Η αποχώρηση της Άγκελα Μέρκελ έπειτα από 16 χρόνια στην Καγκελαρία του Βερολίνου, αφήνει ένα τεράστιο κενό - και στο τιμόνι της Ευρώπης. Αλήθεια, ποιά είναι η «κληρονομιά» της και τί θα ακολοθήσει;
Οι απαντήσεις προκύπτουν από την εύστοχη ανάλυση του Matthias Matthijs που δημοσίευσε το Council on Foreign Relations.
Ποιες ήταν οι πιο σημαντικές και εκτεταμένες αποφάσεις της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ;
Aυτά που αφήνει πίσω της η Μέρκελ στο εσωτερικό της Γερμανίας είναι συγκεκριμένα. Ορισμέν ξεχωρίζουν, όπως η θεσμοθέτηση (το 2009) του συνταγματικού φρένου χρέους (Schuldenbremse) που εγγυάται ισορροπημένους προϋπολογισμούς, το ψήφισμά του 2011 για σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία και η απόφασή της το 2015 να παρακάμψει τους κανόνες της ΕΕ για τους αιτούντες άσυλο και να ανοίξει τα γερμανικά σύνορα σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Συρία και αλλού.
Σε επίπεδο ΕΕ, ξεχωρίζει η επιμονή της για λιτότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, η αποφασιστικότητά της να ολοκληρώσει τον αμφιλεγόμενο αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 με τη Ρωσία και η αποδοχή της κοινής έκδοσης χρέους της ΕΕ εν όψει της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία COVID-19.
Συχνά την χαρακτήρισαν ως εγγυήτρια της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της υπερατλαντικής συμμαχίας. Ισχύει μέχρι σήμερα αυτό;
Ο τίτλος ”ηγέτης του ελεύθερου κόσμου” ήταν πάντα υπερβολή. Είναι αλήθεια ότι η Μέρκελ, σε σύγκριση με λαϊκιστές ισχυρούς ηγέτες όπως ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ο πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο ή ο βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον, έμοιαζε με την επιτομή μιας ορθολογικής και σταθερής ηγεσίας. Αλλά η Μέρκελ έχει ως επί το πλείστον καθοδηγηθεί τη συστηματική ιεράρχηση των γερμανικών εμπορικών και γεωοικονομικών συμφερόντων έναντι των δημοκρατικών αξιών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ενδο-ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
“Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους, ο πρωταρχικός στόχος της Μέρκελ ήταν να προστατεύσει τη φερεγγυότητα των γερμανικών τραπεζών...”
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους, ο πρωταρχικός στόχος της Μέρκελ ήταν να προστατεύσει τη φερεγγυότητα των γερμανικών τραπεζών και η τοποθέτηση του κύριου βάρους προσαρμογής στη Νότια Ευρώπη μέσω λιτότητας και πολιτικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων άφησε μόνιμα σημάδια. Δεν ήταν πρόθυμη να αντιμετωπίσει άμεσα τις αυταρχικές τάσεις των πρωθυπουργών Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία και Γιάροσλαβ Κατσίνσκι στην Πολωνία, εν μέρει λόγω γερμανικών εμπορικών συμφερόντων. Συνέχισε μια ολοκληρωμένη επενδυτική συμφωνία με την Κίνα παρά την αντίθεση άλλων ηγετών της ΕΕ. Και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν το 2014, υπονόμευσε το δικό της καθεστώς κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας για να δώσει στον Πούτιν το πολύ μεγαλύτερο έπαθλο του Nord Stream 2.
Πέρασε μεγάλο μέρος της θητείας της κυβερνώντας σε μεγάλους συνασπισμούς, ιδιαίτερα με το αντιπολιτευόμενο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD). Πώς επηρέασε το πολιτικό της ύφος τη γερμανική πολιτική σκηνή;
Επιλέγοντας άμεσα πολλές δημοφιλείς ιδέες που προτάθηκαν από το κεντροαριστερό SPD - συμπεριλαμβανομένου ενός κατώτατου μισθού και πιο γενναιόδωρων συντάξεων - η Μέρκελ κατέλαβε έξυπνα τον χώρο κοντά στο κέντρο της γερμανικής πολιτικής σκηνής, γεγονός που την έκανε τόσο ισχυρή στις εκλογικές αναμετρήσεις. Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι το κόμμα της, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση Γερμανίας (CDU), θα κέρδιζε άνετα τις επόμενες εκλογές, αν ήταν υποψήφια η ίδια για πέμπτη θητεία.
