Γράφει ο Γιάννης Δασκαρόλης (προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του «Γενναίος Κολοκοτρώνης - ο έφηβος οπλαρχηγός του 1821» από τις εκδόσεις Παπαζήση)
Αντίσταση και κλεφτοπόλεμος κατά του Ιμπραήμ και η οχύρωση του κάστρου της Καρύταινας (Αύγουστος 1825-Απρίλιος 1826)
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, η επιστροφή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο μέσω Πατρών στις 30 Απριλίου με αισθητά μειωμένο στρατό [1] σήμανε την επαναδραστηριοποίηση του εχθρού, με την ελληνική παράταξη να έχει σαφώς λιγότερες δυνάμεις για να τον αντιμετωπίσει.
Ο Ιμπραήμ αρχικά εκστράτευσε ξανά στην Ηλεία και στην ορεινή Αρκαδία, τις οποίες κατέκαψε, καταδιώκοντας για να σκλαβώσει τους αμάχους κατοίκους τους.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης εξαπέλυσε μια σειρά από τοπικές επιθέσεις [2] προς όλα τα τμήματα του Ιμπραήμ που διεξήγαγαν τις δηώσεις, ενώ ο Γενναίος με το τμήμα του είχε οχυρώσει το Δερβένι, όπου νίκησε τους επιτιθέμενους Αιγυπτίους.
Σύντομα όμως η ελλιπής οργάνωση των Ελλήνων, αλλά κυρίως η έλλειψη ανεφοδιασμού που είχε καταστεί βασανιστική, διέσπασε τους σχηματισμούς τους, καθώς πολλοί στρατιώτες τούς εγκατέλειπαν.[3]
Ο Ιμπραήμ ύστερα από μεγάλες ετοιμασίες εισέβαλε στη Μάνη με 8.000 άνδρες, ελπίζοντας να καθυποτάξει τη λακωνική χερσόνησο στηριζόμενος στη διχόνοια και των ανταγωνισμό των τοπικών φατριών της περιοχής.
Στην επιστολή του, που ζητούσε την υποταγή τους, οι Μανιάτες τού απάντησαν ότι τον περιμένουν με όσες δυνάμεις θα ήθελε και συγκεντρώθηκαν όλοι οι επικεφαλής των φατριών τους μονιασμένοι στα σύνορα Μεσσηνίας - Λακωνίας στη θέση Βέργα, την οποία και οχύρωσαν.
Στην ολοήμερη επίθεση που δέχθηκαν στις 22 Ιουνίου, οι 5.000 Μανιάτες νίκησαν και επέφεραν στους Αιγυπτίους μεγάλες απώλειες.
Επιπροσθέτως και κατεξοχήν, στην επίθεση της 24ης Ιουνίου, όταν ένα τμήμα των Αιγυπτίων που αποβιβάστηκε αιφνιδιαστικά στα νώτα των αμυνόμενων στο Διρό, αντιμετώπισε τον όλεθρο ακόμα και από αμάχους, γυναίκες, ηλικιωμένους και παιδιά, που τους επιτέθηκαν ένοπλοι.[4]
Σε δεύτερη εκστρατεία του τον Ιούλιο στη Μάνη, ο Ιμπραήμ γνώρισε μια σειρά από ταπεινωτικές ήττες σε όλα τα σημεία της χερσονήσου από τους Μανιάτες, που τον έπεισαν να μην επαναλάβει το εγχείρημα.
