Για τις Δυτικές κοινωνίες, η μαζική μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών, έχει καταστήσει το Ισλάμ ζήτημα κρίσιμης σημασίας. Μπορεί αυτόχθονες Μουσουλμανικοί πληθυσμοί να διέμεναν διαχρονικώς σε ευρωπαϊκά εδάφη ακόμη και μετά την Reqonquista ή την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όμως ο ύστερος 20ος αιώνας σημαδεύθηκε από μια απότομη πληθυσμιακή επανάκαμψή τους λόγω οικονομικής μετανάστευσης, ακόμα και πέραν της Ανδαλουσίας ή των Βαλκανίων.
Η «γνωριμία» των ντόπιων πληθυσμών, εν γένει Χριστιανικών ή μετα-Χριστιανικών, με τους νεοαφιχθέντες σημαδεύθηκε από τριβές, πολλές από τις οποίες αποδόθηκαν στο Ισλάμ καθαυτό. Δικαίως ή αδίκως; Οφείλονταν όντως στο Ισλάμ ή σε κάτι άλλο; Παλαιότερα είχα ακροθιγώς αναφερθεί στην ανάγκη κατανόησης των διαβαθμίσεων του Ισλάμ και του πώς οι τοπικοί πολιτισμοί καθορίζουν ατομικές συμπεριφορές:
«Το θέμα βεβαίως δεν είναι απλώς το Ισλάμ, αλλά και ποιο Ισλάμ. Και δεν αναφέρομαι απλώς σε θεολογικά ρεύματα –Σούνα, Σία, Σουφισμό– αλλά σε καθημερινή ορθοπραξία. Στην Γαλλία έχω γνωρίσει Μουσουλμάνες του Καζακστάν που τρόμαξαν πρωτοβλέποντας τις μαντήλες του Μαγκρέμπ και Μουσουλμάνους του Κοσόβου, για τους οποίους Ραμαζάνι είναι να μην πίνουν τσίπουρο 60 βαθμών πριν την δύση του ήλιου» («Παλαβωμένες Χριστιανικές αρετές, ποσότητα, ποιότητα και το μεταναστευτικό»).
Τα παραπάνω τα έγραφα διαισθητικώς και εμπειρικώς, αλλά χωρίς τεκμηριωμένη κατανόηση και αναφορά σε πηγές. Και προφανώς η πηγή που θα μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε το πρόβλημα συχνά μπορεί να εμπεριέχει την «λύση» στις αρχικές της παραδοχές. Ακόμη και με αυτήν την επιφύλαξη κατά νου, μια πολύ ενδιαφέρουσα τέτοια πηγή είναι το βιβλίο «Reopening Muslim Minds – A Return to Reason, Freedom and Tolerance», του Τούρκου μελετητή Μουσταφά Ακυόλ.
Ο Ακυόλ επιχειρεί έναν διάλογο με τους ομοθρήσκους του σχετικά με την σύγχρονη Ισλαμική θεολογία, νομολογία και πράξη. Παρακολουθώντας αυτόν τον εσωτερικό διάλογο μπορούμε να αποκομίσουμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Η παρακάτω περίληψη είχε ως κίνητρο την αφομοίωση με δομημένο τρόπο των περιεχομένων του βιβλίου, και την προσέγγιση ενός διαλόγου που συντελείται εντός του σύγχρονου Ισλάμ. Ως μη θεολόγος και μη Μουσουλμάνος, δεν παίρνω θέση επί θεολογικών ζητημάτων, είτε προς την μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση, αναγνωρίζοντας ότι αυτά αποτελούν πεδίο εντόνων αντιπαραθέσεων ακόμη και μεταξύ ειδικών του πεδίου. Εκλαμβάνω όμως το βιβλίο ως μια κατ’ αρχήν τεκμηριωμένη βάση συζήτησης που αφενός αποκαλύπτει στους μη ειδικούς έναν υπαρκτό και ζωηρό διάλογο, αφετέρου δίνει πολλά κλειδιά ανάλυσης για την κατανόηση των δυναμικών εντός Ισλάμ αλλά και των σχέσεών του με άλλες θρησκείες.
