Ο κύβος ερρίφθη (alea jacta est), καθώς ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν, ως άλλος Ιούλιος Καίσαρας, διαβαίνει σήμερα τον «Ρουβίκωνα» των προεδρικών εκλογών κυρίως απέναντι στη Λεπέν που σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Ποιο όμως θα είναι το αποτύπωμα των εκλογών στην Ευρώπη συνολικά, που μαστίζεται όχι μόνο από την πανδημία αλλά και τον ρωσοουκρανικό πόλεμο, τη συνακόλουθη ενεργειακή κρίση και τη συνεχώς αυξανόμενη ακρίβεια, δεδομένου ότι η Γαλλία είναι η δεύτερη οικονομία της ΕΕ, η μόνη με βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και η μοναδική πυρηνική της δύναμη;
Το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινής γνώμης είναι, λοιπόν, εύλογο να εστιάζεται στις γαλλικές εκλογές, κυρίως γιατί η στάση της Γαλλίας απέναντι στη Ρωσία δεν είναι δυνατόν να μην εξαρτάται από την προσωπικότητα του όποιου εκλεγμένου Προέδρου της.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε αυτήν την ευάλωτη διεθνή και ευρωπαϊκή συγκυρία, ο Μακρόν έχει αποκτήσει, με τη μέχρι τώρα στάση του, το προφίλ ενός Ευρωπαίου, δυναμικού ηγέτη με διεθνές κύρος.
Συγκεκριμένα, έχει επανειλημμένα αναλάβει το ρόλο του Ευρωπαίου πολιτικού που δεν διστάζει να προβαίνει σε διαμεσολαβητικές ενέργειες, επιχειρώντας τη ρύθμιση διεθνών προβλημάτων, όπως επικοινωνώντας τηλεφωνικά με τον Πούτιν, πρωτοστατώντας στην αντιμετώπιση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, θέτοντας πολλές από τις κόκκινες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τις διαπραγματεύσεις για το Brexit, φιλοξενώντας συνομιλίες στο Παρίσι για τις αντίπαλες ομάδες στη Λιβύη (με στόχο μια κατάπαυση του πυρός) και καταδεικνύοντας δημόσια την ανάγκη για μια σθεναρή ευρωπαϊκή απάντηση απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Είναι, λοιπόν, περισσότερο από πιθανό ότι, εάν ο Μακρόν εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία, θα συνεχίσει και θα προχωρήσει παραπέρα στον ρόλο του ως πολιτικού ταγού της Ευρώπης. Φτάνει όμως αυτό, για να πείσει τους ψηφοφόρους και να εκλεγεί, ιδίως όταν με βάση τις δημοσκοπήσεις αυτό που ενδιαφέρει τους Γάλλους είναι η ενίσχυση της αγοραστικής τους ικανότητας (που λόγω της ακρίβειας έχει πληγεί αποφασιστικά) και λιγότερο ο πόλεμος;
Ποιο θα είναι όμως αναλυτικότερα για τη διεθνή πολιτική το αποτέλεσμα των γαλλικών προεδρικών εκλογών, που, σημειωτέον, θα διεξαχθούν σε δύο γύρους;
ΝΑΤΟ - ΗΠΑ
Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έδωσε στον Μακρόν την ευκαιρία να επιδείξει την επιρροή του στη διεθνή σκηνή και να ενισχύσει και τα διαπιστευτήρια του στο ΝΑΤΟ, αποτελώντας για τη συμμαχία και τους Αμερικανούς έναν αξιόπιστο, ικανό εταίρο.
Κατά την προεδρία του Μακρόν, οι αμυντικές δαπάνες της Γαλλίας αυξήθηκαν με στόχο να αυξηθούν στο 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, δηλαδή στο ποσοστό που η Βορειατλαντική Συμμαχία επιθυμεί να τηρούν τα μέλη της και που παρεμπιπτόντως κάποια, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, δεν τηρούν απόλυτα.
Ο Μακρόν είναι εκείνος ο Γάλλος υποψήφιος που υποστηρίζει τη συμμαχία του ΝΑΤΟ, ενώ άλλοι υποψήφιοι έχουν διαφορετικές απόψεις για τον ρόλο της Γαλλίας μέσα σε αυτήν, συμπεριλαμβανομένης της ολικής εγκατάλειψής της. Η εκλογή έτερου υποψηφίου, κατ’ επέκταση, ενδεχομένως θα συνεπαγόταν ένα σημαντικό πλήγμα για μια συμμαχία που σήμερα περισσότερο από ποτέ, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου καλείται να προβάλει σθεναρή αντίσταση απέναντι στον Πούτιν.
