Με τα ήδη συνωστισμένα ελληνικά κέντρα υποδοχής μεταναστών και προσφύγων να βρίσκονται αντιμέτωπα με νέα, εκρηκτικά προβλήματα, κορυφαία νομική σύμβουλος της ΕΕ δήλωσε την Πέμπτη πως η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Τσεχία παραβίασαν τη νομοθεσία της ΕΕ, αρνούμενες να συμμορφωθούν με το πρόγραμμα ποσόστωσης των προσφύγων, που προορίζεται για την αντιμετώπιση τέτοιων προκλήσεων.
Η νομική αυτή γνωμοδότηση «χτυπά» στην καρδιά της μεταναστευτικής/ προσφυγικής κρίσης- την προσπάθεια για διαμόρφωση μιας ενιαίας μεταναστευτικής πολιτικής- σε μια πρόκληση η οποία επανεμφανίζεται, καθώς η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με μια νέα εκτίναξη στις αφίξεις προσφύγων και μεταναστών.
Η γενική εισαγγελέας, Έλινορ Σάρπστον, σύστησε το Δικαστήριο της ΕΕ – το ανώτατο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης - να αποφανθεί πως η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία «έχουν αποτύχει να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της νομοθεσίας της ΕΕ» για την υποδοχή προσφύγων. Τέτοιου είδους νομικές γνωμοδοτήσεις δεν είναι νομικά δεσμευτικές, ωστόσο το δικαστήριο συχνά τις ακολουθεί.
Στο μεταξύ, η Ντούνια Μιγιάτοβιτς, επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Συμβούλιο της Ευρώπης, εξέφρασε την άποψή της μετά από πενθήμερη επίσκεψη σε κέντρα υποδοχής μεταναστών και προσφύγων σε ελληνικά νησιά.
«Η κατάσταση των μεταναστών, περιλαμβανομένων των αιτούντων άσυλο, στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, έχει επιδεινωθεί δραματικά μέσα στους τελευταίους 12 μήνες» είπε η Μιγιάτοβιτς. «Πρόκειται για μια εκρηκτική κατάσταση».
Η ίδια ζήτησε από την Αθήνα να αντιμετωπίσει το ζήτημα των κακών συνθηκών διαβίωσης στους καταυλισμούς, ειδικά στα νησιά της Λέσβου και της Σάμου και στην Κόρινθο, όπου οι άνθρωποι περιμένουν σε ουρές για ώρες για να πάρουν φαγητό ή να χρησιμοποιήσουν τουαλέτες, «όταν είναι διαθέσιμες».
«Αυτό δεν έχει πλέον να κάνει με την υποδοχή αιτούντων άσυλο» είπε. «Έχει εξελιχθεί σε αγώνα επιβίωσης».
Το 2015 οι χώρες της ΕΕ είχαν συμφωνήσει στη μετεγκατάσταση 160.000 προσφύγων από την Ιταλία και την Ελλάδα, οι οποίες σήκωναν το βάρος της άφιξης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών, κυρίως από τη Συρία. Η απόφαση εκείνη είχε ληφθεί σε ψηφοφορία που απαιτούσε πλειοψηφία 2/3. Η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία ήταν μεταξύ μιας μικρής ομάδας χωρών που ψήφισαν εναντίον. Η Ουγγαρία και η Σλοβακία, επικαλούμενες προβληματισμούς εθνικής ασφαλείας, αμφισβήτησαν νομικά την ψηφοφορία, χωρίς επιτυχία.
Σύμφωνα με τη Σάρπστον, αν η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία είχαν προβληματισμούς εθνικής ασφαλείας ή δημόσιας τάξης σχετικά με μετανάστες θα έπρεπε να τους είχαν απορρίψει κατά περίπτωση αντί να αγνοούν όλες τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά στη μετεγκατάσταση. Όπως είπε, το σχέδιο της ΕΕ περιελάμβανε αρκετές δικλείδες ασφαλείας για την αντιμετώπιση κινδύνων ασφαλείας.
«Το να αθετούνται αυτές οι υποχρεώσεις επειδή, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι ευπρόσδεκτες ή αντιδημοφιλείς, είναι ένα επικίνδυνο πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της κατάρρευσης της τακτικής και δομημένης κοινωνίας που κυβερνάται με βάση το γράμμα του νόμου» αποφάνθηκε η Σάρπστον, σύμφωνα με δικαστικό έγγραφο. «Η αρχή της αλληλεγγύης αναπόφευκτα κάποιες φορές συνεπάγεται την αποδοχή του διαμοιρασμού βαρών».
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της ΕΕ, η Ελλάδα είναι μεταξύ των πλέον πιεσμένων σημείων εισόδου της Ευρώπης, με πάνω από 47.500 αφίξεις φέτος ως τις 6 Οκτωβρίου- άνοδο της τάξης του 29% σε σχέση με το 2018. Ωστόσο, παρά την πίεση που δέχεται η χώρα, η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία εμφανίζονται αμετακίνητες, αν και το δικαστήριο μάλλον θα τις κρίνει ένοχες για παραβίαση των νόμων της ΕΕ. Το κόμμα Fidesz του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν προέτρεψε την κυβέρνηση να «αντισταθεί σε κάθε πίεση, είτε έχει νομική είτε άλλη αμφίεση, στο θέμα των ποσοστώσεων για τους μετανάστες».
Η πολωνική κυβέρνηση υποστηρίζει πως αρνήθηκε να συμμετέχει στο σχέδιο επειδή είχε προβλήματα και προέκυπταν προβληματισμοί ασφαλείας. Εκπρόσωπός της είπε πως σκοπός της κυβέρνησης ήταν να προστατέψει τα συμφέροντα των Πολωνών πολιτών και να αμυνθεί απέναντι στην «ανεξέλεγκτη μετανάστευση».
Ο Τσέχος πρωθυπουργός Αντρέι Μπάμπις είπε ότι η κυβέρνησή του μελετά τη γνωμοδότηση και σημείωσε πως δεν είναι νομικά δεσμευτική. Στο παρελθόν είχε χαρακτηρίσει τα σχέδια περί ποσόστωσης «απαράδεκτα και διχαστικά».