Όσοι έχουμε ασχοληθεί με έρευνες γύρω από τον Μεσοπόλεμο έχουμε έρθει αντιμέτωποι με το κίνημα τον Παλαιών Πολεμιστών, ένα κοινωνικό φαινόμενο με σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις, αποτέλεσμα της ελληνικής δεκαετούς πολεμικής εξόρμησης προς βορρά και ανατολή. Το πολύπλευρό αυτό κοινωνικό ζήτημα που έχει ενδιαφέρουσες ευρωπαϊκές προεκτάσεις, δεν είχε εξεταστεί ως τώρα στην ελληνική βιβλιογραφία, ενώ οι όποιες σχετικές αναφορές ήταν αποσπασματικές και σκόρπιες.
Το κενό καλύπτει η νέα μελέτη του Αλέξανδρου Μακρή «Οι κήρυκες της ιδέας του Έθνους: Παλαιοί πολεμιστές, ανάπηροι και θύματα πολέμου στην Ελλάδα: (1912-1940) Πρόνοια, οργανώσεις μνήμη» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις του βιβλιοπωλείου της Εστίας και αποτελεί μια διασκευή της διδακτορικής διατριβής του.
Ο Αλέξανδρος Μακρής δεν μας είναι άγνωστος καθώς ήδη μας έχει δώσει δείγματα γραφής με συμμετοχές του σε συλλογικούς τόμους και ποιοτικές μελέτες στον ιστορικό τομέα που προσωπικά θα χαρακτήριζα, ίσως κάπως αδόκιμα, «κοινωνική ιστορία χωρίς μαρξιστικές παρωπίδες και λοιπές ιδεολογικές εξαρτήσεις».
Η μελέτη του Μακρή είναι ιστοριοδιφικά άρτια με πλήθος νέων πληροφοριών και ευρημάτων για το ζήτημα που παρουσιάζουν και γενικότερο ιστορικό ενδιαφέρον. Όπως η πληροφορία για τον προνοιακό μηχανισμό της παροχής αδειών περιπτέρων για τους ανάπηρους πολέμου, που εγκαινιάστηκε το 1914 και έχει επιβιώσει ως την εποχή μας. Το κιόσκι αυτό απομάκρυνε το φάσμα της περιθωριοποίησης του ανάπηρου πολέμου της εποχής, ήταν ο θρόνος του και το προσκύνημα κάθε καπνίζοντα διαβάτη.
Ήδη την περίοδο 1914-1922 δημιουργήθηκαν οι πρώτες μαζικές οργανώσεις εφέδρων, τραυματιών και αναπήρων πολέμου στην Ελλάδα με κορυφαία όλων τους περίφημους Επίστρατους. Ο Μακρής εξετάζει τους Επίστρατους υπό ένα άλλο πρίσμα πέραν του κλασσικού ιδεολογικού που είχε χρησιμοποιηθεί ως τώρα. Τους θεωρεί προδρόμους των Παλαιών Πολεμιστών, ενώ κρατά σαφείς αποστάσεις από την ισχύουσα αντίληψη ότι οι Επίστρατοί ήταν ατελής φασισμός ή είχαν πρωτοφασιστικά χαρακτηριστικά.
Αντίθετα με την υπόλοιπη Ευρώπη, το ελληνικό παλαιοπολεμιστικό κίνημα γιγαντώθηκε όχι μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Ελλάδα είχε μικρές απώλειες καθώς συμμετείχε για βραχύ χρονικό διάστημα, αλλά μετά την Μικρασιατική Καταστροφή όπου και οι αντίστοιχες ανθρώπινες απώλειες ήταν μεγάλες.
Στο πρώτο στάδιό τους οι Παλαιοί Πολεμιστές που ήταν οργανωμένοι σε 300 ενώσεις πανελλαδικά με 40 – 60.000 μέλη περίπου, συνδέθηκαν ενεργά με το νεότευκτο ΚΚΕ και αποτέλεσαν την ιδεολογική εμπροσθοφυλακή του. Η σχέση αυτή επισημοποιήθηκε στο Γ΄ έκτακτο Συνέδριο του ΚΚΕ το 1924 όπου το παλαιοπολεμιστικό κίνημα χαρακτηρίστηκε ως «προορισμένο να διευκολύνη τα μέγιστα στην επιτυχία της επαναστάσεως». Το ΚΚΕ προσπάθησε μέσω των οργανώσεων αυτών και της υπονομευτικής προπαγάνδας τους προς τους κληρωτούς να υποσκάψει το ηθικό του ελληνικού στρατού στον Έβρο το 1923, αλλά και γενικότερα το αξιόμαχό του, ενώπιον μιας πιθανής νέας πολεμικής εμπλοκής με την Τουρκία το 1925.
