«Καλημέρα. Καλή εβδομάδα. Περίεργη και δυσάρεστη η ιστορία. Έχουν βγάλει κι ένα σωρό αναρτήσεις που είναι οριακές», έλαβα πρωί-πρωί Δευτέρας μήνυμα στο messenger για τις Ανακοινώσεις των Πανηπειρωτικών Συλλόγων και Σωματείων, -που εξέδωσαν μετά από τα γεγονότα στους Βουλιαράτες ανήμερα 28ης Οκτωβρίου, τα οποία οδήγησαν στον θάνατο ενός Έλληνα από πυρά αλβανικών ειδικών δυνάμεων-, από έναν ολιγόλογο δημοσιογράφο μεγάλου αθηναϊκού μέσου που διακρίνεται για την ευθυκρισία και τη μετριοπάθειά του. «Οριακές είναι για εμάς, αν πάτε να ζήσετε μαζί τους τρία χρόνια, θα τους καταλαβαίνετε αλλιώς, τι έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια και τι τραβάνε», απήντησα από εκτίμηση στο πρόσωπό του. Το βίωμα δεν μεταδίδεται, το εσώτερο είναι άρρητο.
Μοιάζει οξύμωρο, αλλά δεν είναι, αποτελεί εγγενές ίδιον της ανθρώπινης φύσης. Ενώ ο σύγχρονος «δυτικός» άνθρωπος, το «υποκείμενο» του ευρωπαϊκού διαφωτισμού είναι γέννημα-θρέμμα του ιστορικού μορφώματος, του πολιτικού σχηματισμού του έθνους-κράτους, παρά ταύτα, εκείνο, εκείνος παρουσιάζει μία παροιμιώδη προπέτεια να το αναθεματίσει, να το εξοβελίσει. Αλλά ο σημερινός άνθρωπος, το δίκτυο των εννοιών και κατηγοριών που συγκροτούν την συνείδηση του, δεν ανατράφηκε και θέριεψε απλώς μέσα στο έθνος-κράτος, αλλά και δεν μπορεί να αξιωθεί, να στοχαστεί από ένα «έξω», ένα «επέκεινα».
Μία παλιά σοφή παροιμία έλεγε «Αν μαλώσεις με την πουτάνα, τις πουτανιές της θα σου χιάξει». Έτσι και για τον Κωνσταντίνο Κατσίφα, τον Έλληνα Μειονοτικό Βουλιαρατινό που έχασε τη ζωή του την 28η Οκτωβρίου στο χωριό που γεννήθηκε, την ώρα που λάμβαναν χώρα οι εορτασμοί της εθνικής ελληνικής επετείου παρουσία ελληνικής αντιπροσωπείας, ακούστηκαν πολλά και εγράφησαν περισσότερα. Εθνικιστής, μέλος εξτρεμιστικών οργανώσεων, έσχατη διέρρευσε και η φήμη ως ποινικού, από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη -φευ- της χώρας του. Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας ήταν πρωτίστως πατριώτης. Από καμία πηγή δεν προκύπτει η παραμικρή σχέση με κόμματα ή οργανώσεις, όπως και για την πλειονότητα των Βορειοηπειρωτών. Όσο για τις φήμες ότι αντιμετώπισε ποινικές κατηγορίες, ήσαν μισές και κουτσουρεμένες, καθώς είχε απαλλαχθεί από αυτές. Αλλά κυρίως, ο Κατσίφας δεν σκότωσε, μήτε πολύ περισσότερο προτίθετο να σκοτώσει. Με εκπαίδευση πρώην καταδρομέα, αν είχε κάτι τέτοιο σκοπό, θα το είχε καταφέρει καίρια.
«Ο Κωνσταντίνος σε αντίθεση με μέλη άλλων οργανώσεων, στο προφίλ του στο Facebook αναφέρεται μόνο στην πατρίδα, δεν καθυβρίζει μετανάστες, ομοφυλόφιλους, ρομά. Ούτε καν τους Αλβανούς. Καλέσματα στους Βορειοηπειρώτες κάνει προσπαθώντας να μιμηθεί τη Δέλτα, τον Δραγούμη, τον Παλαμά, ακόμη και τον Σολωμό. Κάπως παρωχημένα τώρα, αλλά γενεές Ελλήνων μεγάλωσαν με αυτά. Οι στρατιώτες που κοιμούνται στο νεκροταφείο του χωριού του, με τα ίδια ιδανικά έφτασαν εκεί», μου γραψε Χιμαραίος, που ζει στην Αθήνα και βιοπορίζεται σκαρώνοντας αλγόριθμους. Και συνέχισε: «Για την Παλαιστίνη τα ελληνικά ΜΜΕ αλυχτούν και εξανίστανται. Για την Βόρειο Ήπειρο κατάφεραν να μιλάει ουδείς». Το μόνο που επιθυμούν και επιδιώκουν σήμερα οι Βορειοηπειρώτες είναι η Αλβανία να γίνει κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτως ώστε ο τόπος τους, τα χωριά τους να «ενωθούν» με την Ελλάδα.
«Και δέκα χρόνια να μείνεις εδώ, όταν φύγεις, πάλι δεν θα έχεις καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτή τη χώρα» έλεγαν οι Έλληνες της αναγνωρισμένης εθνικής, -και όχι απλώς θρησκευτικής-, ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας κατά την τριετή παραμονή μου εκεί. Τα δικαιώματα τους στη γλώσσα, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό τους, τα σύμβολα, τα ήθη και τα έθιμά τους, τη θρησκεία, την πολιτική εκπροσώπηση, κατοχυρώνονται τόσο από το εσωτερικό, εθνικό δίκαιο της Αλβανίας με νόμο που ψηφίστηκε από το αλβανικό κοινοβούλιο το 2017, όσο και από τη Σύμβαση Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης που είχε υπογράψει η χώρα το 1999. Αρκεί όμως κανείς να διαβάσει τις ετήσιες Εκθέσεις του ΟΑΣE, για να έχει ακριβή εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στη γείτονα. Με όρους Διεθνών Σχέσεων, η αλβανική ηγεσία έχει εκπονήσει μια πολιτική «ασφαλειοποίησης» (securitization) της μειονότητας, δηλαδή αντιμετωπίζει τα μέλη της μειονότητας ως εσωτερικό εχθρό.