Αφού ηττήθηκε από τους Μανιάτες, ο Ιμπραήμ συνέχισε τις επιθέσεις του στην Κορινθία, στο παράλιο Άστρος και εκ νέου στην ορεινή Αρκαδία, όπου οι κάτοικοι των περιοχών αυτών βίωσαν εκ νέου τον απόλυτο τρόμο.[5]
Αποσπάσματα των Ελλήνων υπό τους Πλαπούτα, Γενναίο και Τσώκρη ακολουθούσαν κατά πόδας τα στρατεύματα του Ιμπραήμ, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας όσους περισσότερους εχθρούς μπορούσαν με ενέδρες στα Βουρλιά και στα Βέργια, αλλά και με συνεχείς αιφνιδιαστικές επιθέσεις. [6]
Πάντως, παρά την τρομοκρατία, τις καταστροφές, τις δηώσεις, τις δολοφονίες και τον εξανδραποδισμό που είχε επιβάλει στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, στα τέλη του 1826 ο Ιμπραήμ ήλεγχε στρατιωτικά μόνο την Τριπολιτσά και τα κάστρα της Μεσσηνίας. Πουθενά αλλού δεν ασκούσε απρόσκοπτη εξουσία, οι συγκοινωνίες και τα σταυροδρόμια κατέχονταν από τους Έλληνες, που αμφισβητούσαν επίμονα το έδαφος που κατείχε, σπιθαμή προς σπιθαμή, μέρα και νύχτα, ανά πάσα στιγμή. [7]
Τα τμήματά του δεν μπορούσαν να κινηθούν πουθενά με σχετική ασφάλεια καθώς αντιμετώπιζαν ακροβολισμούς Ελλήνων ενόπλων, ενώ η ελληνική αντίσταση εναντίον του δεν έπαυσε ποτέ, είτε οργανωμένη και ισχυρή είτε όχι.
Ο κλεφτοπόλεμος και η συνεχής παρενόχληση κατά των Αιγυπτίων έλαβε παλλαϊκό χαρακτήρα και ο Γενναίος μαζί με τον Νικηταρά πρωταγωνίστησαν σε αυτόν, ηγούμενοι ενός ανηλεούς κλεφτοπόλεμου σε δεκάδες ενέδρες και μικροσυμπλοκές στην Αρκαδία και στην Αργολίδα. [8]
Οπλαρχηγοί όπως ο Αδάμ Κορέλας, ο Ηλίας Μπούναρος, ο Λάμπρος Ρηζιώτης και ο Νικολός Μπερτσοβίτης εκπαίδευσαν τους στρατιώτες τους ώστε να εισέρχονται τη νύχτα καταδρομικά στο στρατόπεδο του εχθρού και να αρπάζουν ανθρώπους, ζώα, προμήθειες και όπλα, ενώ πολλούς τους σκότωναν στον ύπνο τους. [9]
Από τους 24.000 στρατιώτες που είχαν συνολικά εκστρατεύσει στην Ελλάδα, την άνοιξη του 1827 είχαν απομείνει στον Ιμπραήμ μόλις 8.000 σε κακή κατάσταση, υποσιτισμένοι, αρκετοί εξ αυτών τραυματίες, [10] απλήρωτοι και με πολύ χαμηλό ηθικό. [11]
Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Γάλλο Lauvergne ο Ιμπραήμ είχε μπροστά του έναν λαό που πολεμούσε με το πάθος της απελπισίας. Άρα ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει τον πόλεμο εξόντωσης ώσπου ένας από τους δύο αντιπάλους να παραδεχθεί ότι ηττήθηκε. Αλλά αυτός δεν θα μπορούσε να είναι οι Έλληνες, καθώς είχαν αποφασίσει να πολεμήσουν ως τον θάνατο.
Η αρχική βάναυση και άνανδρη συμπεριφορά του επίσης είχε εξαναγκάσει τους Έλληνες σε έναν απελπισμένο αγώνα διαρκείας αργής αποδυνάμωσης των Αιγυπτίων, τους οποίους εξόντωναν σε χαράδρες, σε ενέδρες και σε νυκτερινές επιθέσεις. Θερίζοντας ο θάνατος τις μανάδες και τις συζύγους, όπλιζε το χέρι του γιου και του συζύγου. [12]
Πάντως και οι Έλληνες ήταν πολύ καταπονημένοι και εξαντλημένοι, αδυνατούσαν να σχηματίσουν ένα ενιαίο στρατόπεδο για να εκμεταλλευτούν την κόπωση των Αιγυπτίων και να τους συντρίψουν, είτε λόγω έλλειψης πόρων [13] είτε λόγω εσωτερικών ανταγωνισμών, που δεν έλειψαν ακόμη και σε εκείνη την τόσο κρίσιμη συγκυρία.[14]
Η δυσκολία ανεφοδιασμού των Ελλήνων οπλοφόρων και οι παροτρύνσεις των αμάχων της Καρύταινας και των γύρω περιοχών, έπεισαν τον Γενναίο να πάρει την πρωτοβουλία για να οχυρώσει [15] και να εξοπλίσει με εννέα κανόνια το παλαιό[16] βυζαντινό κάστρο του Καρύταινας, [17] χρησιμοποιώντας τους ντόπιους [18] και τους αιχμαλώτους Αιγυπτίους [19] για αγγαρείες.