Δεν παραγνωρίζω ότι ο συγγραφέας δεν τοποθετείται εν κενώ, αλλά εντός ενός συγκεκριμένου πολιτικού πλαισίου, ενδεχομένως επηρεαζόμενος από τις διασυνδέσεις του με πολιτικούς χώρους και δεξαμενές σκέψεις εντός και εκτός Τουρκίας. Επιλέγω όμως να αφήσω το πλαίσιο αυτό κατά μέρους και να επικεντρωθώ αποκλειστικώς στα περιεχόμενα του βιβλίου.
[ΣτΣ: Τυχόν αστοχίες στην ορολογία οφείλονται στην μετάφραση αραβικών όρων στα ελληνικά μέσω του αγγλικού κειμένου]
Τα θεολογικά ρεύματα
Ο Ακυόλ εξηγεί ότι τα μεγάλα ισλαμικά ρεύματα, Σουνιτικό και Σιιτικό, δεν διαφέρουν τόσο θεολογικώς όσο πολιτικώς: ποιος ήταν ο νόμιμος «χαλίφης», δηλαδή πρώτος κληρονόμος, του Μωάμεθ. Αλλά και οι κύριες «σχολές» – Χαναφί, Σαφιή, Μαλικί, Χανμπαλί – διαφέρουν σε ζητήματα ισλαμικής ορθοπραξίας και νομολογίας της Σαρίας. Για όλες, κύρια πηγή δικαίου είναι το Κοράνι, εν συνεχεία οι χαντίθ, δηλαδή αφηγήσεις της ζωής του Μωάμεθ. Τέλος, η «ίτζμα» (συναίνεση) και οι «κίγια» (αναλογίες), ενώ για τους Μαλικί και Χαναφί υπάρχει και το «μασλαχά» (ανθρώπινο συμφέρον).
Καθώς ο Μωάμεθ δίδασκε ότι για οτιδήποτε δεν του είχε δοθεί αποκάλυψη αποφάσιζε με το «ρά’υ», δηλαδή την λογική του, ο Αμπού Χανίφα, ιδρυτής της σχολής Χαναφί, χρησιμοποιούσε ως πηγή δικαίου και τον «λόγο». Έτσι, οι Χαναφί έγιναν γνωστοί ως «Αχλ αλ-ρα’υ», «άνθρωποι του λόγου». Σε αυτούς αντιτάχθηκαν σθεναρά οι «άνθρωποι των χαντίθ», οι Χανμπαλί – και επικράτησαν, δίνοντας την γραμμή τους στο ορθόδοξο σουνιτικό Ισλάμ.
Η καθαρή θεολογία, το «καλάμ», έχει ελάχιστη θέση στην σύγχρονη ισλαμική σκέψη, καθώς αυτή έχει γίνει αυστηρώς νομικίστικη: ποιο είναι επιτρεπτό φαγητό, ποτό, ενδυμασία, τι ορίζει το οικογενειακό δίκαιο κλπ. Αρχικώς η ισλαμική θεολογία ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, όμως με τις αραβικές κατακτήσεις ήρθε η επαφή με τους Χριστιανούς θεολόγους της Μέσης Ανατολής, φορείς της ελληνικής φιλοσοφίας, και τους οποίους απασχολούσαν θεολογικά ερωτήματα αιώνων. [ΣτΣ: Για τον Harry Austryn Wolfson μάλιστα, ο αραβικός όρος «καλάμ» αναφέρεται στον (γραπτό) λόγο των Ελλήνων φιλοσόφων. Ενδιαφέρουσα υπόθεση είναι ότι πιθανή ρίζα είναι η ελληνική λέξη «κάλαμος» ως όργανο γραφής. Πρβλ. «καλαμάρι», «καλαμαράδες», «καλέμι» (τουρκ.)].
Για παράδειγμα: έχει ο Θεός προικίσει τον άνθρωπο με ελεύθερη βούληση; Για τους Ομεϋάδες που είχαν ανέλθει στο χαλιφάτο με τα όπλα, μια τέτοια θεολογία καταναγκασμού ήταν πολιτικό εργαλείο που δικαιολογούσε την δική τους βία ως προδιαγεγραμμένη και διατεταγμένη από τον Θεό. Έτσι, πολλοί κήρυκες της ελεύθερης βούλησης βρήκαν φριχτό θάνατο στα χέρια τους, και αυτή η πρώιμη επιβολή της Καταναγκαστικής σχολής έδωσε έκτοτε το βασικό στίγμα του Σουνιτικού Ισλάμ.
