Κοινές οικόσιτες γάτες, όπως αυτές που γνωρίζουμε σήμερα, μπορεί να συντρόφευαν βοσκούς στο Καζακστάν ως κατοικίδια πριν από 1.000 χρόνια, όπως έδειξε ανάλυση σε έναν σχεδόν πλήρη σκελετό γάτας που βρέθηκε σε ανασκαφή στον αρχαίο Δρόμο του Μεταξιού στο νότιο Καζακστάν.
Διεθνής ομάδα ερευνητών από το MLU στη Γερμανία, το Πανεπιστήμιο Κορκίτ-Άτα Κιζιλόρντα στο Καζακστάν, το Πανεπιστήμιο του Τίμπινγκεν (Γερμανία) και την Ανώτερη Σχολή Οικονομικών στη Ρωσία αναδημιούργησε τη ζωή της γάτας, αποκαλύπτοντας νέα στοιχεία για τη σχέση μεταξύ ανθρώπων και κατοικιδίων κατά την περίοδο.
Η σχετική έρευνα πρόκειται να δημοσιοποιηθεί στο Scientific Reports. O γάτος, που εξετάστηκε από ομάδα υπό την Dr. Άσλεϊ Χαρούντα του MLU, δεν είχε ακριβώς εύκολη ζωή, καθώς είχε υποστεί αρκετά κατάγματα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ωστόσο κατάφερε να επιζήσει μετά το πρώτο έτος της ζωής του- και για τη Χαρούντα και τους συναδέλφους της, αυτό δείχνει πως κάποιοι τον φρόντισαν.
Στο πλαίσιο της έρευνας μελετήθηκαν τα ευρήματα μιας ανασκαφής στο Τζανκέντ, μεσαιωνικό οικισμό στα νότια της χώρας, όπου κατοικούσαν κυρίως Ογούζοι, τουρκικό φύλο που ήταν κυρίως ποιμένες. Εκεί ανακαλύφθηκε ένας πολύ καλά διατηρημένος σκελετός γάτας. Σύμφωνα με τη Χαρούντα, αυτό είναι αρκετά σπάνιο επειδή κανονικά σε ανασκαφές βρίσκονται μόνο μεμονωμένα οστά ζώων, που καθιστούν δύσκολη την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη ζωή του ζώου- αντίθετα με τους ανθρώπους, όπου βρίσκονται ολόκληροι σκελετοί.
«Ένας ανθρώπινος σκελετός είναι σαν βιογραφία κάποιου. Τα οστά παρέχουν πολλές πληροφορίες για το πώς το άτομο αυτό έζησε και τι βίωσε» είπε η Χαρούντα. Ωστόσο επί της προκειμένης οι ερευνητές ήταν τυχεροί: Μετά τον θάνατό του ο γάτος φαίνεται πως θάφτηκε, και ως εκ τούτου διατηρήθηκαν ολόκληρο το κρανίο, με την κάτω σιαγόνα, μέρη του ανώτερου τμήματος του σώματος, πόδια και τέσσερις σπόνδυλοι.
Η Χαρούντα συνεργάστηκε με διεθνή ομάδα αρχαιολόγων και ειδικών αρχαίου DNA. Εξέταση του σκελετού DNA αποκάλυψε λεπτομέρειες για τη ζωή του και τη διατροφή του: Όπως διαπιστώθηκε, είχε επιζήσει από αρκετά κατάγματα, ενώ η διατροφή του ήταν πολύ υψηλή σε πρωτεΐνη, αντίθετα με σκύλους που βρέθηκαν στην ανασκαφή και άλλες γάτες από την ίδια περίοδο. «Πρέπει να το τάιζαν άνθρωποι, αφού το ζώο είχε χάσει σχεδόν όλα του τα ζώα κατά το τέλος της ζωής του» είπε σχετικά η ερευνήτρια.
Αναλύσεις DNA έδειξαν επίσης πως το ζώο πιθανότατα ήταν οικόσιτη γάτα του είδους Felis catus L., και όχι κάποια συγγενική γάτα της στέππας. Κατά τη Χαρούντα, είναι αξιοσημείωτο που οι γάτες ήταν ήδη κατοικίδια στην περιοχή κατά τον 8ο μΧ αιώνα. «Οι Ογούζοι ήταν άνθρωποι που κρατούσαν ζώα μόνο εάν ήταν απαραίτητα για τη ζωή τους. Οι σκύλοι, για παράδειγμα, φυλάνε το κοπάδι. Δεν είχαν προφανείς χρήσεις για τις γάτες τότε» εξήγησε η ερευνήτρια.
Το γεγονός πως οι άνθρωποι της εποχής εκείνης διατηρούσαν και φρόντιζαν τέτοια «εξωτικά» ζώα υποδεικνύει μια πολιτιστική αλλαγή, η οποία πιστευόταν πως έλαβε χώρα πολύ αργότερα στην κεντρική Ασία. Η περιοχή αυτή θεωρείται πως καθυστέρησε ως προς τις αλλαγές στη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Ο οικισμός του Τζανκέντ, όπου βρέθηκε το λείψανο του γάτου, βρισκόταν πάνω στον Δρόμο του Μεταξιού, που συνέδεε την κεντρική και την ανατολική Ασία με τη Μεσόγειο από ξηράς. Σύμφωνα με τη Χαρούντα, το εύρημα αυτό υποδεικνύει επίσης πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις και ανταλλαγές μεταξύ των περιοχών από τις οποίες διερχόταν ο Δρόμος του Μεταξιού.