Tο χάλασμα του γεφυριού συνέβη όταν ο Άραχθος (σα να) δικαίωσε το όνομά του: αυτός που ταράζει, που συντρίβει τη γη. Άδικη οργή το μάνιωμα του ποταμού εκείνη τη νύχτα, ξημερώματα 2 Φεβρουαρίου του 2015- από το γεφύρι που τον κοσμούσε για περισσότερα από 150 χρόνια, τα ορμητικά νερά του άφησαν όρθια μόνο τα βάθρα, ανατολικό και δυτικό, σαν πέτρινα κούτσουρα στις αντίπερα όχθες.
Η γέφυρα της Πλάκας είχε στεριωθεί το 1866, σε έναν τόπο τραχύ, κλεισμένο απ’ τα βουνά της Νότιας Πίνδου, στους πρόποδες των Τζουμέρκων. Κτίστηκε με συλλογική υπερπροσπάθεια των κατοίκων των γύρω χωριών που προσπαθούσαν να διαβούν τον ορμητικό ρου του ποταμού- να συνδεθούν και να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο.
Όταν ο πρωτομάστορας Μπέκας το παρέδωσε τότε στην τοπική κοινωνία, η χαρά, η έκπληξή τους ακόμα (όταν είδαν την απότομη κορύφωση, την οξεία «καμπούρα» της καμάρας που το έκανε περίφημο σε όλη την Ελλάδα), πρέπει να ήταν ανυπολόγιστη, περισσότερο και από τους κόπους τους.
Είχαν προσπαθήσει ξανά οι άνθρωποι να σηκώσουν γεφύρι στο ίδιο σημείο του ποταμού. Αλλά όταν ο προηγούμενος μάστορας που είχε αναλάβει το έργο, έβαλε φωτιά στον ξύλινο σκελετό που κράταγε το γεφύρι, αυτό αφού αποκαλύφθηκε πέτρινο, απαστράπτον, τυλιγμένο φλογισμένες δοκούς, απότομα γκρέμισε, σωριάστηκε κομμάτια μες στον ποταμό.
Μετά από αυτή την καταστροφή, ήταν ο Μπέκας που τα κατάφερε και έφτιαξε τελικά το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων.
Σήμερα, η γέφυρα της Πλάκας είναι η μεγαλύτερη πέτρινη γέφυρα που αναστηλώθηκε στον κόσμο. Ήταν ένα μοναδικό εγχείρημα που η HuffPost Greece παρακολούθησε με εκετεταμένα ρεπορτάζ στα διαδοχικά στάδια της κατασκευής του.
Το Ε.Μ.Π. συνέδραμε αμέσως, αποφασιστικά: ο καθηγητής Δημήτρης Καλιαμπάκος, με καταγωγή από τα Τζουμέρκα κινητοποιήθηκε από την πρώτη στιγμή, ο Μανόλης Κορρές επισκέφτηκε πολλάκις τα Τζουμέρκα για τους σκοπούς του πρότζεκτ. Η επιστημονική επιτροπή που συνέστησε το Μετσόβειο Πολυτεχνείο εκπόνησε την μελέτη για την αναστήλωση της γέφυρας και δύο ελληνικές εταιρείες (ΑΦΟΙ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΙ Ο.Ε. και ΝΗΡΙΚΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ Α.Ε.) έκτισαν τη γέφυρα της Πλάκας ξανά. Ένα πέτρινο γεφύρι, καινούργιο αλλά απαράλλαχτο μ’ αυτό που έπεσε, στην ίδια θέση, με ακρίβεια χιλιοστού.
Η σύγχρονη μηχανική συνδυάστηκε καινοτομικά με τη λαϊκή γνώση και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της πέτρας, σε έναν τόπο που αποτέλεσε πατρίδα και αφετηρία πολλών εκ των περίφημων «μπουλουκιών» των ελλήνων μαστόρων που σεργιανούσαν τα Βαλκάνια. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας του 2020 είναι ότι οι άνθρωποι που εργάστηκαν εκεί- στο ίδιο ποτάμι, ανάμεσα απ’ αυτά τα βουνά- αρχιτεκτονικοί και μηχανικοί του Πολυτεχνείου, πετράδες και εργάτες, φτιάξανε ξανά το γεφύρι που έκτισε το 1866 ο πρωτομάστορας Μπέκας. Όχι κάτι που του μοιάζει.