Λίγο αργότερα, ο Ουασίλ ιμπν Άτα ίδρυσε την σχολή των Μουτάζιλα, δηλαδή των «απομονωτιστών», και η οποία αποδεχόταν την ελευθερία επιλογής. Επιπλέον, θεωρούσαν ότι ο Θεός είναι δίκαιος, άρα ότι η δύναμή του περιορίζεται από την απαίτηση της δικαιοσύνης, αλλά και ότι επιδέχεται λογικής σκέψης και διερεύνησης. Δηλαδή, ακόμη και απουσία αποκάλυψης, ο άνθρωπος μπορεί να συνάγει το ορθό με τον λόγο. Κατά συνέπεια, ακόμα και το Κοράνι ήταν επιδεκτό ερμηνείας, ιδίως όπου ήταν ασαφές.
Οι Μουτάζιλα βρήκαν πολιτική στήριξη όταν οι Αββασίδες ανέτρεψαν τους Ομεϋάδες (750 π.Χ.). Αρχικώς το κήρυγμα της ανθρώπινης ελευθερίας και του ορθού λόγου ήταν πολιτικώς επίκαιρο, και για μια περίοδο επήλθε μια πνευματική άνθηση, που συμπεριέλαβε και μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων στοχαστών.
Η αντεπίθεση σε αυτό το κύμα, και η τομή, έγινε με τις χαντίθ, δηλαδή τις αφηγήσεις της ζωής του Μωάμεθ, τις οποίες συνέθεσε ο ιμάμης Αχμάντ ιμπν Χανμπάλ στο «Μουσνάντ» – 27 χιλιάδες χαντίθ από ένα υποτιθέμενο σύνολο 700 χιλιάδων [ΣτΣ: Παρότι ο Ακυόλ κάνει αναφορά και σε άλλες πηγές χαντίθ, όπως το «Σαχίχ αλ Μπουχάρι» που αποδέχεται ως το πλέον έγκυρο, στέκεται περισσότερο στο «Μουσνάντ», μάλλον για την ιστορική του σημασία].
Για τον Χανμπάλ, ο λόγος ήταν απαραίτητος μόνον για να κατανοούμε τις Θείες εντολές, και όχι για να συλλογιζόμαστε επ’ αυτών. Οι Χανμπαλίτες ήταν η πηγή του υπερορθόδοξου Σουνιτικού Ισλάμ, του Σαλαφισμού, και της Σαουδαραβικής του απόχρωσης του Ουαχαμπισμού. Το δε ορθόδοξο Σουνιτικό Ισλάμ θα εκφραζόταν από τον Αμπού αλ-Χασάν αλ-Ασάρι, ο οποίος χρησιμοποίησε την ορθολογική μέθοδο των Μουτάζιλα για να υποστηρίξει την πίστη στις χαντίθ που κήρυτταν οι Χανμπαλίτες. Στην πορεία, το ορθόδοξο Σουνιτικό Ισλάμ θα γινόταν καχύποπτο απέναντι στον ορθό λόγο, αφού οι στρατιώτες του Θεού πρέπει να διακρίνονται κυρίως από υπακοή.
Το πρόβλημα που αναγνωρίζει ο συγγραφέας στην προσέγγιση της κυριολεκτικής υπακοής, και στην απουσία ορθολογικής ηθικής, είναι ότι ο πιστός μπορεί εύκολα να διολισθήσει σε «κυριολεκτούντα υποκριτή». Το παιδάκι π.χ. μπορεί να αρπάξει τις σοκολάτες από το αδερφάκι του και να δικαιολογηθεί στον μπαμπά του: «είπες να μην του παίρνω τα παιγνίδια, δεν είπες τίποτα για τις σοκολάτες».
Πρέπει να μένουμε κυριολεκτικώς στις θεϊκές εντολές και απαγορεύσεις, ή να συνάγουμε γενικότερες αρχές βάσει της λογικής μας; Ό,τι ορίζουν καθίσταται αυθαιρέτως αληθές και ηθικό,ή μήπως εκφράζουν προϋπάρχουσα αντικειμενική ηθική; Το Σωκρατικό δίλημμα του Ευθύφρονος.
