Το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου είναι ένα μικρό κατάστημα, που εξυπηρετεί με χαρτικά και σχολικά μια αρκετά μεγάλη περιοχή, αλλά δεν έχει και καμιά τεράστια ποικιλία βιβλίων. Αν και μπορείς να παραγγείλεις ό,τι θέλεις, στην βιτρίνα και στα ράφια του έχει συνήθως κάποια από τα πιο εμπορικά, ώστε να μπορεί κανείς να πάρει ένα δώρο για μια υποχρέωση που θα του προκύψει ξαφνικά, αλλά από την άλλη πλευρά να είναι κι ο καταστηματάρχης σίγουρος ότι θα του φύγουν γρήγορα.
Όταν, λοιπόν, πήγα ν’ αγοράσω μερικούς φακέλους, μου έκανε μεγάλη εντύπωση που είδα στην βιτρίνα το βιβλίο «Μαρίκες» του Ηλία Φραγκάκη.
Τον Φραγκάκη, δεν τον είχα ακουστά. Πριν από μερικούς μήνες, αγόρασα σ’ ένα υπαίθριο μπαζάρ την ποιητική του συλλογή «Γράμματα σε μία γυναίκα» (Εκδ. Ενύπνιο), επειδή μου χτύπησε στο μάτι το εξώφυλλο του βιβλίου. Τον διάβασα και τον κατέταξα στους μεγάλους , σύγχρονους Έλληνες ποιητές και σίγουρα στους αγαπημένους μου. Δεν ήξερα πως είχε βγάλει μυθιστόρημα και ξαφνιάστηκα που το είδα στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου.
«Το ’φερα, επειδή έχω σπίτι στις Μαρίκες», μου είπε ο βιβλιοπώλης. Το πήρα με περιέργεια και προσδοκία. Και καλά έκανα, διότι με μεγάλη χαρά διαπίστωσα πως είχα δίκιο για την γνώμη που είχα σχηματίσει γι’ αυτόν.
Οι «Μαρίκες» είναι ένα μυθιστόρημα που αρχίζει με την ανακάλυψη του πτώματος μιας άγρια δολοφονημένης άγνωστης γυναίκας, σ’ ένα παραλιακό κάμπινγκ όπου ζουν απόκληροι της ζωής. Εκεί λες «αστυνομικό είναι». Λάθος!
Προχωράς στην ανάγνωση και στα επόμενα κεφάλαια φεύγεις τελείως από το κάμπινγκ, τους απόκληρους και το πτώμα. Ο μόνος που σ’ ακολουθεί, ή μάλλον σε οδηγεί, για να γνωρίσεις τα ανήλικα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα και τον φροντιστή τους παιδί πολιτικών προσφύγων, τους νεοναζί που ξεναγούν τον Oυκρανό ομοϊδεάτη τους στο κυνήγι σκουρόχρωμων ξένων στους Αθηναϊκούς δρόμους, την Αλβανίδα πόρνη που ονειρεύεται να ξεφύγει από τον νταβατζή της και τους «αρπαγμένους» μπάτσους που θέλουν να ξεσπάσουν σ’ όποιον βρουν μπροστά τους, είναι ο γάτος Τιτάκος, μόνιμος κάτοικος του κάμπινγκ αλλά και μεγάλο αλάνι, που τριγυρνάει όπου γουστάρει στην Αττική, κι ας τον φροντίζουν οι γερογκρινιάρηδες στα τροχόσπιτα.
Και σιγά-σιγά, μέσα σ’ ένα 24ωρο καταιγιστικής δράσης, ο αναγνώστης διακρίνει πώς συνδέονται όλοι αυτοί οι φαινομενικά άσχετοι μεταξύ τους τύποι, ενώ το μυθιστόρημα μετατρέπεται σε έναν ανθρωπολογικό χάρτη της σύγχρονης Αθήνας, αυτής που αναπτύσσεται και ξεδιπλώνεται παράλληλα με την άλλη, την ανυποψίαστη Αθήνα, σαν σε μαύρο σύννεφο κάτω από την Γη. Η πλευρά της Αθηναϊκής ζωής που ξέρουμε πως υπάρχει, αλλά δεν θέλουμε να δούμε, με ξεναγό τον αλητόγατο Τιτάκο.