Η υπονομευτική δραστηριότητα των Παλαιών πολεμιστών έγινε κυρίως μέσω της δημιουργίας κομμουνιστικών πυρήνων και μέσω διανομής παράνομων φυλλαδίων με αντιμιλιταριστικό περιεχόμενο. Τα φυλλάδια αυτά καλούσαν τους στρατιώτες να γίνουν «κόκκινοι στρατιώτες» και μαζί μου τους Παλαιούς Πολεμιστές να αντικαταστήσουν την πλουτοκρατική κυβέρνηση, με μια άλλη των εργατών, των χωρικών και των στρατιωτών. Η υπονομευτική δραστηριότητα των Παλαιών Πολεμιστών στον στρατό δεν πέρασε απαρατήρητη από το Κράτος το οποίο με μια συντεταγμένη κρατική καταστολή την διετία 1925-1926 σάρωσε το κίνημα τους πανελλαδικά, ενώ και το σύνθημα του ΚΚΕ για αυτονόμηση της Μακεδονίας αποξένωσε πολλά μέλη του.
Η οριστική επανένταξη των Παλαιών Πολεμιστών στον εθνικό κορμό επήλθε σταδιακά κατά την δικτατορία του Παγκάλου, καθώς με μια σειρά σοβαρών οικονομικών ευεργετημάτων η δικτατορία του προσέλκυσε τα μέλη των οργανώσεων αυτών. Σύμφωνα με την έρευνα του Μακρή, στις αρχές του 1926 το σύνολο σχεδόν των οργανώσεων των Παλαιών Πολεμιστών είχαν δηλώσει εγγράφως ότι δεν είχαν παύσει να αγαπούν την πατρίδα. Η στροφή του κινήματος προς την νομιμοφροσύνη οδήγησε σταδιακά σε μια πολυδιάσπαση με την δημιουργία πολλών οργανώσεων που λειτουργούσαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους.
Η οικονομική κρίση που ενέσκηψε απρόσμενα στην Ελληνική κοινωνία μετά το 1931 λόγω της ευρωπαϊκής οικονομικής κρίσης, οδήγησε το παλαιοπολεμιστικό κίνημα σε μια εκ νέου σπείρωση ώστε να προβληθούν μαχητικότερα και μαζικότερα τα κοινωνικά αιτήματα των μελών του. Η σταδιακή υποχώρηση της πολιτικής επιρροής του Βενιζέλου στο τέλος της τετραετίας διακυβέρνησής του, επέτρεψε στον ανερχόμενο αντιβενιζελισμό να προσεταιριστεί το παλαιοπολεμιστικό κίνημα και να το μετατρέψει, όπως λέει εύγλωττα και ο τίτλος του βιβλίου, σε «κήρυκα της Ιδέας του Έθνους». Οι Παλαιοί Πολεμιστές διέρρευσαν σταδιακά προς τον αντιβενιζελισμό που ήρθε στην εξουσία μετά το 1932, στηρίζοντας τον Κονδύλη και την επαναφορά της Βασιλείας το 1935 με αντάλλαγμα την θέσπιση μιας ακόμη σειράς ευνοϊκών νόμων με παροχές υπέρ τους.
Τον μεσοπολεμικό κύκλο του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών έκλεισε ο Ιωάννης Μεταξάς και η 4η Αυγούστου με μια σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών που εξάλειψαν την ανεργία στις τάξεις τους και επέφεραν την πλήρη κοινωνική ένταξή τους. Τέλος, μέχρι το 1940 ολοκληρώθηκε μια σύνθετη διαδικασία συγχώνευσης όλων των οργανώσεων των Παλαιών Πολεμιστών υπό την σχετική διακριτική ευμένεια της 4ης Αυγούστου που επέφερε και την οριστική προσχώρηση του κινήματος στον αντιβενιζελισμό και την Βασιλεία.
Ο Μακρής δεν περιορίστηκε αυστηρά σε μια χρονογραφία της πορείας του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών, αλλά ασχολήθηκε και με πολλά άλλα παράπλευρα ζητήματα εξίσου σημαντικά, όπως η συμμετοχή των Παλαιών Πολεμιστών στην συγκρότηση της μνήμης των εθνικών πολέμων, τα προνοιακά νομοθετήματα της περιόδου 1917-1922 που τους αφορούσαν, την αντιπολεμική κομμουνιστική προπαγάνδα στη Μικρά Ασία που υποβοήθησε την διείσδυση του ΚΚΕ στις τάξεις των απλών στρατιωτών και πολλά άλλα θέματα εξίσου σημαντικά. Τα συμπεράσματά του ο Μακρής τα αντλεί αβίαστα από το υλικό του, αποφεύγει τις υποθέσεις και τα νοητικά άλματα και σε πείθει για την ακρίβεια των ισχυρισμών του και του χρονικού του. Η επιστημονική τεκμηρίωση των ιστορικών ευρημάτων του Μακρή είναι πληρέστατη και κυρίως πλουραλιστική με συνεχείς διασταυρώσεις ιστορικών τεκμηρίων που προέρχονται από διαφορετικά πεδία έρευνας. Ο ερευνητής δεν περιορίστηκε στον Τύπο της εποχής αλλά εντρύφησε σε πολλά κρατικά αρχεία βρίσκοντας και συνθέτοντας σκόρπιες πληροφορίες για το αντικείμενο της έρευνάς του. Τέλος, σημαντικό πλεονέκτημα της μελέτης είναι η σαφής επιστημονική ουδετερότητα που τηρεί ο συγγραφέας έναντι των πολιτικών σχηματισμών του μεσοπολέμου. Ίσως σε πολλούς κάτι τέτοιο να θεωρείται αυτονόητο, αλλά όπως ξέρουμε όσοι έχουμε ασχοληθεί με την περίοδο, δεν είναι καθόλου.
