Ένας Ρώσος πρώην διπλός κατάσκοπος, ο οποίος έχει καταδικαστεί για προδοσία στη Μόσχα, νοσηλεύεται σήμερα σε κρίσιμη κατάσταση σε βρετανικό νοσοκομείο μετά την έκθεσή του σε άγνωστη ουσία, με την αστυνομία να δηλώνει ότι θα πρέπει να «αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις απειλής».
Ο Σεργκέι Σκριπάλ, ένας πρώην συνταγματάρχης του GRU, της υπηρεσίας Πληροφοριών του ρωσικού στρατού, έλαβε άσυλο στη Βρετανία έπειτα από ανταλλαγή του το 2010 με Ρώσους κατασκόπους οι οποίοι συνελήφθησαν στη Δύση σε μια ψυχροπολεμικού τύπου διαδικασία στον ασφαλτοτάπητα του αεροδρομίου της Βιέννης.
Επί σχεδόν δέκα χρόνια πριν αποκαλυφθεί, ο Σεργκέι Σκριπάλ μετέδιδε στις βρετανικές υπηρεσίες πληροφορίες για τον ρωσικό στρατό. Κατέφυγε στην Αγγλία έπειτα από μια ηχηρή ανταλλαγή κατασκόπων.
Ο 66χρονος άνδρας που νοσηλεύεται από την Κυριακή «σε κρίσιμη κατάσταση» για «έκθεση σε τοξική ουσία» ταυτοποιήθηκε ως ο Σεργκέι Σκριπάλ από τον βρετανό υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος διευκρίνισε πως ο πρώην κατάσκοπος συνοδευόταν από την κόρη του, την 33χρονη Γιούλια.
Αμφότεροι «βρέθηκαν αναίσθητοι την Κυριακή σ′ ένα εμπορικό κέντρο», σύμφωνα με τον υπουργό.
Παρότι οι βρετανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για το κοινό, η αστυνομία απαγόρευσε την πρόσβαση στην περιοχή όπου βρέθηκε ο πρώην κατάσκοπος καθώς και προληπτικά σε μια πιτσαρία με την επωνυμία Zizzi στο κέντρο του Σάλσμπερι. Κάποιοι από τους ερευνητές φορούσαν ολόσωμες κίτρινες στολές χημικής προστασίας.
«Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε: οι Ρώσοι εξόριστοι δεν είναι αθάνατοι. Όλοι τους πεθαίνουν και υπάρχει η τάση για θεωρίες συνωμοσίας. Αλλά ταυτόχρονα θα πρέπει να γνωρίζουμε τις καταστάσεις απειλής», δήλωσε ο Μαρκ Ρόουλι, ο ανώτατος αξιωματούχος της βρετανικής αντιτρομοκρατικης υπηρεσίας, στο ραδιόφωνο του BBC προτού αναφερθεί στη δολοφονία του Αλεξάντερ Λιτβινένκο.
Καριέρα διπλού πράκτορα
Ο Σεργκέι Σκριπάλ είχε κάνει μακρά σταδιοδρομία στους κόλπους της GRU, της τρομερής υπηρεσίας πληροφοριών του ρωσικού στρατού, μέχρι που έφτασε στον βαθμό του συνταγματάρχη. Το 1999 πέρασε από το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια πριν γίνει καθηγητής στην Στρατιωτικο-διπλωματική Ακαδημία του υπουργείου Άμυνας.
Η προνομιούχα θέση του είχε προσελκύσει την προσοχή των βρετανικών υπηρεσιών πληροφοριών, οι οποίες τον στρατολόγησαν το 1995, σύμφωνα με τις δηλώσεις του στη ρωσική δικαιοσύνη.
Από το έτος αυτό και μέχρι τη σύλληψή του το 2004, είχε αποκαλύψει την ταυτότητα πολλών δεκάδων ρώσων μυστικών πρακτόρων που επιχειρούσαν στην Ευρώπη, καθώς και πληροφορίες αναφορικά με τις ρωσικές στρατιωτικές μονάδες και την πολεμική τους ετοιμότητα.
Σε αντάλλαγμα έλαβε 100.000 δολάρια μέσω τραπεζικού λογαριασμού στην Ισπανία.
Μια πρωτοφανής ανταλλαγή κατασκόπων
Στη διάρκεια της δίκης του, ο Σκριπάλ είχε παραδεχθεί την ενοχή του. Καταδικάσθηκε τον Αύγουστο 2006 σε 13 χρόνια φυλάκισης με αυστηρό καθεστώς και του αφαιρέθηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη.
Το 2010, η θεαματική σύλληψη στις ΗΠΑ 10 ρώσων πρακτόρων «εν υπνώσει», μεταξύ των οποίων η διάσημη κατάσκοπος Άννα Τσάπμαν, επανέφερε τον Σεργκέι Σκριπάλ στο κέντρο της προσοχής.