Το κάστρο αυτό χρησίμευσε ως καταφύγιο των αμάχων στις ληστρικές επιθέσεις του Ιμπραήμ που ακολούθησαν.
Η πρωτοβουλία του Γενναίου έγινε δεκτή με ευμένεια από όλους τους κατοίκους των περιοχών αυτών, όπως φαίνεται από γραπτές αναφορές τους στην κυβέρνηση, [20] αλλά και από τους ηγούμενους των μοναστηριών της περιοχής.[21]
Στα τέλη Ιανουαρίου 1827 το φρούριο ήταν πλέον έτοιμο να πολεμήσει καθώς διέθετε υδατοδεξαμενές, φούρνους, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, ενώ ο Γενναίος ζήτησε από την κυβέρνηση να το εφοδιάσει με όλα τα απαραίτητα για να καταστεί πιο αξιόμαχο.
Το φρούριο πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες καθώς βρισκόταν σε ύψωμα, είχε πολύ καλή ορατότητα προς όλες τις κατευθύνσεις και με συνθηματικά ενημέρωνε εγκαίρως όλη την Καρύταινα για τα κινήματα του τουρκικού στρατού.[22]
Ακολούθως με συνθηματικά από βουνό σε βουνό, οι Έλληνες μάθαιναν για τα κινήματα των Τούρκων και κατέφευγαν στα όρη μετακομίζοντας όσα περισσότερα ζώα και τρόφιμα μπορούσαν. [23]
Όλοι οι καταδιωκόμενοι των κοντινών περιοχών κατέφευγαν στο κάστρο, ενώ εκεί είχε την έδρα της η δημογεροντία της Καρύταινας, που λειτουργούσε ως πολιτική διοίκηση των μερών αυτών με αγαθά αποτελέσματα για τους πληθυσμούς, καθώς ο Ιμπραήμ δεν τόλμησε ποτέ να του επιτεθεί.[24]
Φρούραρχος ορίστηκε ο άξιος οπλαρχηγός Βασίλειος Δημητρακόπουλος, που παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τέλους, επονομαζόμενος και Τουρκοβασίλης για τη σκληρότητα που επιδείκνυε εναντίον όσων προσκυνούσαν και εγκατέλειπαν τον Αγώνα.[25]
Χάρις στην άοκνη δραστηριότητά του και τη συνεχή καταπολέμηση του Ιμπραήμ, ο Γενναίος είχε πλέον αναδειχθεί σε εκείνη τη συγκυρία ο τρίτος σημαντικότερος οπλαρχηγός της Πελοποννήσου και πολλοί θεωρούσαν ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης, χωρίς την αρωγή του 20χρονου τότε γιου του, δεν θα μπορούσε να εκτελέσει κανένα στρατιωτικό σχέδιο.