Το συναινετικό ύφος της - και ο τρόπος υιοθέτησης των πολιτικών προτάσεων των αντιπάλων της - επέτρεψε στον υποψήφιο του SPD για καγκελάριο και νυν υπουργό Οικονομικών, Όλαφ Σολτς, να ισχυριστεί ότι αυτός, και όχι ο Άρμιν Λασέτ του CDU, είναι ο πραγματικός κληρονόμος της Μέρκελ. Και φαίνεται το επιχείρημα να λειτουργεί: το SPD αντιστρέφει το έλλειμμα του και προηγείται στις περισσότερες δημοσκοπήσεις. Δεκαέξι χρόνια διακυβέρνησης Μέρκελ έδειξαν ότι η κατάληψη του κεντρώου χώρου είναι συνταγή επιτυχίας.
“...η πιο σημαντική απόφασή της ήταν η από κοινού έκδοση ομολόγων της ΕΕ την άνοιξη του 2020.”
Ποιες ήταν οι επιπτώσεις της ηγεσίας της στην ΕΕ; Υπάρχουν άλλα πρόσωπα στην Ευρώπη που θα μπορούσαν να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο;
Ενώ η Μέρκελ αναμφίβολα κράτησε την ΕΕ ενωμένη κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας κρίσεων - συμπεριλαμβανομένης της κρίσης χρέους στο ευρώ, της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία, της αύξησης των προσφύγων, της ψήφου για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο και της διατλαντικής ρήξης κατά την προεδρία του Τραμπ - αναμφισβήτητα η πιο σημαντική απόφασή της ήταν η από κοινού έκδοση ομολόγων της ΕΕ την άνοιξη του 2020. Με την άμβλυνση της μακροχρόνιας αντίθεσης της Γερμανίας στην προσπάθεια βαθύτερης οικονομικής ολοκλήρωσης της ΕΕ, αυτός ο συγκεντρωτικός μηχανισμός χρέους έχει πάντως τη δυνατότητα να ανοίξει την πόρτα σε μια νέα εποχή.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, στο μεταξύ, θα ήθελε να πάρει τον μανδύα του ηγέτη της ΕΕ, αλλά δεν έχει την ίδια λαϊκή απήχηση σε όλη την Ευρώπη με τη Μέρκελ. Και η Γαλλία δεν ασκεί πλέον τη διπλωματική επιρροή που είχε κάποτε. Καλώς ή κακώς, είτε ο Σολτς είτε ο Λασέτ - ένας από τους δύο πολιτικούς που πιθανότατα θα διεκδικήσουν τελικά την ερχόμενη Κυριακή τη θέση της Μέρκελ - αναμένεται να γίνει και νέος ηγέτης της ΕΕ. Τούτου λεχθέντος, ο επόμενος ηγέτης θα είναι αποτελεσματικός μόνο εάν διατηρήσει καλές σχέσεις συνεργασίας με το Παρίσι και θα χρειαστεί χρόνος για να αποκτήσει την ίδια εμπιστοσύνη και το πολιτικό κεφάλαιο που η Μέρκελ κατάφερε να δημιουργήσει προσεκτικά όλα αυτά τα χρόνια.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής που θα αντιμετωπίσει η επόμενη γερμανική κυβέρνηση;
Η πρωταρχική πρόκληση θα είναι να δοθεί συγκεκριμένο νόημα στη νέα μεγάλη ιδέα της ΕΕ για «ανοικτή στρατηγική αυτονομία». Είναι ένας επί του παρόντος κάπως ασαφής στόχος, που συνδέεται με την αύξηση της παγκόσμιας επιρροής της ΕΕ. Η πρόσφατη αμυντική συμφωνία μεταξύ της Αυστραλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, αποτελούν δύο οδυνηρές υπενθυμίσεις προς τα μέλη της ΕΕ, ότι πρέπει να συνεργαστούν για μια κοινή αμυντική πολιτική εάν θέλουν να είναι σοβαροί παίκτες στις παγκόσμιες υποθέσεις. Οι γερμανικές πολιτικές ελίτ ήταν μέχρι τώρα απρόθυμες να δεσμευτούν σε αυτό το πεδίο.
Μια άλλη μεγάλη πρόκληση θα είναι να πείσει ο επόμενος Γερμανός ηγέτης τον υπόλοιπο κόσμο, να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή. Το Βερολίνο θα χρειαστεί να οδηγήσει αυτή την προσπάθεια με το παράδειγμά του, μεταμορφώνοντας πρώτα τη δική του βιομηχανική μηχανή, η οποία εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα ορυκτά καύσιμα. Δηλαδή, να τα αντικαταστήσει με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι διαπραγματεύσεις για τον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό, οι οποίες αναμένεται να είναι μακρές και επίπονες, θα ρίξουν περισσότερο φως στο αν οι Γερμανοί είναι ικανοί να αναλάβουν αυτό τον δύσκολο ρόλο.