Τις τελευταίες εβδομάδες παρατηρείται μια ριζική αλλαγή συμπεριφοράς στο διεθνές πολιτικό σκηνικό εκ μέρους της Βορείου Κορέας. Το απομονωμένο, ολοκληρωτικό κράτος, που για πολλά χρόνια είχε συνηθίσει τη διεθνή κοινότητα σε αλλοπρόσαλες συμπεριφορές και ωμές επιδείξεις πυρηνικής (και όχι μόνο) ισχύος, φαίνεται να κάνει μια απότομη στροφή στην εξωτερική του πολιτική. Μετά την ιστορική συνάντηση των ηγετών των δύο χωρών στις 27 Απριλίου 2018, ο Κιμ Γιονγκ - Ουν ανακοίνωσε πως η χώρα του θα σταματήσει τις πυρηνικές δοκιμές. Τα δύο κράτη συμφώνησαν να εργαστούν για την αποπυρηνικοποίηση της κορεατικής χερσονήσου, συζητούν για οικονομική συνεργασία και το σημαντικότερο, ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε πως έχει οριστεί ημερομηνία και τοποθεσία για την επικείμενη συνάντηση ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και στον ηγέτη της Β. Κορέας.
Τι άλλαξε; Ο “τρελός” και “ψυχοπαθής” Κιμ ξαφνικά επέστρεψε στη λογική; Η Β. Κορέα αποφάσισε να γίνει “κανονικό κράτος”; Είναι τα πρόσφατα γεγονότα ενδείξεις φιλελευθεροποίησης και της χώρας ή ακόμη και αλλαγής καθεστώτος; Η μια στρατηγική κίνηση του βορειοκορεατικού καθεστώτος για να εξασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση σε έναν ολοένα και λιγότερο σταθερό κόσμο;
Για να κατανοήσει κάποιος την εξωτερική πολιτική της Β. Κορέας, τουλάχιστον μέχρι τους τελευταίους δύο μήνες, πρέπει να λάβει υπόψη την δεινή γεωπολιτική θέση στην οποία βρέθηκε το κράτος αυτό μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αν και η φράση “οικονομική ανάπτυξη” δεν είναι το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε όταν ακούμε για τη Β. Κορέα, η οικονομία της χώρας ήταν σε γενικά καλή κατάσταση μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (μάλιστα, ίσως ήταν καλύτερα από τη Ν. Κορέα, μέχρι τα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’60). Η Σοβιετική Ένωση και η Κίνα, οι οποίες έσωσαν το καθεστώς από σίγουρη ήττα στα χέρια των ΗΠΑ και των συμμάχων τους το στον Πόλεμο της Κορέας (1950 - 1953), του παρείχαν γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια, ώστε η κομμουνιστική κυβέρνηση να καταφέρει να πετύχει ένα σημαντικό βαθμό εκβιομηχάνισης και εκσυγχρονισμού της μέχρι τότε αγροτικής οικονομίας της χώρας και να εδραιώσει την εσωτερική κυριαρχία της, με κύριους πυλώνες την αντιαμερικανική προπαγάνδα, την λατρεία της κυβερνώσας δυναστείας των Κιμ και τη δημιουργία ενός στρατιωτικοποιημένου, ολοκληρωτικού κράτους. Επίσημη ιδεολογία έγινε (και παραμένει) το λεγόμενο “Τζούτσε” (Juche), το οποίο μεταφράζεται γενικά ως “αυτάρκεια” και αποτελεί μία παράδοξη ανάμιξη μαρξισμού - λενινισμού και κορεατικού εθνικισμού και παραδοσιοκρατίας.
Όλα άλλαξαν όμως όταν ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε και η Σοβιετική Ένωση έπαψε να υπάρχει. Η διακοπή της παροχής σοβιετικής βοήθειας, σε συνδυασμό με την κακοδιαχείριση και τις εγγενείς αδυναμίες του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού οδήγησαν στον μεγάλο λιμό της περιόδου 1994 - 1998. Η οικονομία της χώρας κατέρρευσε και μέχρι το 2000, 240,000 με 3,500,000 άνθρωποι ήταν νεκροί από τις ασθένειες και τον υποσιτισμό, σε έναν πληθυσμό 22,000,000. Η χώρα μέχρι και σήμερα δεν έχει καταφέρει να επανακτήσει τη δυνατότητα της επαρκούς παραγωγής τροφίμων και βασίζεται κυρίως στην περιορισμένη εξωτερική ανθρωπιστική βοήθεια, κυρίως από την Κίνα, για να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού (Περισσότερες πληροφορίες για την παροχή τροφίμων στη Β. Κορέα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μπορούν να βρεθούν εδώ).