Η Τσάπμαν ήταν μια από τις 10 κατασκόπους που επιχείρησαν να ενταχθούν στην αμερικανική κοινωνία σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουν πρόσωπα με εξουσία και να αποσπάσουν μυστικά. Και οι δέκα συνελήφθησαν από το FBI το 2010.
Κατά την επιστροφή τους οι ρώσοι κατάσκοποι έγιναν δεκτοί στη Μόσχα ως ήρωες. Ο Πούτιν, ο οποίος υπήρξε και ο ίδιος πρώην κατάσκοπος της KGB που είχε υπηρετήσει στην τότε Ανατολική Γερμανία, τραγούδησε μαζί τους πατριωτικά τραγούδια.
Ο Σκριπάλ ωστόσο θεωρήθηκε από τη Μόσχα προδότης. Πιστεύεται ότι έχει προκαλέσει σοβαρή ζημιά στα ρωσικά δίκτυα κατασκοπείας στη Βρετανία και γενικά στην Ευρώπη.
Μαζί με τον Ιγκόρ Σουτιάγκιν, ερευνητή που είχε καταδικασθεί σε κάθειρξη 15 ετών για κατασκοπεία προς όφελος των ΗΠΑ, τον Αλεξάντρ Ζαπαρόσκι, πρώην συνταγματάρχη των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 18 ετών για τον ίδιο λόγο, και τον Γκενάντι Βασιλένκο, πρώην πράκτορα της KGB καταδικασμένο σε φυλάκιση 3 ετών για παράνομη κατοχή όπλων, ανταλλάχθηκε με τους 10 ρώσους πράκτορες.
Μετά την ιστορική αυτή ανταλλαγή, τη σημαντικότερη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κατέφυγε στην Αγγλία όπου ζούσε μια διακριτική ζωή.
Το Κρεμλίνο διαβεβαίωσε πως δεν έχει «καμιά πληροφορία». «Γνωρίζετε γιατί ήταν στη Δύση, έπειτα από ποιες πράξεις και ποιες αποφάσεις, δεν θα επανέλθω σ′ αυτό. Και τώρα παρατηρούμε πως συνέβη μια τραγική κατάσταση», δήλωσε στους δημοσιογράφους εκπρόσωπος του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η υπόθεση Λιτβινένκο
Όμως οι αποκαλύψεις για ενδεχόμενη δηλητηρίαση επανέφεραν στη μνήμη την υπόθεση Λιτβινένκο, από το όνομα ενός πρώην πράκτορα των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών (FSB) και επικριτή του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος δηλητηριάσθηκε το 2006 στο Λονδίνο με πολώνιο-210, μια εξαιρετικά τοξική ραδιοενεργή ουσία.
Έρευνα που διεξήχθη στη Βρετανία οδήγησε στις ρωσικές αρχές, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε «πιθανόν εγκρίνει» τον φόνο του πρώην κατασκόπου, μια κατηγορία που χαρακτηρίσθηκε «αστεία» από τη Μόσχα.
Στην περίπτωση του Σεργκέι Σκριπάλ, «δεν αντιπροσωπεύει πλέον κίνδυνο για τη Ρωσική Ομοσπονδία», διαβεβαίωσε ο πρώην μυστικός πράκτορας και πλέον βουλευτής Αντρέι Λουγκοβόι, τον οποίο η βρετανική αστυνομία θεωρεί ύποπτο ότι δηλητηρίασε τον Λιτβινένκο μαζί με τον Ντμίτρι Κοβτούν.
«Η σύγκρουση τελείωσε: συνελήφθη, καταδικάσθηκε, κατέθεσε, μετά του δόθηκε χάρη και επεστράφη», εξήγησε στο πρακτορείο RIA-Novosti.
Σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Interfax, ο Ντμίτρι Κοβτούν κατήγγειλε «μια πρόκληση των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών με στόχο να δυσφημήσουν τις ρωσικές αρχές τις παραμονές των προεδρικών εκλογών» που θα διεξαχθούν στη Ρωσία στις 18 Μαρτίου.
«Δεν είναι πιθανό να ήθελαν να τον σκοτώσουν οι μυστικές υπηρεσίες, ήταν ένα τίποτα, σε αντίθεση με τον Λιτβινένκο με τον οποίο ήταν δυνατό να δημιουργηθεί ένα πολύ σοβαρό πολιτικό σκάνδαλο, όπως συνέβη», δήλωσε ο Αλεξάντρ Μιχαήλοφ, απόστρατος στρατηγός των υπηρεσιών πληροφοριών της FSB.
Ο θάνατος του Αλεξάντρ Λιτβινένκο, την 1η Νοεμβρίου 2006, είχε προκαλέσει σοβαρή διπλωματική κρίση ανάμεσα στη Μόσχα και το Λονδίνο.
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP)