Βούλγαροι ή «Σλαβομακεδόνες»;

Η περίπτωση μέρους των σλαβόφωνων πληθυσμών της Ανατολικής Μακεδονίας
Hulton Deutsch via Getty Images

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αλλά σχεδόν «αθέατες» πλευρές του Μακεδονικού Ζητήματος είναι αυτή που αφορά την ταυτότητα των σλαβόφωνων πληθυσμών της Ανατολικής Μακεδονίας και συγκεκριμένα αυτών των νομών Δράμας και Σερρών καθώς στην περιοχή της Καβάλας η αντίστοιχη παρουσία υπήρξε ανέκαθεν μηδαμινή. Το τελευταίο δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίο αφού οι σλαβικοί πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο ελάχιστη σχέση είχαν με τη θάλασσα. Η περίφημη «έξοδος στο Αιγαίο» επομένως, ο για δεκαετίες πόθος του βουλγαρικού αλυτρωτισμού στη Μακεδονία και τη Θράκη αλλά και ο αντίστοιχος γιουγκοσλαβικός και από το 1991 η συνθηματολογία των Σκοπίων περί σλαβικής «Μακεδονίας του Αιγαίου» δεν είχαν ποτέ κάποιο εθνολογικό έρεισμα.

Το ενδιαφέρον μας ωστόσο σε αυτό το σύντομο σημείωμα περιορίζεται στο θέμα της ταυτότητας των σλαβόφωνων πληθυσμών που κατοικούσαν σε μία αγροτική ζώνη που μπορεί να οριστεί βόρεια της Δράμας και ανατολικά και βόρεια των Σερρών με επίκεντρο την περιοχή του Σιδηροκάστρου. Πέρα από το καθαρά επιστημονικό, ενδιαφέρον, το ζήτημα έχει αναπόδραστα και πολιτικές διαστάσεις.

Όπως είναι ήδη ευρύτατα γνωστό, το Μακεδονικό Ζήτημα ξεκίνησε ως μία ελληνοβουλγαρική διαμάχη για τις υπό οθωμανική τότε κατοχή Μακεδονία και Θράκη. Ορόσημο αυτής της διαμάχης αποτέλεσε η ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας, των Μητροπόλεων δηλαδή που αποσπάστηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1872, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη βουλγαρική εθνική αποδέσμευση από την πνευματική κηδεμονία του ελληνισμού. Η Βουλγαρία ως ανεξάρτητη Ηγεμονία από το 1878 έχοντας ήδη ενσωματώσει πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία το 1885 σύντομα στράφηκε προς τη Μακεδονία και τη Θράκη έχοντας ως βασικό επιχείρημα τη γλωσσική ταυτότητα ενός σημαντικού, αλλά απροσδιόριστου, αριθμού, αγροτικών στη μεγάλη τους πλειοψηφία πληθυσμών. Οι μέχρι τότε ταυτισμένοι με τον ελληνισμό μέσω του Πατριαρχείου σλαβόφωνοι αποτέλεσαν έτσι το μήλον της Έριδος. Πολύ σύντομα, η επιλογή εθνικής ταυτότητας, ελληνικής ή βουλγαρικής, συνδέθηκε με την παραμονή στο Πατριαρχείο ή την προσχώρηση στη βουλγαρική Εξαρχία.

Καθώς η Ανατολική Μακεδονία αποτελεί φυσική προέκταση της Βουλγαρίας προς τον νότο, διεκδικήθηκε εξαρχής σταθερά από αυτήν με τραγικά αποτελέσματα για τους Έλληνες κατοίκους αλλά, και για τον ίδιο τον σλαβόφωνο πληθυσμό που αν δεν είχε αποτελέσει το πρόσχημα του βουλγαρικού αλυτρωτισμού, θα μπορούσε να συμβάλει ειρηνικά στον γλωσσικό και ευρύτερα πολιτισμικό πλούτο της περιοχής.

Η βουλγαρική προπαγάνδα είχε αρχικά σημαντικές επιτυχίες, κυρίως σε ορισμένα χωριά των Σερρών που αποτέλεσαν προπύργια της δράσης των κομιτατζήδων. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο 1912-1913, η Βουλγαρία πέτυχε να καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία οπότε έχουμε και την Α΄ βουλγαρική κατοχή της περιοχής που έληξε το 1913 με τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο και την ήττα της Βουλγαρίας αφού όμως προηγήθηκε η μαζική σφαγή των κατοίκων του Δοξάτου στις 30 Ιουνίου 1913.