Πολύ σύντομα οι βαρυχειμωνιές των Τζουμέρκων, οι βροχές και το ποτάμι θα ολοκληρώσουν αριστοτεχνικά το έργο τους. Η πατίνα του χρόνου θα είναι το τελευταίο λιθαράκι.
Τη γέφυρα της Πλάκας έκτισε το 1866 ο Τζουμερκιώτης πρωτομάστορας Κωνσταντίνος Μπέκας. Υπό τις οδηγίες του εργάστηκαν δεκάδες, εκατοντάδες άνθρωποι αν υπολογίσουμε και όσους βοήθησαν στη μεταφορά των τόνων πέτρας που χρησιμοποιήθηκαν. «Μπουλούκια» μαστόρων και «καλφάδων», των βοηθών τους δηλαδή: χτίστες και πετράδες, αλλά και πολλοί μεταλλουργοί που έφτιαχναν και επισκεύαζαν τα απαραίτητα εργαλεία για την κατασκευή του γεφυριού. Θαυμαστό επίτευγμα τεχνολογίας αλλά και λαϊκής γνώσης και παράδοσης αιώνων, η κατασκευή του χρηματοδοτήθηκε από τα μεγάλα Τζουμερκοχώρια τριγύρω: Άγναντα, Πράμαντα και Μελισσουργοί πρόσφεραν σχεδόν 200.000 γρόσια και άλλα 38.000 ο πολιτευτής Λούλης. Η φωτογραφία είναι του 1901 και ανήκε αρχικά στη συλλογή του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ Β΄ και μετέπειτα στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης.
Φωτογραφία της Γέφυρας της Πλάκας κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πιθανότατα μετά το 1944, οπότε υπέστη μεγάλες ζημιές από τους Γερμανούς. Η Ήπειρος ήταν βασική εστία της εθνικής αντίστασης στους κατακτητές και στη Γέφυρα της Πλάκας υπογράφηκε στα τέλη Φλεβάρη του 1944 συμφωνία τερματισμού του πρώτου εμφυλίου μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ. Οι σημαντικότερες φυσιογνωμίες της Αντίστασης βρέθηκαν εκεί: Άρης Βελουχιωτης και Ναπολέων Ζέρβας καταρχήν και μετά Σαράφης από τον ΕΛΑΣ, Κομνηνός Πυρομάγλου από τον ΕΔΕΣ, Ψαρρός και Καρτάλης από την ΕΚΚΑ. Η «ειρήνευση» και τα τσάμικα της αδελφοσύνης δεν κράτησαν για πολύ πάντως- ο εμφύλιος σπαραγμός κλιμακώθηκε γρήγορα ξανά, αγριότερος ακόμη. Ιστορικά φορτισμένος τόπος.
Η παλιά Γέφυρα της Πλάκας υπήρξε το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων. Για σχεδόν ενάμιση αιώνα «στεφάνωνε» τον Άραχθο ποταμό, ως πέτρινο διάδημά του. Σε έναν τραχύ, δύσβατο τόπο λειτούργησε ως μοχλός ανθρώπινης ανάπτυξης και έγινε σύμβολο όλων των Τζουμέρκων.
Η Γέφυρα της Πλάκας αποτελεί επίκεντρο εναλλακτικού τουρισμού και χαρακτηρίζει όλη την περιοχή, χαρίζοντας της όχι μόνο ομορφιά και αυθεντικότητα αλλά και υπεραξία σε κάθε δραστηριότητα εκεί. Το πέρασμα κάτω από την καμάρα του γεφυριού είναι μια μοναδική εμπειρία που καθιστά τα Τζουμέρκα αγαπημένο προορισμό.
Η καμάρα της γέφυρας της πλάκας αφήνει αμέσως στον επισκέπτη/ διαβάτη της μια χαρακτηριστική, οξυκόρυφη εντύπωση. Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ η καμάρα ξεκινάει με μια ορισμένη καμπύλη- ακτίνα, μετά από ένα σημείο η καμπυλότητα αλλάζει και η ακτίνα γίνεται μικρότερη. Έτσι δημιουργείται η έντονη εικόνα μιας απότομα ανορθωμένης κορύφωσής της. Ο πρωτομάστορας επέλεξε αυτή τη σχεδιαστική ιδιορρυθμία προσπαθώντας να κολλήσουν καλύτερα οι πέτρες. Λίγα χρόνια πριν ένας άλλος περίφημος μάστορας της εποχής, ο Ζιώγας από την Κόνιτσα (ο ίδιος που έκτισε το γεφύρι της Κόνιτσας) είχε δοκιμάσει να στήσει γεφύρι στην Πλάκα- μόλις το ξεκαλούπωσε, την μέρα των εγκαινίων του, οι πέτρες του γκρέμισαν εκκωφαντικά στα νερά του ποταμού.
