Badlands. Eάν το μεταφράζαμε θα λέγαμε απλά κακός τόπος. Όμως πρόκειται για έναν γεωλογικό όρο, που αναφέρεται σ΄ ένα ξηρό και βραχώδες έδαφος, ένα διαβρωμένο έδαφος, έναν ξερότοπο.
Την μεταφορική του έννοια τη συνέλαβε και την απέδωσε κινηματογραφικά ο Τέρενς Μάλικ με την ομώνυμη ταινία του το 1973. Η ιστορία είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία του Τσαρλς Σταρκγουέδερ, φανατικού θαυμαστή του Τζέιμς Ντιν - του «επαναστάτη χωρίς αιτία» - και της 13χρονης φίλης του, που το 1959 συγκλόνισαν την Αμερική σκοτώνοντας 11 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των γονιών της.
Ο Μάλικ βάζει τους Μάρτιν Σιν (Κιτ) και τη Σίσι Σπέισεκ (Χόλι), να γκρεμίσουν το Αμερικάνικο Όνειρο. Το δίδυμο αυτό αδίστακτο και βίαιο, όπως ο Μπόνι και Κλάιντ και μετέπειτα το ζευγάρι των «Γεννημένων Δολοφόνων» του Όλιβερ Στόουν, είναι ο πρόδρομος αυτών που υπέβοσκαν και τώρα αναδύονται σε ένα μετα-νεωτερικό μέλλον, ασύλληπτο για όσους έχουμε ακόμη την παραδοσιακή εικόνα της κοινότητας, την αίσθηση ενός ευρωπαϊκού παρελθόντος και του ανήκειν σε μια κοινή ιστορία.
Στην ταινία ο 25χρονος σκουπιδιάρης Κιτ σκοτώνει τον πατέρα της 15χρονης Χόλι, όταν ο τελευταίος αρνείται να συναινέσει στη σχέση τους. Από το σημείο εκείνο αρχίζει μια περιπλάνηση των δύο με φόντο το απέραντο και απόκοσμο αμερικάνικο τοπίο. Οπουδήποτε συναντούν ανθρώπους που στέκονται στο δρόμο τους, τους δολοφονούν. Ο Κιτ σκουπιδιάρης στο επάγγελμα, ένας συμβολισμός ίσως για τα «white trash» - τα λευκά σκουπίδια, όπως ονομάζουν τους φτωχούς εξαθλιωμένους λευκούς του αμερικάνικου νότου - αναζητεί τη διαφορετικότητά του, όπως δηλώνει στην ταινία.
Ένα ζευγάρι δολοφόνων χωρίς ρίζες, χωρίς ήρωες και πρότυπα, που κινείται στο σύμπαν της τυχαιότητας που οδηγεί στο μηδέν.
Στη ταινία «Γεννημένοι Δολοφόνοι» η ιστορία της βίας επαναλαμβάνεται. Παρόμοια τοπία, badlands και ένα ζευγάρι white trash, που ζει σαν να μην υπάρχει αύριο, σκορπίζοντας το θάνατο.
«Είναι γεννημένοι δολοφόνοι γιατί είναι γεννημένοι Αμερικανοί» (They are natural born killers because they are natural born Americans) είχε πει κάποτε ο Ολιβερ Στόουν.
Τα πλάνα της ταινίας είναι γρήγορα, κοφτά, βίαια, όπως και οι διαφημίσεις στην τηλεόραση. «Οι άνθρωποι έχουν ψεύτικη ζωή» είχε πει ο σκηνοθέτης της ταινίας, σχολιάζοντας το πως η τηλεόραση επηρεάζει το θυμικό των Αμερικανών.
Η φονική επίθεση στο Τέξας, όπου ο 18χρονος Σαλβαδόρ Ράμος σκότωσε 20 ανθρώπους στην πλειονότητά τους παιδιά, είναι η πλέον πολύνεκρη στην ιστορία της Πολιτείας και η δεύτερη στην ιστορία των ΗΠΑ.
«Είμαι πολύ διαφορετικός τώρα. Δεν θα με αναγνώριζες», έγραψε ο Ράμος μέσω των κοινωνικών μέσω δικτύωσης σε γνωστό του, δείχνοντάς του σε φωτογραφία τα όπλα του.
Και τα παιδιά; Πράγματι στις ΗΠΑ εξυμνείται η νεότητα, τα παιδιά ως μελλοντικοί καταναλωτές, στόχοι των διαφημιστικών επιτελείων, οι μεγάλοι δεν επιτρέπεται να γεράσουν, η ρόδα του συστήματος πρέπει να γυρίζει, όλοι στον τροχό σαν χάμστερ. Η οικογένεια έχει αλλάξει και αλλάζει. Ίσως πλέον να μην υπάρχει και Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα. Τα παιδιά δεν ξέρουν πως να είναι πια παιδιά.