Στη μάχη των απογραφών του πληθυσμού, που αποτέλεσε ένα από τα κύρια όπλα της εθνικιστικής προπαγάνδας, η ταυτότητα των σλαβοφώνων της Ανατολικής Μακεδονίας παρουσιάζεται ως αδιαμφισβήτητα βουλγαρική για τη Βουλγαρία και ελληνική ή βουλγαρική εφόσον έχουν προσχωρήσει στην Εξαρχία για την Ελλάδα. Το ίδιο μαρτυρούν και ορισμένα αντικειμενικά δεδομένα, όπως είναι η ίδρυση και λειτουργία βουλγαρικών σχολείων σε αρκετές κοινότητες, ορισμένες από τις οποίες είναι γλωσσικά και εθνολογικά μεικτές.

Μετά την καταστροφική για τους Έλληνες εμπειρία της Β΄ βουλγαρικής Κατοχής της περιοχής (1916-1918) στο πλαίσιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συμφωνήθηκε το 1919 η «εθελουσία ανταλλαγή πληθυσμών» μεταξύ των δύο χωρών και πράγματι ένας σημαντικός αριθμός σλαβόφωνων κατοίκων της Ανατολικής Μακεδονίας κατέφυγε στη Βουλγαρία. Για την Ελλάδα, όσοι σλαβόφωνοι παρέμειναν στην ελληνική επικράτεια, θεωρήθηκε εύλογα μεν, αυθαίρετα δε, ότι είχαν ελληνική συνείδηση.

Θα ακολουθήσει, ωστόσο, το Πρωτόκολλο Πολίτη – Καλφώφ του 1924, που αφορούσε την αμοιβαία προστασία των μειονοτήτων με βάση το οποίο, επίσημα πλέον, αναγνωριζόταν βουλγαρική μειονότητα στην Ελλάδα, τα εκπαιδευτικά και θρησκευτικά δικαιώματα της οποίας θα έπρεπε να προστατεύονται. Η αναμενόμενη ωστόσο οξύτατη αντίδραση της Γιουγκοσλαβίας οδήγησε την Ελλάδα στην αναζήτηση τρόπων προκειμένου να απαγκριστρωθεί από την εφαρμογή του «φιλοβουλγαρικού» Πρωτοκόλλου. Έτσι, στην επόμενη απογραφή πληθυσμού, αυτή του 1928, ως δια μαγείας οι μέχρι τότε βουλγαρόφωνοι «εξαφανίζονται» για να εμφανιστεί μία «νέα» γλώσσα η «Μακεδονοσλαβική»!

Η Γ΄ βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας του 1941-1944 κατέδειξε με σαφή τρόπο τόσο τα όρια του βουλγαρικού αλυτρωτισμού όσο και το ανυπόστατο των ισχυρισμών των Σκοπίων περί ύπαρξης «εθνικής μακεδονικής μειονότητας» στην ελληνική Μακεδονία. Οι σλαβόφωνοι, που θα είχαν κάθε λόγο να λάβουν βουλγαρική ταυτότητα, καθώς έτσι απαλλάσσονταν από τα καταπιεστικά σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού μέτρα των βουλγαρικών αρχών, ήταν τελικά πολύ λιγότεροι από όσους υπολογίζονταν. Πολύ χαρακτηριστικά, ακόμη και σε αμιγώς σλαβόφωνα χωριά, δε δηλώθηκαν όλοι οι κάτοικοι ως Βούλγαροι. Εξάλλου, σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάστηκε στην Ανατολική Μακεδονία, όπως συνέβη στη Δυτική, εξαιτίας της γιουγκοσλαβικής προπαγανδιστικής δραστηριότητας, η οποιαδήποτε αυτονομιστική κίνηση. Το τέλος της Κατοχής σηματοδότησε και το οριστικό τέλος της σλαβοφωνίας στην περιοχή. Μετά από τρεις καταστροφικές βουλγαρικές κατοχές δεν υπήρχε πλέον περιθώριο για οποιαδήποτε εκδήλωση θα μπορούσε να ανανεώσει τις βουλγαρικές διεκδικήσεις.

Δημοφιλή