Για τους Έλληνες Μειονοτικούς της Νοτίου Αλβανίας, η σημαία δεν είναι σύμβολο. «Είναι η μάνα μας και ο πατέρας που θάψαμε, είναι ο αδελφός μας, είναι το σπίτι μας» σε μία περιοχή όπου είναι γηγενείς και διαβιούν για αιώνες. Ο Κωστής Παπαγιώργης είχε γράψει το «Περί μέθης» μετά από δεκαετή και πλέον θητεία στο ποτό. Όποιος δεν μπορεί να εξαγοράσει με το τομάρι του την αλήθεια των λόγων του, όποιον δεν του έχει τσουρουφλίσει η εμπειρία και το βίωμα τη γούνα του μεγαλοσχήμονος εγώ του, ας είναι πιο φειδωλός στις κρίσεις του. Των φρονίμων, λένε, ολίγα.
Μετά από τρεις ημέρες έλαβα εκ νέου σήμα στο messenger από φίλο που υπηρετεί σε πρωτεύουσα της Μέσης Ανατολής: «Όπως φαντάζεσαι, περίμενα με ιδιαίτερη αγωνία να δω αν θα γράψεις κάτι για αυτό που συνέβη την Κυριακή στους Βουλιαράτες. Νομίζω πως όσοι διαθέτουμε έστω και μικρή άμεση εμπειρία από την περιοχή και τη χώρα έχουμε συνεχώς στραμμένο το βλέμμα μας προς τα εκεί, τρεις μέρες τώρα. Τις προηγούμενες μέρες είχα διαβάσει και το άρθρο/ομιλία του καθηγητή Συρίγου, είχα δει και τη σχετική σου ανάρτηση/ανταπόκριση. Σε εσένα, τα γεγονότα της Κυριακής ανακάλεσαν στη μνήμη φιλοσοφικούς στοχασμούς. Σε εμένα έναν πεζό-στίχο του Διονύση Σαββόπουλου: “Ένας νεκρός στην αγκαλιά. Αδύνατο να τον αναστήσεις· ή να τον φορτωθείς”. Θυμάμαι κάθε χρόνο τέτοια μέρα τις κεραίες της επαγρύπνησής μου να είναι τεντωμένες, εναλλάσσοντας αλβανική και ελληνική τηλεόραση να μάθω όσο πιο έγκαιρα μήπως είχε συμβεί κάτι στον Νότο. Οι δυσχέρειες και οι παγίδες στη ροή και τη διασταύρωση της πληροφόρησης είναι τεράστιες σε ανάλογες περιπτώσεις – κι αυτό έγινε φανερότατο και την Κυριακή. Την τελευταία χρονιά που ήμουνα εκεί, βρέθηκα και εγώ στην τελετή στους Βουλιαράτες. Τα συναισθήματα δύσκολα περιγράφονται με λέξεις – μόνο βιώνονται. Το ξέρεις καλά κι εσύ. Η δε υπόθεση Γκούμα συνέβη τον Αύγουστο του 2010, στον προτελευταίο μήνα πριν από την αποχώρησή μου από τη χώρα – Παρασκευή πρωί χτύπησε το τηλέφωνό μου ενώ βρισκόμουν σε διακοπές, από Δευτέρα πρωί στο γραφείο κατέγραφα τα ατέλειωτα δημοσιεύματα και σχόλια, μία ή δύο μέρες μάλιστα έχοντας μείνει και χωρίς μεταφραστή. Μέσα προς τέλη Σεπτέμβρη κατέβηκα και στη Χειμάρρα για το μνημόσυνο. Θυμάμαι με ένα πικρό μειδίαμα τις αντιδράσεις των μη μυημένων φίλων στην Αθήνα όταν τους έδειχνα φωτογραφίες από τα δύο αυτά μου ταξίδια – ότι το μόνο που βρήκαν να σχολιάσουν ήταν κάποιες “πεζές” λεπτομέρειες, έτη φωτός μακριά από τις πραγματικές αισθήσεις των δύο χωροχρόνων: την τσάντα Louis Vuitton ενός γνωστού και σε εσένα προσώπου στους Βουλιαράτες, την άσχημη δόμηση στη Χειμάρρα. Δεν θα πω περισσότερα, αν και τριγυρνούν πολλά στο μυαλό μου. Θα αρκεστώ να καταθέσω αυτό που μου είπε Ελληνο-αλβανίδα φίλη, όχι τυπικώς ανήκουσα στη μειονότητα, από παραμεθόριο χωριό στα μισά των βουνών μεταξύ Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, και με ελληνική ταυτότητα λόγω σχολικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, που έχει μοιράσει πλήρως την ενήλικη ζωή της ανάμεσα στις δύο πατρίδες: “Όταν ήμουν στην Αλβανία, κάθε φορά που συνέβαινε κάτι σε έναν Αλβανό στην Ελλάδα, μου λέγαν οι φίλοι μου: τώρα, τι έχεις να μας πεις για την Ελλάδα και τους Έλληνες; Τώρα που είμαι στην Ελλάδα, ακούω τις ίδιες ακριβώς φράσεις, από τους Έλληνες, για την Αλβανία και τους Αλβανούς”. Καλή δύναμη σε όλα».