Οι Χανμπαλίτες και Ασαρίτες υιοθετούσαν την πρώτη άποψη, συνεπώς ο δίκαιος Θεός ήταν μια απλή ταυτολογία: οτιδήποτε και αν πει ο Θεός είναι δίκαιο επειδή το είπε. Η αιμομιξία δεν απαγορεύεται διότι είναι λάθος. Είναι λάθος απλώς διότι απαγορεύεται. Αντιθέτως οι Μουτάζιλα θεωρούσαν το ηθικό καταληπτό με τον λόγο και προϋπάρχον της θρησκείας.
Τι λέει το Κοράνι; Νομικισμός και ηθική.
Ο Ακυόλ, όπως και κάθε Μουσουλμάνος, ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για τα γραφόμενα στο Κοράνι, καθώς αποτελεί τον λόγο του Θεού επί της Γης. Είτε είναι άχρονο και αδημιούργητο κατά τους Ασαρίτες και Χανμπαλίτες, προϋπάρχον μαζί με τον Θεό (κάτι αντίστοιχο του Χριστιανικού «Λόγου»), είτε δημιουργηθέν εν χώρω και χρόνω κατά τους Μουτάζιλα (κάτι αντίστοιχο με την Χριστιανική ενσάρκωση του Θεού στο σώμα του Χριστού).
Ο Ακυόλ επιχειρεί να διαλύσει την αντίληψη που θέλει το Κοράνι να αποτελεί μια σειρά κυριολεκτικών εντολών. Οι εντολές, λέει, είναι συχνά ελλειπτικές, αφήνοντας χώρο για λογική ερμηνεία. Π.χ. η εντολή οι πιστοί να κάνουν καλό, «χαΐρ» ή «μαρούφ», είναι γενική και προϋποθέτει προϋπάρχουσα γνώση του «καλού». Επιπλέον οι εντολές είναι συχνά αιτιολογημένες, άρα μπορούν να σχετικοποιηθούν. Π.χ. η απαγόρευση του αλκοόλ και τυχερών παιγνίων είναι διότι «θα έσπειραν μεταξύ σας εχθρότητα και μίσος» (5:91).
Με την επικράτηση του Ασαρισμού, η σύνδεση μεταξύ ηθικής και λογικής των Μουτάζιλα ξεχάστηκε· κυριολεκτικώς, έως και την δεκαετία του 1950. Ο Ακυόλ, μάλιστα, παραπέμπει σε δημοσκόπηση του Pew που επιβεβαιώνει την απόλυτη ταύτιση της ηθικής με την ευσέβεια στα μυαλά των Μουσουλμάνων. Αυτή η σύνδεση, λέει, έδωσε στην πατρίδα του την Τουρκία γέννηση στην «ανήθικη ευλάβεια» που καθαγιάζει κάθε ανήθικη πράξη με κάποια ρήση από το Κοράνι. Π.χ. εφόσον ευλογείται η προτίμηση στην οικογένεια, δικαιολογείται η οικογενειοκρατία στις δημόσιες προσλήψεις [ΣτΣ: Όπως είπε και κάποιος Έλληνας πολιτικός για «το νόμιμο» και «το ηθικό»].
Παραλλήλως, η εκτεταμένη εξάρτηση από νομικά παραθυράκια που παρακάμπτουν άκαμπτες απαγορεύσεις της Σαρίας (π.χ. πληρωμής τόκου) κατέστρεψε την ηθική πυξίδα, αφού σημασία έχει η στενή – και βολική – νομιμοφροσύνη βάσει των Γραφών.
Και καθώς η καθημερινότητα δημιουργεί άπειρες περιπτώσεις που οι Γραφές δεν καλύπτουν επακριβώς, το κενό καλύπτει η βιομηχανία των «φετφάδων», δηλαδή των νομικών απόψεων που εκδίδουν μουφτήδες – διαδικτυακώς πλέον – για κυριολεκτικώς οτιδήποτε: από το αν επιτρέπεται το όρθιο ντους, μέχρι την σειρά με την οποία πρέπει να κόβονται τα νύχια των χεριών! Με τον κατάλληλο φετφά ανά χείρας, και το ανήθικο καθίσταται επιτρεπτό και η συνείδηση ατροφεί.
Αν και η ύπαρξη της συνείδησης θεμελιώνεται σε χαντίθ που θέλει τον Μωάμεθ να λέει στον πιστό να «συμβουλευθεί την καρδιά του», αυτή η γραμμή σκέψης απλώς ετάφη κάτω από τόνους συντηρητικού νομικισμού.