Ο τελευταίος δε σε πρόσφατες ευρωπαϊκές εκλογές κατέκτησε ένα διπλωματικό πλεονέκτημα με τη νίκη των Όρμπαν και Βούτσιτς στην Ουγγαρία (μέλος του ΝΑΤΟ) και στη Σερβία αντίστοιχα, στις οποίες έτσι παρατάθηκε η παραμονή στην εξουσία των δύο πλέον θετικά διακείμενων προς το Κρεμλίνο ηγετών στην Ευρώπη.
Η επικράτηση της ακροδεξιάς στη Γαλλία, θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιου είδους συμμαχία ή άξονα στην Ευρώπη με τους προαναφερθέντες ηγέτες ή εν πάση περιπτώσει μια επανατοποθέτηση της Γαλλίας ως προς τη μέχρι σήμερα νατοϊκή αντιμετώπιση του Πούτιν.
Παρεμπιπτόντως, εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι η Λεπέν δεν υποστηρίζει, σε αυτήν την συγκυρία, αναφανδόν τον Πούτιν, τηρώντας προφανώς μια πιο μετριοπαθή στάση στο ζήτημα για εύληπτους λόγους.
Ευρωπαϊκή Ένωση
Παράλληλα, ο Μακρόν έχει πρωτοστατήσει στη δημιουργία μιας πιο συνεκτικής φωνής στο χώρο της Κοινής Ευρωπαϊκής Άμυνας και Ασφάλειας, που στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των στενών εθνικών συμφερόντων των μελών της ΕΕ απέχει ακόμη πολύ από την ολοκλήρωση. Οι δηλώσεις του για τη δημιουργία ενός ισχυρού ευρωστρατού, αλλά και όσον αφορά τη διμερή συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας, η συνομολόγηση ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής (που, ούτως ή άλλως, έχει θεσπιστεί και με τη Συνθήκη της Λισαβόνας) φωτίζουν τις προθέσεις του Μακρόν για μια εναλλακτική, παράλληλη με το ΝΑΤΟ προοπτική κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας/ασφάλειας. Τώρα δε που η Βρετανία αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γαλλία είναι η κύρια στρατιωτική δύναμη του μπλοκ. Είναι, επίσης, η αδιαμφισβήτητη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στην ΕΕ και η αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ έχει δώσει στον Μακρόν έναν πιο εξέχοντα ρόλο στην Ευρώπη.
Οι παρατηρητές λένε ότι μια επανεκλογή του Μακρόν θα οδηγούσε μια εντατικοποίηση των προσπαθειών για αυξημένη συνεργασία και επενδύσεις στην κοινή ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα.
Από την άλλη η εκλογή μιας γαλλικής προεδρίας προσηλωμένης στο στενό (όχι πανευρωπαϊκό) εθνικό συμφέρον ίσως λειτουργούσε ανασταλτικά στην προαναφερθείσα προοπτική. Η ολοκλήρωση της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, άλλωστε έχει επιβραδυνθεί, ακριβώς για αυτό. Γιατί μέχρι σήμερα οι εταίροι, ως επί το πλείστον, αποβλέπουν στη στενή εθνική τους ασφάλεια και αδυνατούν να ομονοήσουν απόλυτα σε αυτόν τον νευραλγικό για την εθνική κυριαρχία τομέα.
Μεταναστευτικό
Υπό το πρίσμα της τεράστιας εισροής μεταναστών στην Ευρώπη πέρυσι, η θέση της Γαλλίας στη μετανάστευση θα συνεχίσει να επηρεάζει έντονα τις χώρες στην περιφέρειά της και όχι μόνο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα λόγω της γεωγραφικής της θέσης σαν «γέφυρας» στη μετάβαση μεταναστών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επί παραδείγματι, όταν σκάφος μεταναστών ανετράπη στη Μάγχη με αποτέλεσμα τον πνιγμό τους, η ρήξη Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας και η αλληλοαπόδοση ευθυνών ήταν αναπόφευκτη.
Και παρόλο που και ο Μακρόν δεν θεωρείται απόλυτα δεκτικός στα μεταναστευτικά κύματα, αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Λεπέν ή ο Ζεμούρ είναι πιθανόν να εισαγάγουν σκληρότερες πολιτικές από τον Μακρόν, εάν βγουν νικητές, όπως η μείωση των κοινωνικών κονδυλίων σε μη Γάλλους πολίτες και ο περιορισμός του αριθμού των αιτούντων άσυλο.
Μουσουλμάνοι- Τουρκία
Όλοι θυμούνται την απόφαση του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν να προβάλει σε κρατικά κτήρια της Γαλλίας σκίτσα του περιοδικού Charlie Hebdo τα οποία οι μουσουλμάνοι θεωρούν άσεμνα και προσβλητικά.