Ακόμη και ο Καραϊσκάκης είχε κάνει παρατήρηση στον Γενναίο να μη ριψοκινδυνεύει τόσο πολύ στη μάχη, καθώς ο θάνατός του θα αποδυνάμωνε αποφασιστικά τον πατέρα του Θεόδωρο και ίσως κατέστρεφε την ίδια την επανάσταση.[26]
Το καλοκαίρι του 1826 η στρατιωτική φήμη του Γενναίου είχε φτάσει στο απόγειό της και όλοι οι στρατιώτες και αξιωματικοί της Τριπολιτσάς με επιστολή τους ζήτησαν να προσχωρήσουν στο Σώμα του και να λαμβάνουν διαταγές μόνο από αυτόν. [27]
Επίσης ο Γενναίος είχε υιοθετήσει και τις νυχτερινές επιθέσεις εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων, που προκαλούσαν πανικό και φόβο. Σε μια τέτοια νυχτερινή επίθεση στις 10 Ιανουαρίου 1827 εναντίον εφοδιοπομπής, οι Έλληνες σκότωσαν 40 στρατιώτες και τους έκλεψαν 200 ζώα.[28]
[1] Οι Αιγύπτιοι είχαν σοβαρές απώλειες τόσο κατά την πολιορκία όσο και την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου. Σύμφωνα με τον Gordon, ο Ιμπραήμ επέστρεψε με μόλις 3.500 στρατιώτες, αλλά έλαβε επικουρίες 2.500 στρατιώτες από τον Σουλεϊμάν Μπέη. Γόρδων Θωμάς, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως (τόμος Γ΄), σελ. 170.
[2] «Από το στρατόπεδον των Ελλήνων δεν έλειπον ποτέ να πηγαίνουν εις αποσπάσματα δι’ ενέδρας, όπου καθ’ ημέραν εσκότωναν Τούρκους και έφερναν ενδύματα, όπλα και ζώα Τουρκικά…» Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 184.
[3] «Ο Γενναίος και ο Δ. Πλαπούτας είχον μεγάλην στέρησιν τροφών και δεν ηδύναντο να συνάξουν αρκετόν σώμα διά να υπάγουν εναντίον του Ιμπραήμπασά…» Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 189.
[4] Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις (τόμος Ε΄), σελ. 424.
[5] Χρυσανθόπουλος Φώτιος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα (τόμος Β΄), σελ. 217-246.
[6] Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα (Χειρόγραφον Δεύτερον 1821-1862), σελ. 40.
[7] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία Νέου Ελληνισμού (τόμος Ζ΄), σελ. 559.
[8] Κολοκοτρώνης Γενναίος, Επιστολαί και διάφορα έγγραφα, σελ. 350-360.
[9] «… εβράδυαζαν αλλά δεν εξημερώνοντο…» Χρυσανθόπουλος Φώτιος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα (τόμος Β΄), σελ. 141.
[10] Χέρτσμπεργκ Γουσταύος, Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως (τόμος Γ΄), σελ. 95.
[11] Βακαλόπουλος Απόστολος, Ιστορία Νέου Ελληνισμού (τόμος Ζ΄), σελ. 581.
[12] Σιμόπουλος Κυριάκος, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21(τόμος Δ΄), σελ. 273.
[13] «Ο Γενναίος και ο Δ. Πλαπούτας είχον μεγάλην στέρησιν τροφών και δεν εδύναντο να συνάξουν αρκετό σώμα διά να υπάγουν εναντίον του Ιμπραήμπασά», Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 144.
[14] Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των Ελλήνων εντάθηκαν πάλι κυρίως στην Κορινθία και στη Βοστίτσα, και ήταν τόσο σοβαρές ώστε να υπονομεύουν τις διεθνείς ενέργειες για την αίσια λύση του ελληνικού ζητήματος. Επιστολή Δεριγνύ προς την Ελληνική κυβέρνηση, 22ης Οκτωβρίου 1826. Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις (τόμος Ε΄), σελ. 463.
[15] «Ο Γενναίος εις Καρύταινα εσύναξε τους προκρίτους της Καρυταίνης και εσύστησαν δημογεροντίαν φέροντας και μαστόρους, ξυλικήν, καρφικήν ύλην και λοιπά και επροχώρει η επισκευή του φρουρίου…» Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 191.