Αυτός ο νομικισμός έχει κρίσιμες παρενέργειες όταν λειτουργούμε σε αντίρροπα ηθικά πλαίσια, π.χ. κράτους-θρησκείας, ή μοντερνισμού-παράδοσης. Τότε πολλοί Μουσουλμάνοι εκπίπτουν σε μια κυνική εργαλειοποίηση, παίζοντας «σε δύο ταμπλό». Αναλόγως με το τι τους βολεύει επικαλούνται ή τις ισλαμικές τους παραδόσεις, ή τους νόμους του κράτους – ή τα ανθρώπινα δικαιώματα αν ζουν σε Δυτικές χώρες. Όπως λέει ο Τούρκος θεολόγος Αλί Μπαρντάκογλου, κανένα πρόσωπο με εναλλακτικά κριτήρια νομιμοφροσύνης δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο.
Το στραβοπάτημα του Ισλαμικού κόσμου. Επιστήμες και ηθική
Ο Ακυόλ θρηνεί την απώλεια της «Χρυσής Εποχής» των γραμμάτων και της επιστήμης των Αββασιδών (8ου-9ου αι.) και δευτερευόντως των Βουγιδών (10ου-11ου αι.), αποδίδοντας την παρακμή στην απώλεια του κοσμοπολιτισμού, του λόγου και της ηθικής, χάριν ενός στενού φιντεϊσμού.
Όσον αφορά στις επιστήμες, παραπέμπει σε μια χαντίθ περί άρρωστης καμήλας, που με τους αιώνες οδήγησε στην ερμηνεία ότι δεν υπάρχουν μολυσματικές ασθένειες, αλλά ότι ο Θεός στέλνει την αρρώστια σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. O Ιμπν αλ-Χατίμπ, που έγραψε υγειονομικές προειδοποιήσεις την περίοδο της Μαύρης Πανώλης θανατώθηκε μετά από βασανιστήρια, και αφού ετάφη, ο όχλος άνοιξε τον τάφο του και έκαψε το πτώμα του – ο «άνθρωπος των δύο θανάτων».
Βάσει της παραπάνω θεωρίας της Περιστασιακότητας, δεν υπάρχουν φυσικοί νόμοι, αλλά ο Θεός δημιουργεί τον κόσμο κατ’ επανάληψη. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να κάνει την φωτιά κρύα, όμως από καλοσύνη επαναδημιουργεί τον κόσμο με κανονικότητα. Παραλλήλως, δεν υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος. Όχι: «χόρτασα επειδή έφαγα», αλλά: «χόρτασα αφού έφαγα».
Παρότι παρόμοιες θεωρίες ανέκυψαν και στην Χριστιανοσύνη (π.χ. του Nicolas Malebranche), τελικώς επικράτησε η Νευτώνεια εικόνα ενός αιτιοκρατικού και προβλέψιμου σύμπαντος που μοιάζει με ρολόι. Η εποχή κατά την οποία ο αραβικός κόσμος έδωσε στην ανθρωπότητα λέξεις όπως άλγεβρα και αλγόριθμος παρήλθε ανεπιστρεπτί, ενώ η Δύση θα γνώριζε την Αναγέννηση. Αντιθέτως, ο Ιμπν Ρουσντ, γνωστός στην Ευρώπη ως Αβερρόης, με τεράστιες επιστημονικές και φιλοσοφικές συνεισφορές, και εναλλακτικές ερμηνείες για την τζιχάντ ή την θέση της γυναίκας, ηττήθηκε: τα γραπτά του τα γνωρίζουμε από εβραϊκές μεταφράσεις, καθώς τα αραβικά πρωτότυπα κάηκαν στην γενέτειρά του, την Κόρδοβα το 1195. Ο ίδιος πέθανε εξόριστος.
