Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης από το 2008 και μετά σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει αναδυθεί ένας νέος όρος, αυτός των working poor. Αυτή η κατηγορία χαρακτηρίζει μία μερίδα πληθυσμού που μολονότι εργάζεται, αμείβεται κάτω από το σχετικό όριο φτώχειας. Ο όρος working poor είναι πιο κοντά στον ευρωπαϊκό δείκτη μέτρησης φτώχειας, την σχετική φτώχεια, που για να θεωρηθεί κάποιος φτωχός θα πρέπει να διαθέτει εισόδημα κάτω από το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.
Από τα βασικότερα αίτια ανόδου του συγκεκριμένου φαινομένου ήταν η ραγδαία άνοδος της ανεργίας, η αύξηση των μορφών εργασίας μερικής απασχόλησης και τα μέτρα λιτότητας. Αναμφίβολα, το φαινόμενο των working poor χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και αντιμετώπισης τόσο για την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όσο και για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.
Η κατάσταση των working poor σε Ε.Ε και Ελλάδα.
Αν και τα ποσοστά ανεργίας από την κρίση και μετά είχαν αυξηθεί ραγδαία με το 2012 να σημειώνεται ανεργία 10,8% στην Ευρωζώνη και 9,3% στην Ε.Ε, τον Ιούνιο του 2018 καταγράφηκε στην Ευρωζώνη το χαμηλότερο ποσοστό στην 9ετία της κρίσης, 8,3% Παρά την σχετική μείωση της ανεργίας στο σύνολό της, η κατηγορία working poor συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα τόσο στην Ε.Ε όσο και στην Ελλάδα, όντας ευάλωτη σε μία σειρά αλλαγών που αφορούν τον εργασιακό τομέα και την καθημερινή ζωή.
Το 2008 το ποσοστό working poor στην Ε.Ε ήταν 8%, ενώ το 2017 έχει ανέλθει στο 9,6% του εργατικού δυναμικού. Οι χώρες του Νότου και των Βαλκανίων διαθέτουν τα μεγαλύτερα ποσοστά εργαζομένων-φτωχών με την Ρουμανία να ξεπερνάει το 18%, την Ελλάδα να βρίσκεται στο 13%, την Ισπανία στο 12,5% ενώ το μικρότερο ποσοστό καταγράφεται στην Φινλανδία καθώς φθάνει μόλις το 2,8%.
Ο χαμηλός μισθός και οι ασταθείς συνθήκες εργασίας είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα των working poor, καθώς είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στην φτώχεια. Ο κίνδυνος της φτώχειας είναι μεγαλύτερος για ένα νοικοκυριό εάν εργάζεται ένα άτομο στο σπίτι, δεδομένου ότι υπάρχουν μικρότερες αποδοχές. Εάν ο εργαζόμενος είναι ο δεύτερος εργαζόμενος σε ένα σπίτι και έχει συμπληρωματικό εισόδημα τότε μειώνονται οι πιθανότητες φτώχειας για το νοικοκυριό.
Μεταξύ των working poor, διαφορετικά ποσοστά υπάρχουν ανάλογα και με το φύλο, καθώς σε δυσμενέστερη θέση είναι οι γυναίκες, οι οποίες έχουν μικρότερη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό. Στις περιπτώσεις που αποτελούν τον δεύτερο εργαζόμενο σε ένα σπίτι, τότε μειώνονται οι πιθανότητες έκθεσης στην φτώχεια. Οι γυναίκες εργάζονται πιο συχνά από τους άνδρες σε συνθήκες μερικής απασχόλησης ή προσωρινής απασχόλησης , ενώ οι αμοιβές τους είναι χαμηλότερες. Το 2010, στα ζευγάρια, των 14% των γυναικών έναντι του 2% των ανδρών δεν είχαν καθόλου προσωπικό εισόδημα. Στην Ελλάδα το 2018 το ποσοστό μερικής απασχόλησης ήταν 9%,ενώ προσωρινής 6%.
Διαφοροποίηση υπάρχει και μεταξύ των τύπων απασχόλησης των εργαζομένων. Ιδιαίτερα όσοι εργάζονται σε πλήρη απασχόληση έχουν τον μικρότερο κίνδυνο καθώς αποτελούν το 5% των εργαζομένων-φτωχών, ενώ σε μερική απασχόληση αποτελούν το 15%. Αντίστοιχα, οι εργαζόμενοι σε προσωρινή εργασία αποτελούν το 16% των working poor. Οι 2 τελευταίες κατηγορίες έχουν αυξηθεί ιδιαιτέρως μετά την οικονομική κρίση του 2008, ενώ βρίσκονται στην πιο ευάλωτη κατάσταση.
Όσον αφορά τον τομέα της εκπαίδευσης, σύμφωνα με στατιστικά της Eurostat παρατηρείται ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο καθώς όσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο αυξάνεται η πιθανότητα για χαμηλότερο μισθό. Συγκεκριμένα, το 2014 το 28,2% των υπαλλήλων με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο είχαν αρκετά χαμηλό μισθό, το 20,9% όσων είχαν μεσαίο εκπαιδευτικό επίπεδο και το 7% όσων είχαν υψηλό. Στην Ελλάδα το 30% των εργαζομένων –απόφοιτων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης- έχει μισθό κάτω από το όριο της φτώχειας , περίπου το 15% της δευτεροβάθμιας και το 3-5% της τριτοβάθμιας.