Η διεθνής θέση της χώρας όμως ήταν ακόμα χειρότερη. Το βορειοκορεατικό καθεστώς ήταν διεθνώς απομονωμένο, χωρίς αξιόπιστους συμμάχους και με μεγαλύτερο εχθρό το ισχυρότερο στρατιωτικά κράτος του πλανήτη, τις ΗΠΑ, οι οποίες την περίοδο αυτή, λόγω του μονοπολισμού δεν είχαν αντίπαλο δέος. Η Κίνα εξακολουθούσε να στηρίζει τη Β. Κορέα προκειμένου να κρατήσει μακριά από τα νότια σύνορά της τις ΗΠΑ, αλλά είχε εγκαταλείψει την ψυχροπολεμική κομμουνιστική ορθοδοξία, είχε ενταχθεί στο διεθνές καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα και μάλλον έβλεπε τον κορεατικό σύμμαχό της περισσότερο σαν ένα αναγκαίο κακό. Η ένταξη της Β. Κορέας από τις ΗΠΑ στον λεγόμενο “Άξονα του Κακού” του G. W. Bush, μαζί με το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία, τη Κούβα και τη Λιβύη (οποιαδήποτε σύνδεση με πρόσφατες εξελίξεις μάλλον δεν είναι συμπτωματική) και οι αμερικανικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, έδωσαν στο καθεστώς μια γεύση του ποια επρόκειτο να είναι η μοίρα του αν δεν ενίσχυε με κάποιο τρόπο τη διεθνή του θέση. Δεδομένης της εξαιρετικά αδύναμης οικονομικής και στρατιωτικής θέσης της χώρας και του επακόλουθου χάσματος ισχύος ανάμεσα σε αυτή και του αντιπάλους της, μόνη λύση ήταν η δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου (το πυρηνικό πρόγραμμα της Β. Κορέας κατά πάσα πιθανότητα είχε ξεκινήσει μυστικά από τη δεκαετία του ’80 και το καθεστώς είχε εκφράσει την επιθυμία για απόκτηση πυρηνικών όπλων από το 1962).
Την περίοδο 2006 - 2017, η Β. Κορέα προέβη σε συνεχείς πυρηνικές δοκιμές, ειδικά από το 2011, όταν ανέλαβε την εξουσία ο Κιμ Γιονγκ - Ουν. Η ένταση με τις ΗΠΑ αυξήθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα, ιδιαίτερα μετά την ανακοίνωση του καθεστώτος τον Δεκέμβριο του 2015 ότι προχώρησε σε δοκιμή βόμβας υδρογόνου. Η ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Τραμπ, χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο την κατάσταση, με προσωπικές προσβολές μάλιστα ανάμεσα στους δύο ηγέτες και απειλή εκ μέρους της Β. Κορέας για πυρηνικό χτύπημα σε αμερικανικό έδαφος, σε σημείο που να γίνεται λόγος για επικείμενο πόλεμο.
Τι άλλαξε λοιπόν τις τελευταίες εβδομάδες; Πιθανότατα, ο Κιμ θεωρεί πως η πολιτική του επιβίωση είναι εξασφαλισμένη, λόγω των πυρηνικών όπλων και με αυτό το διπλωματικό χαρτί επιθυμεί να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να αποκομίσει όσα περισσότερα οφέλη είναι δυνατόν, προκειμένου να βγει η χώρα του από τη δύσκολη οικονομική θέση. Άλλωστε, η συμπεριφορά του κατά τα προηγούμενα έτη είναι μάλλον λογική, αν τη δει κάποιος ως επίδειξη ισχύος ενός απομονωμένου καθεστώτος που μάχεται για την επιβίωσή του.
Ένας ακόμη όρος που ενδέχεται να θέσει η Β. Κορέα είναι η απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων από την κορεατική χερσόνησο, που αν και δεν αποτελούν άμεση απειλή, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, αποτελούν εντούτοις μόνιμη πηγή ανησυχίας για το καθεστώς. Θα το δεχτεί αυτό η Νότια Κορέα; Είναι μάλλον απίθανο, καθώς η παρουσία του αμερικανικού στρατού αποτελεί εγγύηση ασφάλειας για τη χώρα. Ταυτόχρονα όμως, η Ν. Κορέα δεν θέλει οι στρατιωτικές εντάσεις να απειλήσουν την οικονομική της ευημερία, οπότε είναι πιθανό να αποδεχτεί ως ένα βαθμό τους όρους του Βορρά, με λιγότερη αλλά αποτελεσματική αμερικανική παρουσία.
Η Κίνα, τέλος, στην οποία το βορειοκορεατικό καθεστώς οφείλει ως επί το πλείστον την επιβίωσή του, επιθυμεί και αυτή την απομάκρυνση των Αμερικανών από την περιοχή. Η Κίνα ήταν υποχρεωμένη μέχρι και σήμερα να παίζει ένα δύσκολο διπλωματικό παιχνίδι, καθώς από τη μια πλευρά έπρεπε να διατηρεί με κάθε τρόπο την απαραίτητη για την ανάπτυξή της οικονομική σχέση με τις ΗΠΑ αλλά ταυτόχρονα και να στηρίζει το καθεστώς της Β. Κορέας ως buffer ανάμεσα στην ίδια και τον αμερικανικό στρατό, μια τακτική που, εκτός από ένταση με τις ΗΠΑ, προκαλούσε ζημιά στη διεθνή εικόνα της χώρας λόγω της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής της Β. Κορέας. Μια συμφωνία σαν αυτή που αναφέρθηκε παραπάνω (ομαλοποίηση των σχέσεων Βορείου και Νοτίου Κορέας, μερική απομάκρυνση των Αμερικανών) θα ήταν εξαιρετική εξέλιξη για την Κίνα, η οποία πιθανώς θα κάνει ό,τι μπορεί για να στρέψει προς αυτή τη κατεύθυνση τη διαπραγμάτευση.
Εν κατακλείδι, παρά τον γενικό ενθουσιασμό για τη συνεννόηση των δυο κρατών, οι εμπλεκόμενοι παίκτες είναι πολύ περισσότεροι και τα συμφέροντα εν πολλοίς αντικρουόμενα. Μένει να φανεί αν η κορεατική χερσόνησος οδεύει προς μια μακρά περίοδο σταθερότητας ή αν οι στιγμές που ζούμε αποτελούν απλώς ένα μικρό διάλλειμα ειρήνης.