θα αυξάνεται η δυσπιστία τους έναντι των ΗΠΑ και θα κλιμακώνονται συνεχώς οι μεταξύ τους εντάσεις, με το ενδεχόμενο του «ολέθριου λάθους» να γίνεται όλο και πιο ορατό.