Αυτή η απόφαση προκάλεσε τη μήνη του μουσουλμανικού κόσμου και του Τουρκικού εναντίον του, παρόλο που ήταν μια απόφαση στο πλαίσιο της προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης. Επίσης, πολλοί γνωρίζουν ότι ο Γάλλος πρόεδρος προειδοποίησε πρόσφατα ότι η Τουρκία θα προσπαθήσει να παρέμβει στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας το 2022, επηρεάζοντας εναντίον του τους Γάλλους μουσουλμάνους, που αποτελούν ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό των ψηφοφόρων.
Τα σχόλια του Μακρόν έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι η διμερής σχέση του Παρισιού και της Άγκυρας έχει φτάσει σε νέο χαμηλό τους τελευταίους μήνες. Το περασμένο φθινόπωρο, δε ο Ερντογάν κάλεσε σε μποϊκοτάζ των γαλλικών προϊόντων εν μέσω μιας κλιμακούμενης διαμάχης σχετικά με τη στάση του Γάλλου προέδρου απέναντι στο Ισλάμ και στους Μουσουλμάνους μετά από μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων.
Εάν ο Μακρόν επανεκλεγεί, το σημερινό τεταμένο κλίμα στις τουρκογαλλικές σχέσεις πιθανότατα θα συνεχιστεί και οι εντάσεις Γαλλίας- Τουρκίας στη Λιβύη, τη Συρία και την Ανατολική Μεσόγειο, όπου τα ενδιαφερόμενα μέρη βρίσκονται σε άμεση αντιπαράθεση, είναι πιθανό να παραμείνουν.
Και στην περίπτωση όμως του δεύτερου σεναρίου, ήτοι της επικράτησης της Λεπέν, οι συνέπειες για τους Γάλλους Μουσουλμάνους αλλά και την Τουρκία, ενδεχομένως, θα ήταν ακόμη πιο δυσοίωνες. Εάν η Λεπέν έρθει στην εξουσία στη Γαλλία, τότε δεν αναμένεται οι τουρκογαλλικές σχέσεις να παραμείνουν αλώβητες, υπό μια κυβέρνηση που έχει ως σημαία την απώθηση του μουσουλμανικού στοιχείου.
Εν γένει, οι κάλπες που στήνονται επισκιάζονται σήμερα κυρίως από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την οικονομική και ενεργειακή κρίση. Εντούτοις, και η πρώτη εκλογική νίκη του Μακρόν συνέπεσε με μια άλλη ευρωπαϊκή κρίση, αυτή του Brexit, ενδεχομένως πιο ήπια βέβαια.
Το γεγονός όμως και ότι και κατά τη δεύτερη εκστρατεία του, καλείται να αντιμετωπίσει μια νέα ευρωπαϊκή κρίση, ενδεχομένως, να σημαίνει ότι και αυτή θα μπορούσε να γίνει μια ευκαιρία επανεκλογής για τον Μακρόν. Για έναν πολιτικό, ο οποίος κινείται στη διεθνή σκηνή μιλώντας για το κοινό ευρωπαϊκό πεπρωμένο και όραμα, σε μια εποχή που αναζητείται ο φέρελπις Ευρωπαίος ηγέτης η κρίση, πράγματι, μπορεί να γίνει ευκαιρία.
Ευκαιρία βέβαια μπορεί να γίνει η κρίση και για όλους όσους, ακριβώς επειδή κινούνται στην εξέδρα του αντισυστημικού, γίνονται ελκυστικοί στους ψηφοφόρους μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν αναλάβει εξουσία. Σε μια εποχή δε που η πληθώρα των προβλημάτων εύλογα δημιουργεί σε πολλούς την εντύπωση ότι όσοι ανέλαβαν την εξουσία μέχρι σήμερα, δεν επέλυσαν τα προβλήματα. Και ενδεχομένως τα γιγάντωσαν, μειώνοντας την εθνική ισχύ. Και στα πρόθυρα του πολέμου, όλα τα κράτη την εθνική τους ισχύ διεκδικούν. Είναι, λοιπόν, αναμενόμενο και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι σε εποχές κρίσης (και οικονομικής, όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα) ο εθνοκεντρισμός πάντα ενισχύεται.
Όπως και να έχει, αφενός το αποτέλεσμα των εκλογών είναι πάντα αβέβαιο, αφετέρου οι μετεκλογικές συμπεριφορές των πολιτικών δεν είναι πάντα συμβατές με τον προεκλογικό τους λόγο, κυρίως γιατί, όπως εύστοχα είχε επισημάνει ο καγκελάριος Όττο Φον Μπίσμαρκ, «Οι άνθρωποι ποτέ δεν λένε τόσα ψέματα, όσα στη διάρκεια του πολέμου και πριν τις εκλογές». Σήμερα δε, δυστυχώς, η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον και των δύο περιστάσεων.
***
Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη, Καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στη Νομική Sorbonne Paris Nord/IdEF, Αντιδήμαρχος Πειραιά