Το φάσμα του κοινωνικού αποκλεισμού…
Από τις μεγαλύτερες συνέπειες της κατηγορίας working poor είναι ο σταδιακός κοινωνικός αποκλεισμός καθώς οι εργαζόμενοι-φτωχοί δεν έχουν την δυνατότητα να συμμετάσχουν σε κοινωνικές δραστηριότητες. Επιπλέον, αναδύονται ζητήματα ψυχικής ηρεμίας, ικανοποίησης στην καθημερινή ζωή με κοινωνικό αντίκτυπο. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 18% αυτών είναι διαρκώς θυμωμένοι και το 10% έχει κατάθλιψη ή απογοήτευση. Σύμφωνα με μελέτη του Eurofound οι εργαζόμενοι που βιώνουν συνθήκες φτώχειας έχουν ελαφρώς καλύτερη ψυχική υγεία από τους ανέργους, οι οποίοι βρίσκονται εκτός εργασίας ή κατάρτισης.
Μάλιστα, επικρατεί το αίσθημα της έλλειψης βοήθειας από τον κοινωνικό περίγυρο με αποτέλεσμα να επηρεάζονται και οι διαπροσωπικές σχέσεις δεδομένου ότι χάνεται η εμπιστοσύνη. Οι εργαζόμενοι-φτωχοί είναι λιγότερο πιθανό να έχουν άτομα με κοινά ενδιαφέροντα προς συζήτηση, συνεπώς είναι πιο κλειστοί. H υλική στέρηση που αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό στην κατηγορία working poor δημιουργεί το αίσθημα της μη αναγνώρισης από το κοινωνικό σύνολο και τον σταδιακό κοινωνικό αποκλεισμό.
Τι θα πρέπει να κάνει η Ε.Ε
Η Ε.Ε. έχει θέσει ως στόχο μέσα από την Στρατηγική Ευρώπη 2020 να μειωθεί ο αριθμός των φτωχών κατά 20 εκ., δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στον τομέα της απασχόλησης, της εκπαίδευσης και κατάρτισης. Τόσο μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου όσο και από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων επιδιώκεται η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η επανένταξη νέων είτε σε προγράμματα εκπαίδευσης είτε κατάρτισης.
Προκειμένου να βελτιωθεί ωστόσο το βιοτικό επίπεδο της συγκεκριμένης μερίδας του πληθυσμού που ενώ εργάζεται βρίσκεται στο όριο της φτώχειας και δεν μπορεί να εκπληρώσει τις βασικές καθημερινές της δραστηριότητες, απαιτείται και μία σειρά ειδικά σχεδιασμένων μέτρων και πρωτοβουλιών. Δεδομένου ότι μία από τις μεταβλητές που επηρεάζουν τους working poor είναι η εκπαίδευση, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί ώστε να βελτιωθεί και να αυξηθεί το εκπαιδευτικό επίπεδο των εργαζομένων. Η πρόσβαση σε προγράμματα κατάρτισης , δια βίου μάθησης βασισμένα στις ανάγκες της εποχής, με έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες, θα ενισχύσει την ικανότητα των εργαζομένων να προσαρμόζονται σε περισσότερα εργασιακά περιβάλλοντα.
Παράλληλα, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους με προστασία του κατώτατου μισθού, των συνθηκών εργασίας, την παροχή κοινωνικών επιδομάτων αλλά και η προστασία των εργαζομένων σε μερική ή προσωρινή απασχόληση θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για την Ε.Ε. Η Ε.Ε μέσα από τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων στοχεύει στην οικοδόμηση μίας πιο δίκαιης και χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς Ε.Ε. Οι 3 βασικές κατηγορίες είναι οι ίσες ευκαιρίες και η πρόσβαση στην εργασία, οι δίκαιοι όροι εργασίας και η κοινωνική προστασία και ένταξη. Πάνω σε αυτή την βάση θα πρέπει να βασιστεί η καταπολέμηση του φαινομένου working poor σε θεσμικό επίπεδο.
Επιπροσθέτως, εκτεθειμένες στον κίνδυνο της φτώχειας είναι και οι μονογονεϊκές οικογένειες ή οικογένειες με παιδιά και 1 εργαζόμενο. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να υπάρχει ο κατάλληλος σχεδιασμός ισορροπίας μεταξύ εργασιακής και επαγγελματικής ζωής (συμπεριλαμβανομένων υπηρεσιών φύλαξης παιδιών) ούτως ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση στην εργασία για τον γονιό.
Συμπεραίνεται ότι η δημιουργία θέσεων εργασίας δεν αποτελεί την μόνη λύση για την μείωση του ποσοστού φτώχειας ή ανεργίας, καθώς το φαινόμενο working poor αναδεικνύει ότι απαιτείται μία σειρά μέτρων και πολιτικών που θα διασφαλίσουν την ποιοτική και σταθερή εργασία. Προκειμένου να μειωθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των working poor απαιτείται η λήψη μέτρων τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και σε ατομικό ώστε να βελτιωθεί το επίπεδο διαβίωσης και να ενισχυθεί η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων αυτής της κατηγορίας.