Ένα έργο 20 χρόνια μετά και οι σκέψεις μας για τη γυναίκα σήμερα.
.
.
.

Το έργο έχει ως εξής: εκεί γύρο στα τέλη του 20ου αιώνα και στο λυκόφως της πασοκικής μονοκρατορίας, η Ελλάδα κολυμπούσε αμέριμνη στο αμνιακό υγρό μιας φούσκας, μοιράζοντας αφιλοκερδώς θαλασσοδάνεια, διακοποδάνεια, εορτοδάνεια, ενώ η χρυσόσκονη της σουρεάλ πραγματικότητας δεν διέφερε καθόλου από τη φάρσα.

Το λάιφ στάιλ αλα γκρεκ ήρθε κι έριξε άγκυρα και στην κουζίνα του νεοέλληνα τα ταπεινά όσπρια και η σαρδέλα σερβίρονταν για πρώτο για να ακολουθήσει μετά η πατροπαράδοτη αστακομακαρονάδα.

Καγιέν και κάμπριο διπλοπαρκαρισμένες στα πεζοδρόμια με τα ηχεία στη διαπασών παιάνιζαν Μαζωνάκη και Κατερίνα Τοπάζη, ενώ τα χρηματιστηριακά γραφεία με σημαίες ευκαιρίας στριμώχνονταν δυό δυό σε ισόγεια και ημιώροφους. Το Internet σερνόταν - τα fax έπαιρναν φωτιά - και τα λεγόμενα ‘σόσιαλ μίντια’ σερβίριζαν τη φόλα της ψευδαίσθησης μέσα από τις σελίδες του Nitro και του Down Town

Τότε ακόμη δεν υπήρχε το Ίδρυμα Νιάρχος ούτε η Στέγη, ούτε το νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Το Εθνικό Θέατρο έλαμπε και η Επιθεώρηση μέσα από την πολιτική κλειδαρότρυπα φώτιζε φευγαλέα την Πανεπιστημίου και την Αλεξάνδρας πριν υποστείλει την σημαία της.

Στον ορίζοντα είχε ανατείλει το άστρο του Μεγάρου κάνοντας την Ακρόπολη να χλομιάσει… και σύμπας ο πληθυσμός λεκανοπεδίου και βάλε όμνυαν στον μεγαλοεκδότη που έσπασε τον κουμπαρά του και επένδυσε τα εκατομμύρια του στον πολιτισμό και τη διάδοση της όπερας... Οι κόκκινες κάρτες της ΔΟΕ μπαινόβγαιναν ανάλογα με την πορεία των έργων για το 2004 και οι εθνικοί εργολάβοι σιγά σιγά γέμιζαν την Αττική με τσιμεντένιους ελέφαντες που βόσκουν σήμερα εγκαταλελειμμένοι.

Αυτή την εποχή, τόσο σαν χρονικό πλαίσιο όσο και σαν σκηνικό, επιλέξαμε για την πρώτη μας κωμωδία. Τίτλος της: Γυναίκες στα χιόνια.*

Γιατί γυναίκες και γιατί στα χιόνια, θα ρωτήσετε. Γιατί τις λατρεύουμε και γιατί στο θέατρο η γυναίκα σαν ηρωίδα υπερβάλει στα όρια του αφύσικου. Σπάνια θα δείτε γυναίκες πραγματικές που δεν αγγίζουν την καρικατούρα ή την αγιοποίηση. Έπειτα, είναι ‘πολύχρωμες’, ανθεκτικές, ευμετάβλητες, απρόβλεπτες, αντιφατικές, ζηλιάρες, με δυο λέξεις ΑΛΗΘΙΝΕΣ. Και επιπλέον γιατί είχαμε άφθονο υλικό από φίλες, θειές, ξαδέλφες, συναδέλφους και χίλιες άλλες ζωντανές προσωπικότητες.

Γυναίκες που εκεί, μετά τα δεύτερα …άντα κουβαλάνε τις διαψεύσεις, τα όνειρα, τις ελπίδες, τις αγωνίες, τους φόβους, τις υστερίες τους σαν δεύτερη σκευή και ανεβαίνουν το βουνό της ωρίμανσης και της αποδοχής μέσα από τις σχέσεις τους με το ίδιο το φύλο τους.

Το χιόνι, μπήκε σαν στοιχείο της φύσης που μαγεύει με την απαλότητα του παρ’ όλους τους κινδύνους που κρύβει, και μεταφορικά, γιατί βοηθάει να γεννηθούν αληθινές συγκρούσεις μέσα από θαμμένα μυστικά και ψέματα που δοκιμάζουν αλλά δεν κλονίζουν τις ηρωίδες.

Οι τέσσερις γυναίκες μας, (Ηρώ, Βέτα, Στάσα, Μάνια) ανεβαίνουν στην Αράχοβα για να ξεκουραστούν από το άγχος και το καυσαέριο που γεννάει η Αθήνα. Ήδη από την πρώτη σκηνή αλληλοσυστήνονται μέσα από τις πρώτες συγκρούσεις.