Συμπερασματικά ο Μακρής κατάφερε να βγάλει από την ιστορική λήθη ένα σημαντικό μεσοπολεμικό κοινωνικό κίνημα, επίτευγμα από μόνο του σημαντικό. Ο συγγραφέας αναμετρήθηκε με ένα ζήτημα αρκετά σύνθετο με πολλές κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις, ένα κοινωνικό κίνημα με πολλές οργανώσεις που είχαν διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό και αποδείχθηκε επαρκέστατος. Η μελέτη του σχημάτισε ένα αρκετά ευκρινές χρονικό των ιδεολογικών μεταμορφώσεων του παλαιοπολεμιστικού κινήματος και μας προσφέρει τον ιστορικό μίτο για να πλοηγηθούμε άνετα μέσα σε μια θάλασσα οργανώσεων με δεκάδες αρκτικόλεξα. Ακόμη περισσότερο, ο Μακρής κατάφερε να εντάξει το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών στις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου και να μας δώσει ένα σαφές περίγραμμα της διαπλοκής τους με την πολιτική εξουσία. Χάρις αυτά τα χαρακτηριστικά, το έργο του αποτελεί έργο αναφοράς, σημαντική συμβολή στην ιστορία του ελληνικού μεσοπολέμου που είμαστε βέβαιοι ότι θα αξιοποιηθεί δημιουργικά από τον ιστορικό του μέλλοντος.
Το βιβλίο συνοδεύεται από ένα φωτογραφικό ένθετο με πρωτότυπες φωτογραφίες παλαιών πολεμιστών, αλλά και τεκμηρίων από την ιστορική πορεία των οργανώσεών τους. Στο τέλος το βιβλίο έχει ένα χρήσιμο περίγραμμα με τα συνέδρια των Παλαιών Πολεμιστών που έχουν αναφερθεί αναλυτικά στη μελέτη.
Σε μια επόμενη έκδοση θα θέλαμε και ένα χρονολογικό κατάλογο με τις οργανώσεις που ίδρυσαν οι Παλαιοί Πολεμιστές, με τον γενικό προσανατολισμό τους. Η ξενόγλωσση βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί ο Μακρής για να παρακολουθήσει το φαινόμενο σε ευρωπαϊκή κλίμακα, είναι αρκούντως εντυπωσιακή και θέτει τον πήχη της ιστορικής έρευνας σε νέα υψηλά επίπεδα για όλους μας.
Από το οπισθόφυλλο
Την 26η Οκτωβρίου 1940, δύο ημέρες πριν από την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλαίσιο των εορτασμών της 28ης επετείου από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκαν στην πόλη τα αποκαλυπτήρια του έφιππου ανδριάντα του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄. Από την τελετή θεωρούνταν αδιανόητο να απουσιάζουν οι «συμπολεμιστές Tου». Οι οργανώσεις των παλαιών πολεμιστών, των αναπήρων και των θυμάτων πολέμου κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο και συμμετείχαν στην καθιερωμένη παρέλαση. Η περίοπτη θέση που κατείχαν οι παλαίμαχοι στον δημόσιο βίο ήταν μια νέα πραγματικότητα, καθώς αυτοί συνιστούσαν ένα θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της μεσοπολεμικής κοινωνίας.
Οι παλαιοί πολεμιστές αποτέλεσαν έναν πυλώνα της κοινωνικής ιστορίας του Μεσοπολέμου, ωστόσο στη χώρα μας βρίσκονται εν πολλοίς στη λήθη της Ιστορίας. Το κοινωνικό αυτό ζήτημα αποτέλεσε αντικείμενο της παρούσας έρευνας η οποία εξετάζει την περίοδο 1912-1940 μέσα από τρεις κυρίως οπτικές: τους προνοιακούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν για τους παλαιμάχους, τις δραστηριότητες των οργανώσεων που αυτοί ίδρυσαν και τις διεθνείς επαφές τους, τη θέση τους στη συγκρότηση της θεσμικής μνήμης του πολέμου. Οι πτυχές αυτές εξετάζονται παράλληλα με πυκνές αναφορές στις αντίστοιχες διεθνείς εξελίξεις, καθώς σταθερή επιδίωξη της παρούσας έρευνας είναι η ένταξη της ελληνικής περίπτωσης στο διεθνές πλαίσιο.
Το βιβλίο «Οι κήρυκες της ιδέας του Έθνους: Παλαιοί πολεμιστές, ανάπηροι και θύματα πολέμου στην Ελλάδα: (1912-1940) Πρόνοια, οργανώσεις μνήμη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας και μπορείτε να το βρείτε εδώ: https://hestia.gr/biblia/istoria-and-politiki-el/oi-kirykes-tis-ideas-toy-ethnoys/