Ο Ακυόλ δέχεται ότι η Περιστασιακότητα επιτρέπει μόνον την πρακτική επιστήμη, π.χ. την αριθμητική των καθημερινών συναλλαγών, παρεμποδίζοντας την θεωρητική έρευνα που υπερβαίνει την επαναληπτικότητα. Όμως δεν ικανοποιείται από αυτήν την ερμηνεία, και ανιχνεύει την απώλεια της επιστήμης βαθύτερα, στην Ασαρίτικη απαγόρευση της λογικής διερεύνησης της πραγματικότητας, που ακρωτηριάζει κάθε περιέργεια. Η γνώση πρέπει να είναι πρακτικά χρήσιμη και να υποτάσσεται στην θρησκεία, αλλιώς είναι επιβλαβής: «το άθροισμα των γωνιών του τριγώνου είναι δύο ορθές–ποια η χρησιμότητα;», ρωτούσε ένας σεβάσμιος ιμάμης.
Ο σημερινοί Μουσουλμάνοι, λέει ο Ακυόλ, επιθυμούν τα προϊόντα της επιστήμης – είτε iPhone, είτε πολεμικά αεροπλάνα – χωρίς το σύστημα σκέψης που τα δημιούργησε.
Όσον αφορά στην ηθική, και εκεί ο Ακυόλ αναδεικνύει την αυθαιρεσία του Ασαρίτικου νομικισμού που, χωρίς πνεύμα έρευνας και λογικής, δημιουργεί έναν δεσποτικό και αυθαίρετο Θεό.
Π.χ., η ανισότητα δικαιωμάτων μεταξύ Μουσουλμάνων και απίστων, είτε ανυπότακτων «καφίρ», είτε υποταγμένων «ντίμι», αγνοεί την Χαναφίτικη σχολή κατά την οποία «ανταμίγια», δηλαδή «παιδιά του Αδάμ», είναι όλη η ανθρωπότητα.
Ακόμα χειρότερα, η θεσμική κανονικοποίηση της δουλείας, και η εμμονή σε αυτόν τον θεσμό παρά το κίνημα κατάργησης που ξεκίνησε στην Αγγλία τον 19ο αιώνα [ΣτΣ: Νόμος Κατάργησης του δουλεμπορίου του 1807], ήταν μάλλον προϊόν παράδοσης και συντηρητικής θεολογίας, παρά του Κορανίου, το οποίο άλλωστε ήθελε την απελευθέρωση δούλων ως μια από τις αξιολογότερες πράξεις.
H Δυτική ηθική, ανώτερη εν προκειμένω κατά τον συγγραφέα, φώτισε τον Ισλαμικό κόσμο, αλλά μέχρις ενός σημείου: ακόμη και σήμερα, για τις περισσότερες Μουσουλμανικές χώρες, ίσα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αναγνωρίζονται ούτε σε όλες στις θρησκείες ούτε σε αμφότερα τα φύλα, ενώ κάθε ελευθερία αναγνωρίζεται μόνον εντός των ορίων της Σαρίας.
Ως προς τις ελευθερίες, η Σαρία τιμωρεί ιδιαιτέρως σκληρά την αποστασία και την βλασφημία, κάνει διακρίσεις κατά γυναικών και αλλοθρήσκων και προωθεί την σωματική τιμωρία (ακρωτηριασμό, λιθοβολισμό, μαστίγωμα), πράγματα που είδαμε προσφάτως να εφαρμόζουν Σαλαφιστές, όπως π.χ. του Ισλαμικού Κράτους. Όλα αυτά αναπαράγονται διότι οι σύγχρονοι νομομαθείς είναι εξαιρετικά διστακτικοί στο να παράξουν νέο δίκαιο που να ανταποκρίνεται στην ζωή των Μουσουλμάνων εκτός της αραβικής ερήμου, ιδίως σε Δυτικές χώρες. Έτσι η Σαρία έχει λιμνάσει, και εμποδίζει τον ισλαμικό κόσμο να παρακολουθήσει τις νέες εξελίξεις, όπως π.χ. στο εμπόριο, στον δανεισμό και στην σύναψη συμβολαίων, ή στην δυνατότητα των γυναικών να ταξιδεύουν μόνες τους.
Ελευθερία
Ο Ακυόλ σημειώνει ότι αν το Ισλάμ έφερε κάποια «εσωτερική» ελευθερία από τις υλικές εξαρτήσεις, αφαίρεσε πολλή «εξωτερική» ελευθερία: για να εξασφαλίσει την ευλάβεια απαγόρευσε την αμαρτία, για να κρατήσει τους Μουσουλμάνους στην θρησκεία και την ορθοδοξία απαγόρευσε την αποστασία και την αίρεση, και για να τους κάνει ευσεβείς απαγόρευσε την βλασφημία.