Από τους χρυσοθήρες, στο χρηματιστήριο. Η πεμπτουσία του Αμερικάνικου Ονείρου είναι η επιτυχία και αυτή πρέπει να είναι χειροπιαστή, «πόσα βγάζεις». Αλίμονο σε αυτούς που μένουν εκτός συστήματος.
Και η αγάπη; Η αποδοχή; Το συναίσθημα;
Ενα σύστημα που προσομοιάζει με αυτό του αμερικάνικου τοπίου, ξερότοπος. Είναι αυτή η έρημος που γοήτευσε τον Μποντριγιάρ όταν επισκέφθηκε την Αμερική. Το κενό που μπορεί να το βρει κανείς σε όλους τους θεσμούς. «Η πρωτόγονη κοινωνία του μέλλοντος».
Αυτός ο «κακός τόπος» είναι παντού, στη Νέα Υόρκη, στο Λος Αντζελες, σε όλες τις μεγαλούπολεις και στο απέραντο εθνικό οδικό δίκτυο. Οι άνθρωποι περιφέρονται σαν σιλουέτες που έχουν δραπετεύσει από τη σπηλιά του Πλάτωνα, λέει χαρακτηριστικά ο Γάλλος φιλόσοφος, που είδε τον πρωτογονισμό της πιο προηγμένης τεχνολογικά και όχι μόνο, χώρας.
Μια βόλτα σ΄ένα δρομάκι του Παρισιού σε τοποθετεί αυτομάτως στο 1800. Η ξεπερασμένη Ευρώπη είναι αυτή που εξακολουθεί να δίνει νόημα στην ύπαρξη. Για πόσο όμως;
Η αμερικάνικη έρημος, ψυχικά και κυριολεκτικά είναι η λήθη, η έλλειψη ιστορικής μνήμης και κουλτούρας. Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι δυσανάγνωστο γι΄αυτό και στην Αμερική θα ακούσει κανείς συχνά «επειδή το λέει ο νόμος». Η κοινωνικότητα είναι σχεδόν ποινικοποιημένη, τα πάντα πρέπει να ρυθμίζονται. Ακόμη και οι πινακίδες στους αυτοκινητόδρομους έχουν αυτό τον τόνο. «Στην επόμενη έξοδο πρέπει να βγεις», αυτό το «Must Exit» είναι που επισημαίνει ο Ευρωπαίος Μποντριγιάρ.
Τα πάντα υπό έλεγχο, ακόμη και το συναίσθημα. Και δεν υπάρχει καλύτερο μέσο γι΄αυτό από την τηλεόραση.
Για την τηλεόραση και τα αμερικάνικα σίριαλ γράφει ο Μποντριγιάρ: «Η προσθήκη γέλιου κονσέρβας στα αμερικάνικα σίριαλ έχει πάρει τη θέση του χορού στην ελληνική τραγωδία...Είναι το τέρας από την ταινία Alien που τριγυρνά σε όλους τους διαδρόμους του διαστημόπλοιου. Είναι η σαρκαστική έξαρση μιας πουριτανικής κουλτούρας». Δεν έχουν αφήσει στους Αμερικανούς ούτε τη χαρά τους να διαχειριστούν, τη διαχειρίζονται άλλοι γι’αυτόν.
Για το μακελειό στο Τέξας ενημερωθήκαμε από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες ή τις οθόνες των υπολογιστών μας, σχεδόν ταυτόχρονα με τους Αμερικανούς, άλλωστε όπως σημειώνει ο Γάλλος φιλόσοφος, «η Αμερική είναι παντού σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και σ’ όλες τις χώρες, είναι παντού μέσω της μιντιακής προβολής της...». Στην Αμερική υπάρχει «η ίδια βία, οι ίδιες αντιθέσεις, αλλά εκείνο που δημιουργεί τη διαφορά είναι η υπερέκθεσή τους. Εχει να κάνει με τη διαφορά του πραγματικού και του πιο πραγματικού από το πραγματικό, του κοινότοπου και του πιο κοινότοπου από το κοινότοπο, του βίαιου και του πιο βίαιου από το βίαιο...».
Πόσο διαφέρει πλέον ένα παιδί με σχολική τσάντα που πηγαίνει για μάθημα από ένα στις ΗΠΑ, στην Αθήνα, στο Παρίσι, αλλού; Πόσο ξένος μπορεί να είναι για εμάς ο πόνος ενός γονιού που το πρωί στέλνει το παιδί του στο σχολείο και λίγο μετά το βλέπει στο νεκροτομείο;
Η βία είναι βαθιά και ύπουλη και δεν γνωρίζει σύνορα, έχει μόνο αποκλεισμένους και αποστερημένους ανθρώπους από ευκαιρίες και πολιτισμό. Η όποια ακύρωση του ιστορικού παρελθόντος και η αντικατάστασή του με κάποιο άλλο μόρφωμα, μόνο δυστυχία μπορεί να φέρει.