Δεν γνωρίζουμε πόσο μακριά θα πάει το ”κίνημα της πετσέτας”, ούτε αν θα εκτονωθεί με τις πρώτες σταγόνες της βροχής όταν σκοτώνονται όχι μόνο τα καλοκαίρια μας αλλά και οι εισπράξεις από τις ομπρελοξαπλώστρες και τα τραπεζοκαθίσματα των εγχώριων επιχειρηματιών που επενδύουν πάντα με σεβασμό στη φύση, την οικολογία και την οικοτουριστική ανάπτυξη…
Αυτό το κίνημα που ξεχύθηκε σαν αυγουστιάτικο μπουρίνι και απλώνεται με την ορμή μεσημεριανής μπόρας, απειλεί την περίοδο των παχιών αγελάδων όσων ασχολούνται με τη ”βιομηχανία της ξαπλώστρας” και νέμονται κάθε τετραγωνικό αιγιαλού με το ”έτσι θέλω” ! . Εκείνων που τώρα, ακούνε Έλληνας και αλλάζουν πόδι, όταν στη διάρκεια του COVID, τους μήνες που αεροπλάνα και βαπόρια δέσανε τις άγκυρες , είχαν σηκώσει μαύρες σημαίες μαζί με τους συναδέλφους της εστίασης και κλαίγανε στα Ματογιάννια εκλιπαρώντας το ντόπιο κεφάλαιο.
Αυτοί και οι συν αυτοίς, την τελευταία δεκαετία, δημιούργησαν το κόμμα της ομπρελοξαπλώστρας με απώτερο σκοπό, -όχι να μπουν στη Βουλή,- αλλά να μην αφήσουν ανεκμετάλλευτη ούτε σπιθαμή αιγιαλού, στερώντας από τον ταλαίπωρο Έλληνα αυτό που δεν του στέρησε ποτέ, ούτε ο κατακτητής, ούτε ο πόλεμος, ούτε η έλλειψη ΙΧ, ούτε η πείνα, ούτε η φτώχεια.
Την Ομηρική θάλασσα και τη χρυσή αμμουδιά.
Αυτά που ονειρεύεται πενήντα εβδομάδες το χρόνο, αυτά που αναζητάει σε πολυμέσα και μηχανές εξομοίωσης του πραγματικού με το όνειρο, αυτά που διασταυρώνει με άλλους , αυτά που αντικρίζει στον ύπνο του ψηλά από τη γέφυρα, όταν το λευκό κατεβαίνει για να σμίξει με το χρυσό και το γαλάζιο.
Και το μεν λευκό, το συνηθίσαμε. Έμεινε τίποτα άχτιστο; Υπάρχει τόπος πιο λευκός και πιο κακοποιημένος; Πιο κατεστραμμένος; Πιο ασύδοτος, πιο υπόλογος στην Ιστορία από τον τόπο μας; Απαντάμε με τη βεβαιότητα του ταξιδευτή: όχι, δεν υπάρχει.
Κι αφού δεν υπάρχει στη στεριά, ελάτε να χτίσουμε, να κλείσουμε, να βρωμίσουμε και την ακρογιαλιά. Ας την κάνουμε κρεβατοκάμαρα, μπουντουάρ, μπορντέλο, πασαρέλα, ζωολογικό κήπο για μαϊμούδες και κροκόδειλους και ύαινες. Τι χρειάζεται; Μια ψευτοάδεια για τα μάτια, από ένα ταλαίπωρο τοπάρχη, και περίσσιο θράσος. Πασσαλώνεις την άμμο, ξεκοιλιάζεις την ακτή, ισιώνεις τις αμμοθίνες, και στήνεις κρεβάτια και ομπρέλες. Πόσο κοστίζει, ένα κρεβάτι με θέα το απέραντο μπλε; 120 ευρώ. Μόνο. Ταρίφα. Πρώτο τραπέζι πίστα, που λένε και στα ξενυχτάδικα διαφορετικά πας όπισθεν στα ορεινά, όπου με 40 ευρουλάκια αγναντεύεις τα οπίσθια της κυρίας που ξεροψήνεται σαν παντσέτα, ενώ κάπου, εκεί στο βάθος, κάτι χρυσίζει …
Είναι το ακρογιάλι. Αυτό που ύμνησε η Σαπφώ και ο Σεφέρης κι ο Παλαμάς κι ο Ελύτης και χίλιοι άλλοι .
Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα
Τα’ ζησα κοντά στ’ ακρογιάλι
Στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη
Στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη
(Κ.Παλαμάς)
Αυτό το δώρο της ανεξάντλητης γαλάζιας θάλασσας, αυτό το θαύμα της ήμερης, απάνεμης, μεγάλης ή μικρής ακρογιαλιάς με άμμο ή με βότσαλα, εκεί που καπνίσαμε το πρώτο τσιγάρο, που ονειρευτήκαμε κάτω από τ’ άστρα, που ξεγυμνωθήκαμε χωρίς αιδώ και έλαμψε ο γιαλός από τα νιάτα μας, που συναντήσαμε όλου του κόσμου τις φυλές και τις αγαπήσαμε,
Αυτή η ακρογιαλιά, εκποιήθηκε και χρεώνει 120 ευρώ το όνειρο.