Αυτό βάσει της «χίζμπα», της λογοδοσίας, και η οποία επιτρέπει την ενεργητική, έως βίαιη, αποτροπή της αμαρτίας, όπως π.χ. το σπάσιμο των μουσικών οργάνων. Αυτήν διενεργούν οι «μουχτασίμπ», ουσιαστικώς θρησκευτική αστυνομία, των οποίων η προέλευση ανάγεται στους αγορανόμους, τους «σαχίμπ αλ-σουκ», καθώς η απάτη στο εμπόριο καταδικαζόταν από το Κοράνι. Σταδιακώς τα όρια των δύο ρόλων έγιναν πιο θολά και η δημόσια τάξη αναμίχθηκε με την ευσέβεια. Όπως παραδέχθηκε άθελά του ένας Σουνίτης μελετητής: «αν επέτρεπαν την αποστασία, το Ισλάμ θα είχε τελειώσει με τον θάνατο του Προφήτη».
Και αυτή η απαγόρευση είναι προϊόν όχι του Κορανίου καθαυτού, αλλά δύο χαντίθ, ενδεχομένως αμφίβολης αυθεντικότητας. Και αυτή η εξέλιξη, θεωρεί ο Ακυόλ ήταν μέσον πολιτικού ελέγχου: ο αντιφρονούν αποκαλείται αποστάτης, και εφεξής είναι νόμιμη λεία. Έτσι, η ισλαμική αρχή του «στην θρησκεία δεν υπάρχει εξαναγκασμός...», τροποποιείται με την προσθήκη «...για τους Μουσουλμάνους». Δεν μπορείς να γίνεις Μουσουλμάνος διά της βίας, αλλά αν είσαι ήδη...
Ακόμη και για την βλασφημία, που έχει οδηγήσει σε εγκλήματα όπως η επίθεση στο Charlie Hebdo, ο Ακυόλ παραθέτει χωρία του Κορανίου με παραδείγματα βλασφημίας εναντίον του Μωάμεθ και τον διδαγμάτων του από τους συγχρόνους του, στα οποία ο Μωάμεθ απλώς απαντά με επιχειρήματα.
Τελικά θρηνεί για το ότι αυτή η καταπίεση και ο εξαναγκασμός έχει οδηγήσει σήμερα ή στην υποκριτική ευλάβεια, ή στην αποστροφή στην θρησκεία και την εγκατάλειψη του Ισλάμ.
Γιατί;
Ο Ακυόλ ρωτάει, με κάποιο παράπονο, γιατί το Ισλάμ δεν κατάφερε να ξεπεράσει αυτές τις τάσεις, όπως αντίστοιχες τέτοιες ξεπέρασε η Χριστιανοσύνη. Απαντά ότι ο Ασαρίτικος σκοταδισμός δεν είναι προδιαγεγραμμένος από το Κοράνι, αλλά ότι επεκράτησε λόγω πολιτικής σκοπιμότητας, ξεκινώντας από την δυναστεία των Ομεϋάδων, με τον κάθε χαλίφη να επιβάλλει τις δογματικές του απόψεις διά της βίας.
Οι Μουτάζιλα έφτασαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα μιας κεντρικής κρατικής εξουσίας εισηγούμενοι έναν τύπο αναρχισμού. Οι «φαλασίφα», οι φιλόσοφοι, χωρίς να φτάνουν μέχρι εκεί, έκαναν δριμεία κριτική στην δεσποτεία επηρεασμένοι από τους Έλληνες φιλοσόφους, ενώ ο Ιμπν Χαλντούν μίλησε για μικρό κράτος με χαμηλούς φόρους. Αντιθέτως, ο Ασαρισμός υποστήριζε την τυφλή υπακοή ακόμα και σε άδικους χαλίφηδες, αρκεί να υπακούν την Σαρία, και προωθήθηκε ως επίσημο δόγμα χάριν πολιτικών σκοπιμοτήτων δεσποτικών χαλίφηδων.
Επανερμηνεία του Κορανίου
Ο Ακυόλ προτείνει το «προς-πίσω», δηλαδή την επιστροφή στην πηγή, το Κοράνι, και στην έλλογη ερμηνεία του, με σκοπό την ανίχνευση της Θείας πρόθεσης και γενικών ηθικών αρχών που θα μπορούν οι Μουσουλμάνοι να εφαρμόσουν σήμερα, ξεπερνώντας τις περιοριστικές και κυριολεκτικές Ασαριτικές νομολογίες.
