Δεν ξέρω καν αν συζητάμε πια μεταξύ μας. Συναντιόμαστε, δεν αμφιβάλλω. Μιλάμε για τον καιρό, για τους ανθρώπους στη Μάνδρα και στη Μαγούλα, για το κοινωνικό μέρισμα, για τις περικοπές που θα έρθουν το ’18 και το ’19.
Είμαστε εθισμένοι σε ορολογία τρόικας και υπουργείου Οικονομικών, απολαμβάνουμε τα αστεία ελληνικά του Τσακαλώτου, το «κολγκέιτ» χαμόγελο του πρωθυπουργού, «σκιαζόμαστε» από τις κατά καιρούς δηλώσεις του Καμμένου.
Μετράμε απώλειες γύρω μας, στα ανοικτά των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Ο πόνος της Μεσογείου αβάσταχτος. Μας διχάζει το προσφυγικό και η αντιμετώπισή του, τρομάζουμε με τους τζιχαντιστές μήπως και ζουν ανάμεσά μας, ανησυχούμε για τα Σκόπια, για τις δηλώσεις του Αλβανού προέδρου, για τον τουρκικό μεγαλοϊδεατισμό, ένας υφέρπων πατριωτισμός μας πνίγει, αλλά τίποτα το σπουδαίο, το ανατρεπτικό.
Μιλάμε με στόμφο κι αδιάκοπη εναντίωση, αλλά και με φόβο – φαίνεται άλλωστε στις ανεπαίσθητες συσπάσεις των ματιών. Ο λόγος μας δεν είναι αναθεωρητικός των χαμένων αξιών των γονιών μας, κι αίφνης το μόνο που μας ενδιαφέρει, είναι να ξορκίσουμε τη μιζέρια και τον πόνο των άλλων.
«Ορισμένοι είναι αποφασισμένοι να κάνουν τα πάντα για να μη συγκινηθούν», γράφει η Σούζαν Σόνταγκ στο βιβλίο της «Παρατηρώντας τον πόνο των άλλων».
Η ζωή όμως είναι εδώ, πότε σφριγηλή και ωραιοποιημένη, πότε ισχνή και αυθάδης, όπως συμβαίνει άλλωστε σε περιόδους κοινωνικής γαλήνης ή σε καταστάσεις πολέμου και βίας.
Και τώρα δηλαδή τι έχουμε; Ένα είδος πολέμου; Ποιος θα ορίσει το πλαίσιο της παρούσας ζωής; Σε τέτοιες περίεργες περιόδους γίνονται πολλαπλές και πολυεπίπεδες ζυμώσεις προκειμένου όλοι μαζί να γυρίσουμε σελίδα.
Φοβάμαι, όμως, πως μας διαφεύγει η ουσία.
Όλον αυτόν τον καιρό, θα’ πρεπε να έχουμε μετρήσει τις αξίες που εγκαταλείψαμε μεσούσης της κρίσης. Τη σύμφυτη με την εσωτερική επάρκεια πορεία μας προς το μέλλον, την ευθύνη μας ως μονάδες, την ευθύνη μας μέσα στο σύνολο, την αναγκαία και ισότιμη συμπόρευση. Όχι ότι είχαμε φτάσει σε ένα σημείο ακέραιης μέτρησης. Κάθε άλλο. Όμως βιώναμε μια μεταβατική εποχή και πολλοί από μας στήναμε τις βάσεις για την ύλη της πραγματικής δημιουργίας που είχαμε θέσει ως απώτερο στόχο.
Μια κοινωνία, όμως, για να αντέξει και να εξελιχθεί σε ανθηρή, χρειάζεται πλαίσιο αξιών που θα στοχεύουν στην συνεχή καλλιέργεια και εκγύμναση του νου, κι όπου κανείς ή σχεδόν κανείς δεν θα οδοιπορεί στο περιθώριο. Αντ’ αυτού, εμείς, σήμερα πια, αταβιστικά ανοιγοκλείνουμε το πορτοφόλι, πατάμε πλήκτρα στα ATM, την ίδια ώρα που αβίαστα εκχωρούμε δικαιώματα σε πολιτικές οντότητες με αμφισβητούμενη διαχειριστική ικανότητα.
Στο έργο του «Rosmersholm», ο Νορβηγός δραματουργός Ερρίκος`Ιψεν βάζει τον πρωταγωνιστή να ρωτήσει τον εξουθενωμένο γερο–Βρέντελ:
«Μήπως θα μπορούσα να σε βοηθήσω»;
Και ο Βρέντελ απαντά: «Αν μπορούσες να μου διαθέσεις ένα ιδανικό ή ένα ζευγάρι μεταχειρισμένα ιδανικά, θα έκανες καλή πράξη».
Ναι, αναζητούμε ένα ζευγάρι ιδανικά. Και ελαφρώς μεταχειρισμένα, δεν θα τα αρνηθούμε. Κυρίως για να τα προσφέρουμε στους νέους. Σ′ αυτούς που έρχονται με ορμή κατά πάνω μας και μέσα από σκόρπιες κινήσεις αναζητούν απαντήσεις για το τι είναι θεμιτό και τι αθέμιτο, τι ηθικό και τι ανήθικο, για το τι θα μπορούσε να σημαίνει κοινωνική καταξίωση και κοινωνική δικαιοσύνη στον καινούργιο κόσμο που σπεύδει. Να τους βοηθήσουμε να αποκλείσουν απ’ τον ορίζοντά τους τα «έτοιμα σχήματα». Μα κυρίως να μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στην ουσιαστική μοναξιά του ατόμου και τη διάθεση να αποσύρονται για να σκεφτούν, να βάλουν τάξη στα πρέπει και τα θέλω.
Δεν ζούμε πια σε εποχές όπου οι άνθρωποι θυσίαζαν τις ζωές τους για να περάσουν καλύτερα οι νεότεροι. Γι’ αυτό και παρ’ ότι γνωρίζουμε πως δεν ανήκουν στο χώρο της λογικής, εμείς αναζητούμε ένα ζευγάρι ιδανικά, έστω και μεταχειρισμένα να τα δωρίσουμε στο μέλλον. Για να ανατραπεί η έννοια της κλεψύδρας, όπως την ξέραμε, για να υπερισχύσει ο ηρωισμός του πνεύματος, για να αποχωριστεί ο άνθρωπος το φανταστικό του σώμα… μα κυρίως για να σβηστεί από τον χάρτη το χομπσιανό δόγμα «όλοι εναντίον όλων».