Το καλντερίμι της παλιάς Γέφυρας. Το γεφύρι ξεχώριζε και σε φωτογραφία αν το έβλεπες- όποιος το αντίκριζε και, κυρίως, το περπατούσε σίγουρα το θυμόταν για πάντα. Τα παλιά χρόνια υπήρξε σύνορο Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (μέχρι το 1912) και υποστήριξε τη ζωή και την επικοινωνία των ανθρώπων στις αντίπερα όχθες του.
Θέα του Άραχθου ποταμού, όπως αυτός κατέρχεται μέσα απ’ τα βουνά των Τζουμέρκων, από το ψηλότερο σημείο της καμάρας του Γεφυριού της Πλάκας. Ο Άραχθος «υπαγόρευσε» και το χρονοδιάγραμμα, τον προγραμματισμό των εργασιών- τους περισσότερους μήνες του χρόνου είναι τεχνικά αδύνατο να δουλέψεις στην κοίτη του. Από το ποτάμι και τις όχθες συλλέχθηκαν πολλές από τις πέτρες της λιθοδομής του παλιού γεφυριού και όσες δεν θεωρήθηκαν πολύ «κουρασμένες», συντηρήθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν στην αναστήλωση, οι περισσότερες στο εσωτερικό τμήμα της τοιχοποιϊας και κάποιες στην πρόσοψή της: όχι απλά υλικά, αλλά «συνδετικοί κρίκοι» αιώνων.
Λίγες ώρες μετά την κατάρρευση της παλιάς Γέφυρας της Πλάκας. 2 Φεβρουαρίου 2015. Ο Άραχθος ήταν τόσο «φουσκωμένος» που δοκιμάστηκαν οι αντοχές και του Γεφυριού της Άρτας από τα ανταριασμένα νερά του, όπως κατέρχονταν με ορμή από την Πίνδο για να εκβάλλουν στον Αμβρακικό. Και το μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα στο Πουρνάρι, σε ασφυκτική απόσταση από την πόλη της Άρτας, πιέστηκε κι αυτό για να διαχειριστεί την κατάσταση.
Η γέφυρα της Πλάκας ακρωτηριασμένη. Το ποτάμι συνεχίζει να κυλάει μέσα απ’ το ψηλό φαράγγι, αλλά ο τόπος φαίνεται γυμνός, στερημένος.
Το δυτικό βάθρο, ότι απέμεινε μετά την καταστροφή. Γύρω του είχε τοποθετηθεί μεταλλικό προστατευτικό πλέγμα.
Το ανατολικό βάθρο της γέφυρας μετά την καταστροφή. Ο Άραχθος «έφαγε» τον βράχο όπου «πατάει» η λιθοδομή. Πλεον, στηρίζεται σε δώδεκα μεγάλους πασάλους των είκοσι μέτρων. Το πέτρινο κτίριο που φαίνεται πίσω, λειτουργούσε ως τελωνείο όταν ο ποταμός «χάραζε» το σύνορο Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πρώτα έργα για την αναστήλωση του γεφυριού: καταρχήν έπρεπε να αποκατασταθεί το έδαφος πάνω στο οποίο θα πατήσει το γεφύρι.
Για τον καθαρισμό του εδάφους και την επισκευή του δυτικού βάθρου της γέφυρας χρειάστηκε να διευθετηθεί η ροή του ποταμού. Και για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν εργασίες στην κοίτη του κατασκευάστηκε ένα πρόχειρο «φράγμα».
Κατασκευή μεταλλικής βάσης ύψους περίπου 10μ για την ασφαλή έδραση των ικριωμάτων του καλουπιού πάνω από τη χειμερινή στάθμη των υδάτων.
Μάστορες «πελεκάνοι» (όπως λέγονται στην αργκό της κατασκευής) δίνοντας μορφή στα καμαρολίθια, στις πέτρες δηλαδή που σχηματίζουν το τόξο της γέφυρας. Επιλέχθηκε ηπειρώτικη πέτρα- δείγματά της στάλθηκαν σε εργαστήριο για να επιβεβαιωθεί και χημικά ότι είναι παρόμοια σε μορφή, σκληρότητα και αντοχή με την πέτρα του παλιού γεφυριού.