Ο Φραγκάκης φτιάχνει με μαεστρία ένα μείγμα βιώματος, μαρτυρίας και Ιστορίας, χρησιμοποιώντας τα υλικά και υπό το πρίσμα της μυθοπλασίας. Συνθέτει μια ιστορία σκληρή, δοσμένη με χιούμορ, σαρκασμό και σε πολλά σημεία με στοχασμό – μια Οδύσσεια, που έρχεται σιγά-σιγά να δέσει και κρατάει τον αναγνώστη αγκιστρωμένο στις σελίδες του βιβλίου, με την ζωντανή του γλώσσα, τις συγκλονιστικές ιστορίες της ζωής των ανθρώπων που ξεριζώθηκαν και ζουν ακόμα ξεριζωμένοι, ακόμα και στην ίδια τους την πατρίδα. Ξένοι κι απόκληροι, ανάμεσα σε ξένους κι απόκληρους.
Έτσι εξηγούνται και τα ομηρικά αποσπάσματα που προλογίζουν κάθε κεφάλαιο. Ο αρχαίος ποιητής που σημάδεψε την ανθρώπινη λογοτεχνία με δυο έπη για την ξενιτειά, το ένα για τον ξενιτεμό και τον πόλεμο και το άλλο για την επιστροφή στην εστία, αποδεικνύεται ακόμη επίκαιρος και σε απόλυτη αρμονία με το σύγχρονο κείμενο για το ίδιο θέμα.
Κι αφού καταλαβαίνουμε την σχέση όλων αυτών των χαρακτήρων (ένας κι ένας όλοι τους), λύνεται το μυστήριο της δολοφονίας και το υπόγειο μαύρο σύννεφο αναδύεται στην επιφάνεια. Και τότε, ο γάτος Τιτάκος κλείνει το βιβλίο μ’ έναν συγκλονιστικό μονόλογο, κοιτώντας κατά πρόσωπο τον αναγνώστη, σαν πρωταγωνιστής αρχαίας τραγωδίας, που κάνει μόνος του κατάληψη στην σκηνή πριν κάνει mutis. Γάτος-αφηγητής και άνθρωπος-αναγνώστης αντιμέτωποι στις τελευταίες σελίδες. Ο πρώτος με λόγο καταπέλτη, ο δεύτερος άλαλος, ακροατής χωρίς την δυνατότητα να αντιδράσει. Μόνον να σκεφτεί στα σοβαρά και ν’ αναλογιστεί ποιά είναι η δική του θέση και η δική του στάση σ’ όλ’ αυτά.
Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί. Τόσο η ίδια η ιστορία και η πλοκή της, όσο και η ολοζώντανη γλώσσα του Φραγκάκη, δεν σ’ αφήνουν να το κλείσεις πριν φτάσεις στην τελευταία σελίδα. Κι όταν διαβάζεις το βιογραφικό του στο «αυτί» του βιβλίου και βλέπεις ότι γεννήθηκε το 1963 κι αυτό είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, αναρωτιέσαι τί έκανε αυτός ο τύπος τόσα χρόνια και δεν έγραφε (ή μάλλον γιατί δεν εξέδιδε);
Εύγε και στις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», που τόλμησαν να βγάλουν αυτό το βιβλίο, υπερβαίνοντας την φήμη του συντηρητισμού που τις περιβάλλει. Κι αυτό, νομίζω, πως λέει πολλά. Ένας «συντηρητικός», σοβαρός και μεγάλου κύρους εκδοτικός οίκος, που εμπιστεύεται και στηρίζει έναν «νέο» (στην βιβλιοπαραγωγή) συγγραφέα κι ένα βιβλίο με τέτοιο θέμα, γραμμένο από αυτή την συγκεκριμένη οπτική γωνία, αποτελεί εγγύηση και γι’ αυτόν και για το βιβλίο του.
Καλή ανάγνωση!