Η σχέση μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας βρίσκεται στο απόγειο της πραγματικής διμερούς διπλωματικής σχέσεις και «είναι μία σχέση στρατηγική, η οποία δεν πρόκειται να ετεροκαθοριστεί» δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, μετά το πέρας της συνάντησής του με τον Αιγύπτιο ομόλογό του, Σάμεχ Σούκρι, στην Αθήνα.
Όπως είπε ο κ. Γεραπετρίτης,η Ελλάδα θεωρεί την Αίγυπτο «ακρογωνιαίο λίθο της ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και ηγέτιδα δύναμη στον Αραβικό κόσμο».
«Η προϊούσα κατάσταση και η ανείπωτη τραγωδία που εκτυλίσσεται στη Γάζα πρέπει να λάβει τέλος. Και επιτρέψτε μου να ευχαριστήσω, πέρα από εσάς, και όλη την ηγεσία της Αιγύπτου για τον ενεργό διαμεσολαβητικό ρόλο που έχετε αναλάβει στην περιοχή» είπε, προσθέτοντας πως η Ελλάδα θα συνεχίσει να πράττει ό,τι είναι δυνατόν και να προσφέρει τις καλές της υπηρεσίες για την επίτευξη άμεσης και βιώσιμης εκεχειρίας.
«Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να ενταθούν οι συλλογικές μας προσπάθειες, ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες, να απελευθερωθούν οι όμηροι και να διοχετευθεί απρόσκοπτα ανθρωπιστική βοήθεια σε όσους το έχουν ανάγκη.Οφείλουμε να είμαστε πάντοτε σαφείς: περαιτέρω επέκταση των εχθροπραξιών στη Ράφα θα έχει δραματικές συνέπειες και πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία.Και φυσικά, βιώσιμη ειρήνη δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο εάν επιλυθεί το υποκείμενο πολιτικό ζήτημα, που αφορά τη λύση των δύο κρατών στη βάση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ και σύνορα αυτά προ του 1967, διασφαλίζοντας και την ασφάλεια του Ισραήλ» πρόσθεσε.
«Η ανησυχία μας όμως δεν τελειώνει εκεί. Η διάχυση της κρίσης στην Ερυθρά θάλασσα και την ευρύτερη Μέση Ανατολή απειλεί άμεσα την οικονομία και το παγκόσμιο εμπόριο, πρωτίστως όμως δημιουργεί νέες εστίες ανθρωπιστικών κρίσεων. Οποιοσδήποτε άμεσος ή έμμεσος καταναγκασμός σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών συνιστά συλλογική τιμωρία που δεν μπορεί να είναι ανεκτή από το Διεθνές Δίκαιο.Επιπλέον, και οι υπόλοιπες συνθήκες που περιβάλλουν την Αίγυπτο, ιδίως η επιδείνωση της κατάστασης στο Σουδάν, δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερη περιφερειακή αστάθεια και αβεβαιότητα» ανέφερε, συμπληρώνοντας πως η Ελλάδα προσπαθεί με κάθε τρόπο να υποστηρίξει την Αίγυπτο τόσο σε πολυμερές και διμερές επίπεδο όσο και εντός της ΕΕ. «Στο πλαίσιο αυτό, προωθήσαμε ενεργά την υπογραφή της Ολοκληρωμένης Στρατηγικής και Εταιρικής Σχέσης μεταξύ της Αιγύπτου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία θεωρούμε απολύτως κρίσιμη και για την Ευρώπη και για την Αίγυπτο» σημείωσε.
«Στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε, η στρατηγική σχέση Αθήνας-Καΐρου είναι όχι μόνο αναγκαία, αλλά και υποδειγματική. Η Συμφωνία του 2020, για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ των δύο χωρών, αποτελεί παράδειγμα σχέσεων καλής γειτονίας, αλλά και ορθής εφαρμογής του Διεθνούς Δίκαιου της Θάλασσας. Παράλληλα, σημαντικό κεφάλαιο των σχέσεών μας είναι η τριμερής συνεργασία μας με την Κυπριακή Δημοκρατία, σε ποικίλους τομείς, όπως η ενέργεια, το εμπόριο, η προστασία του περιβάλλοντος και η επιχειρηματικότητα» είπε ο ΥΠΕΞ.
Απευθυνόμενος στον Αιγύπτιο ομόλογό του, ο κ. Γεραπετρίτης είπε πως η Κοινή Δήλωση που υπέγραψαν ο Αιγύπτιος πρόεδρος και ο Έλληνας πρωθυπουργός τον περασμένο Μάρτιο στο Κάιρο για τη Σύσταση Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, «μας χαροποιεί ιδιαιτέρως. Στο πλαίσιο αυτό, επιθυμούμε να προχωρήσουμε σύντομα στη σύγκληση της 1ης Συνόδου του Συμβουλίου στην Αθήνα».
Όπως είπε, συζητήθηκε επίσης το μεταναστευτικό: Αφενός εξετάσαμε τρόπους αντιμετώπισης και περιορισμού της παράτυπης μετανάστευσης. Αφετέρου, αξιολογήσαμε την κατάσταση σχετικά με τις νόμιμες οδούς μετανάστευσης, καθώς όπως γνωρίζετε ήδη υφίστανται συμφωνίες για μετακλήσεις Αιγυπτίων στους τομείς της αλιείας, των κατασκευών και της γεωργίας. Αυτό το εγχείρημα είναι εξαιρετικά σημαντικό τόσο για τη χώρα σας, όσο και για την σταθερά αναπτυσσόμενη ελληνική οικονομία».
Ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε επίσης στο θέμα που έχει προκύψει με τη Συμφωνία των Πρεσπών, λέγοντας πως «η θέση της ελληνικής κυβέρνησης έχει εκφραστεί. Τόσο η Ελλάδα, όσο και η Βόρεια Μακεδονία είναι υποχρεωμένες να σεβαστούν το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς υποχρεώσεις, τις οποίες έχουν αναλάβει. Η Ελλάδα παρακολουθεί με αυστηρότητα την τήρηση των συμφωνηθέντων. Ακόμη δεν έχει ορκιστεί η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας, άρα θα αναμένουμε τις εξελίξεις στο κεφάλαιο αυτό. Δεν υπάρχει προς ώρας η πρόθεση να υπάρξει καμία ενεργοποίηση διαδικασίας επί παραβάσει. Αντιλαμβανόμαστε ότι τα ζητήματα αυτά θα αξιολογηθούν και από την ελληνική διπλωματία, όπως επίσης βεβαίως, και από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της ενταξιακής διαδικασίας της Βόρειας Μακεδονίας».