Πετράδες λαξεύουν τις πέτρες για να τους δώσουν την κατάλληλη μορφή. Πρέπει να «σφηνώσουν» τέλεια μεταξύ τους: αυτός ήταν και ο σκοπός της τεχνικής των παλιών μαστόρων, η τοποθέτηση των λίθων στην κατασκευή να σφίγγει από το ίδιο της το βάρος.
Ο κτίστης με τον βοηθό του (κάλφα), τοποθετούν τις πέτρες της καμάρας. Στα πολύ παλιά χρόνια οι άνθρωποι κτίζανε ξηρολιθιές: πέτρα, χώμα και άλλη πέτρα απάνω. Μετά ανακάλυψαν, τυχαία ίσως, τον ασβέστη. Στο παλιό γεφύρι της Πλάκας οι χημικές αναλύσεις έδειξαν ότι χρησιμοποιήθηκε ασβεστοκονίαμα με ποταμίσια άμμο. Στην αναστήλωση οι σύγχρονοι μηχανικοί και αρχιτέκτονες «έδεσαν» τις πέτρες με χαλαζιακή άμμο και υδραυλική άσβεστο που εισήχθη από τη Γαλλία.
Το εργαλείο- πατέντα που καθοδηγούσε τον κτίστη στη σωστή εφαρμογή των πετρών της καμάρας. Στην αναστήλωση της γέφυρας χρησιμοποιήθηκαν περίπου χίλια κυβικά, δηλαδή 2.500 τόνοι πέτρας.
Επί τόπου εργαστηριακός ποιοτικός έλεγχος των κονιαμάτων και λήψη δοκιμίων για τον έλεγχό τους.
Ιούλιος 2019, κατασκευή ανατολικού μεσόβαθρου. Η ακρίβεια των διαστάσεων και της θέσης των θεμελίων του καλουπιού ήταν κρίσιμης σημασίας. Τα σημεία εντός της κοίτης του ποταμού προσδιορίζονταν με ειδικά λέϊζερ και η πιθανή απόκλιση δεν ήταν μεγαλύτερη από 1- 2 χιλιοστά. Το αναστηλωμένο γεφύρι στεριώθηκε ακριβώς στην ίδια θέση με το παλιό.
Για να γίνει το καλούπι της αναστηλωμένης γέφυρας οι κατασκευαστές πρότειναν την εξής μέθοδο: μια μεταλλική πλατφόρμα τοποθετήθηκε πάνω σε ισχυρά θεμέλια από μπετόν και εδαφοπασάλους. Σε αυτή την πλατφόρμα αναπτύχθηκε ισχυρή σκαλωσιά και επ’ αυτής τοποθετήθηκε το καλούπι (θολότυπος) πάνω στο οποίο κτίστηκαν οι πέτρες.
O μάστορας Μπέκας που έκτισε το παλιό γεφύρι, εμπειρικά σκεπτόμενος, θεώρησε ότι αν από ένα σημείο και μετά ανύψωνε ακόμα περισσότερο την καμάρα, θα ήταν και πιο σταθερή η κατασκευή. Σήμερα οι μηχανικοί και αρχιτέκτονες γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, για ιστορικούς λόγους ήταν, όμως, υποχρεωμένοι να κάνουν το ίδιο. Η αναστηλωμένη γέφυρα της Πλάκας έπρεπε να δίνει την ίδια ακριβώς οξυκόρυφη εντύπωση.
Ολοκλήρωση των εργασιών δόμησης με την κατασκευή του καλντεριμιού και την στηθαίων.
Τοποθέτηση ισχυρών μεταλλικών ικριωμάτων και ξύλινου καλουπιού για την ακριβή γεωμετρικά κατασκευή του κεντρικού τόξου.
Η αναστηλωμένη γέφυρα της Πλάκας στα τέλη Ιουνίου 2020. Από το εργοτάξιο που είχε στηθεί στην κοίτη του ποταμού απέμειναν μόνο ο μεγάλος γερανός και η μεταλλική πλατφόρμα. Η γέφυρα είναι έτοιμη.
H Γέφυρα της Πλάκας «στεφανώνει» ξανά τον Άραχθο. Αν οι επόμενες γενιές συντηρήσουν το γεφύρι σωστά, αυτό δε θα ξαναπέσει στους επόμενους αιώνες.