[16] «εις τας 16 του Οκτωβρίου, όπου επισκέφθη το σεσαθρωμένον φρούριον, όπου ήτον από τόσους αιώνας κατακρημνισμένον, αλλά είχε τας στέρνας γεράς, και αυτό τον έκαμε το περισσότερον να το επισκευάση…» Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 190.
[17] «Έστειλεν ο Γενναίος εις Ζάκυνθον και του έφερον παξιμάδι, δύο κανόνια, πυρίτιδα, χαρτί και μολύβι διά εφόδια του φρουρίου. Έφερεν επίσης και δύο άλλα κανόνια, τα οποία ήτον εις του Λάλα…» Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 191.
[18] Ο άσπονδος εχθρός του Κανέλλος Δεληγιάννης κατηγορεί τον Γενναίο ότι καταπίεζε τους ντόπιους, «γενόμενος σατράπης» για να χτίσει το φρούριο.
[19] «Αλλά οι Έλληνες κάμνοντας καθημερινώς ενέδρας και πιάνοντας ζωντανούς Άραβας δεν τους εφόνευσαν αλλά τους έστελναν εις το φρούριον της Καρυταίνης, οι οποίοι χρησίμευσαν ως εργάται». Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα, σελ. 144.
[20] Κολοκοτρώνης Γενναίος, Επιστολαί και διάφορα έγγραφα, σελ. 395. Φραντζής Αμβρόσιος, Επιτομή της Ιστορίας (τόμος Β΄), σελ. 477.
[21] Δημητρακόπουλος Βασίλειος, Συνοπτική έκθεσις περί των γερουσιαστικών προσόντων του στρατηγού Ι. Θ. Κολοκοτρώνου, σελ. 37.
[22] Ο Νίκος Καζαντζάκης, στο Ταξιδεύοντας στο Μοριά, είχε χαρακτηρίσει την Καρύταινα το «Τολέδο της Ελλάδας»:
«H Καρύταινα είναι αληθινά το Τολέδο της Ελλάδας… το κάστρο έρημο, σταχτόμαυρο σα γεράκι, σηκώνεται στην κορφή και βιγλίζει. … τα σύννεφα είχαν πληθύνει και περνούσαν γρήγορα, ρίχνοντας τεράστιους ίσκιους απάνω στα βουνά και κάτω στον κάμπο. Κι όταν αντικρίσαμε πάνω από το λόφο το ξακουστό κάστρο της Καρύταινας, νιώσαμε πως σήμερα, σε τέτοιο ανήσυχο φωτισμό και με τέτοιες σύγχρονες έγνοιες, το κάστρο τούτο το άγριο, το πολεμικό, το απότομο, διατυπώνει πιστότερα από κάθε ελληνικό ναό το τοπίο γύρα μας και μέσα μας».
[23] Χρυσανθόπουλος Φώτιος (Φωτάκος), Απομνημονεύματα (τόμος Β΄), σελ. 310.
[24] Κολοκοτρώνης Γενναίος, Απομνημονεύματα (Χειρόγραφον Δεύτερον 1821-1862), σελ. 40.
[25] Απόγονος του Βασίλειου Δημητρακόπουλου ήταν ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης,
[26] Λάππας Τάκης, Κολοκοτρώνης, εκδόσεις Ατλαντίς, χ.χ., σελ. 172.
[27] Κολοκοτρώνης Γενναίος, Επιστολαί και διάφορα έγγραφα, σελ. 316.
[28] «… την αυτήν ημέραν εκοιμήθηκαν εις το Λεοντάρι από κάτω και επήγαν οι Έλληνες διά νυκτός κατ’ επάνω τους, και χωριστά όπου τους πήραν ένα πλήθος ζώων, τους έδωσαν και μιαν φωτιάν, ώστε κύριος οίδε τι έγινεν, εβάσταξαν ντουφέκι ολίγον και μετά έφυγαν…» Επιστολή Γενναίου Κολοκοτρώνη προς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη 15ης Ιανουαρίου 1827. Κολοκοτρώνης Γενναίος, Επιστολαί και διάφορα έγγραφα, σελ. 396-397.