Π.χ., εφόσον το Κοράνι μιλά για συγγενείς του Μωάμεθ, πώς γίνεται να είναι άχρονο και αδημιούργητο, όπως διατείνονται οι Ασαρίτες; Είχε προκαθορίσει ο Θεός όλα αυτά τα περιστατικά πριν καν δημιουργήσει τους ανθρώπους;
Επιπλέον, το Κοράνι αναφέρεται σε γεγονότα χωρίς να δίνει το πλαίσιο, απευθυνόμενο σε μάρτυρες αυτών. Π.χ., «θυμηθείτε όταν ήσαστε στην κοντινή πλευρά της κοιλάδας». Η αναφορά στην ανάπαυση κατά τον μεσημεριανό καύσωνα, δεν λέει τίποτα σε έναν Μουσουλμάνο της Σουηδίας, ενώ οι σωματικές τιμωρίες έχουν νόημα μόνον για μια νομαδική φυλή χωρίς φυλακές. Το πλαίσιο δηλαδή είναι απαραίτητο για την εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς την Θεία πρόθεση.
Αυτή η ανάγνωση είναι χρήσιμη για να αναδείξει τον ανεκτικό χαρακτήρα του «Κορανίου της Μέκκας», που γράφτηκε πριν την εκδίωξη από τους Κουραϊσίτες. Μετά την «εγίρα», όταν οι περιουσίες των Μουσουλμάνων λεηλατήθηκαν, εμφανίζονται οι πρώτες εντολές για στρατιωτική τζιχάντ στο «Κοράνι της Μεδίνας», και η οποία αρχικώς υλοποιήθηκε με επιδρομές στα καραβάνια των εμπόρων της Μέκκας. Ο Ακυόλ εξηγεί ότι εντολές όπως «σκοτώστε τους ειδωλολάτρες όπου τους βρείτε», δεν αναφέρονταν σε όλους τους αλλόθρησκους, παντού και πάντα, αλλά στους συγκεκριμένους που τους έβλαψαν και λεηλάτησαν τις περιουσίες τους.
Τελικώς, το ειρηνικό και ανεκτικό Ισλάμ του Κορανίου της Μέκκας σιγά-σιγά διεγράφη βάσει της αρχής της ακύρωσης: κάθε νέος στίχος θεωρείτο ότι ακυρώνει κάποιον παλαιότερο, όταν αυτός είχε αντίθετο νόημα. Και με τους πιο πολεμικούς στίχους της Μεδίνας, παγιώθηκε μια πολεμοχαρής και κατακτητική ερμηνεία του Κορανίου.
Επιπλέον, επανεξετάζοντας την πολιτική συγκυρία αμέσως μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, και την απόφαση του πρώτου διαδόχου του, Αμπού Μπακρ, να πολεμήσει όσους σταμάτησαν να καταβάλλουν την ελεημοσύνη τους, ανιχνεύουμε τις ρίζες της άρρηκτης σύνδεσης θρησκείας-κράτους στο Ισλάμ. Οι φωνές που πρότειναν το ισλαμικό αντίστοιχο του «τα του Καίσαρος Καίσαρι» δεν εισακούσθηκαν και το Ισλάμ ποτέ δεν γνώρισε το αντίστοιχο του διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους.
Αντί επιλόγου
Αυτή η περίληψη ήταν ομολογουμένως εκτεταμένη, αλλά θεωρώ ότι η σημασία του θέματος το δικαιολογεί. Ο Ακυόλ, είτε συμφωνεί κάποιος μαζί του είτε όχι, μας αποκαλύπτει έναν κρίσιμο, διαχρονικό και ζωηρό διάλογο στους κόλπους του Ισλάμ, τον οποίο πολλοί, Μουσουλμάνοι και μη, αγνοούμε. Γι’ αυτό και μόνον, η συνεισφορά του είναι σημαντική.
Για λόγους συντομίας και θεματικής συνέπειας θεωρώ σκόπιμο το παρόν κείμενο να ολοκληρωθεί στο σημείο αυτό, έστω και λίγο απότομα. Ευελπιστώ μια συζήτηση να μπορέσει να ακολουθήσει συντόμως.