Η Ηρώ είναι κομψευόμενη και επιφανειακή, η Βέτα χωρισμένη και φανατική καπνίστρια, η Στάσα δημόσιος υπάλληλος με δύο γιούς που σπουδάζουν στα ΤΕΙ Καβάλας (νυν Διεθνές Πανεπιστήμιο !!!) και η Μάνια αριστερή σαν ρώσικη σαλάτα, ανεξάρτητη οικονομικά με μια μάνα κατάκοιτη.

Καταλύτης σ’ αυτήν την μακροχρόνια φιλία, είναι δύο άλλες γυναίκες που προστίθενται στη συνέχεια. Η Κάθριν Καραμπάτσος(!) Ελληνοαμερικάνα που μετά τον θάνατο των γονιών της από τροχαίο στην Αστόρια έρχεται στην Ελλάδα να ανακαλύψει το μυστικό της υιοθεσίας της στα αρχεία του… Άγιου Στυλιανού και η Λαρίσα, πρόσφυγας από το Σοχούμι της Αμπχαζίας που εργάζεται σαν καθαρίστρια στο ξενοδοχείο που καταλύει η παρέα.

Το απρόβλεπτο τις βρίσκει στην καρδιά μιας χιονοθύελλας που απειλεί τη ζωή της Ηρώς και τη συνοχή της παρέας γιατί ταυτόχρονα με το χιόνι, εμφανίζεται και ο Ντίνος (με τα κοντά δάχτυλα) ο οποίος αφού διέλυσε τη σχέση του με την Ηρώ, πολιορκεί τη Μάνια ερήμην της πρώτης. Το ταξίδι τους κάτω από την πίεση των αποκαλύψεων λήγει άδοξα. Η Αράχοβα φαντάζει απειλητική μέσα στην ασπρίλα της. Δεν είναι μόνο η αντιπαράθεση των δυο γυναικών, είναι και η αυθόρμητη αντιπάθεια που γεννιέται ανάμεσα σε Βέτα και Κάθριν, αγνοώντας και οι δυο το δεσμό αίματος που τις δένει μέσα από ένα άρρητο μυστικό που πήρε η μάνα της Βέτας στον τάφο.

Οι έξι γυναίκες επιστρέφουν φοβισμένες στην Αθήνα. Οι εξηγήσεις θα δοθούν στο ρετιρέ της Μάνιας με θέα την κατάφωτη Ακρόπολη, όταν θα αναζητήσουν τις λύσεις και θα επιβεβαιώσουν τους όρκους στοργής και φιλίας που τις ένωναν τα χρόνια της κοινής τους ζωής.

Ξαναδιαβάζοντας το έργο ύστερα από είκοσι χρόνια, διαπιστώνουμε πόσο αθώες και πόσο αγαπησιάρες είναι οι ηρωίδες μας σήμερα. Απουσιάζει το μίσος, ο φθόνος, η υστεροβουλία ακόμη κι όταν αισθάνονται πως χάνουν το παιχνίδι, όταν αδικούνται. Δεν βιτριολίζουν λεκτικά ή σωματικά η μία την άλλη, δεν μαχαιρώνουν πισώπλατα, δεν δολοφονούν. Οδηγούν στα όρια τις αντοχές τους, εξαντλούν σε αυστηρότητα την κριτική τους κι όταν τα πνεύματα ηρεμήσουν, ομονοούν πάνω από ένα ζεστό πιάτο που έχει ετοιμάσει η Λαρίσα.

Σήμερα, που η τοξικότητα των κοινωνικών δικτύων παίζει με την ψυχική υγεία, την υπόσταση και τη σωματική ακεραιότητα μας, σήμερα που η κάμερα υποκατέστησε τη γλώσσα και την έκφραση, σήμερα που με ένα κλικ μεταφέρεσαι στο άπειρο ή γκρεμίζεσαι στην άβυσσο, η ανάβαση στην Αράχοβα μοιάζει με την προπαίδεια ή το « Άννα, να ένα μήλο…».

Γι΄αυτό θεωρούμε τις σημερινές γυναίκες θύματα μιας άκρατης και άκριτης έκθεσης για την οποία ελάχιστη ευθύνη έχουν. Μέσα από την ανελέητη πάλη με τα στερεότυπα γενεών, αγωνίζονται να καταργήσουν εκείνο το μοντέλο που θεωρεί τη γυναίκα αναλώσιμο είδος περιορισμένης διάρκειας και με ημερομηνία λήξης. Λευκή τη θέλουμε και να λιώνει γρήγορα… Όπως το χιόνι.

*Οι Γυναίκες στα Χιόνια ανέβηκαν το 2005 στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας με τεράστια επιτυχία, σε σκηνοθεσία του νυν Δ/ντή του Εθνικού Θεάτρου Γιάννη Μόσχου.

Δημοφιλή