Γερμανία: Προς ένα «σοσιαλφιλελεύθερο» κράτος;

Ο φόβος των Γερμανών για το μέλλον και οι ανησυχίες για την Ελλάδα
.
.
Markus Schreiber via AP

Για την πολιτική τάξη της χώρας, ήδη η Γερµανία είναι «µια σύγχρονη χώρα µετανάστευσης», η οποία σε συνέχεια των «πράσινων ανοιγµάτων» της Μέρκελ θα επιδιώξει τον αναγκαίο εκσυγχρονισµό της µε έµφαση στην ψηφιοποίηση, και την µετεξέλιξή της σε «σοσιαλφιλελεύθερη» χώρα.

Ενα ενυπόγραφο έγγραφο που αποτυπώνει διερευνητικές συνομιλίες μεταξύ κομμάτων προφανώς και δεν συνιστά ακόμη ένα συμφωνητικό συγκρότησης κυβερνητικού συνασπισμού. Όλα δείχνουν όμως πως η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα είναι -μετά από πολλές δεκαετίες- τρικομματική, αποτελούμενη από Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινους και Φιλελεύθερους και καγκελάριο τον «χλομό» σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς.

Υπέρ μιας τέτοιας συγκυβέρνησης «φανάρι/σηματοδότης» (Ampel) τίθεται μάλιστα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, και το 72% των Γερμανών. Πολύ περισσότερο που το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα που άφησε πίσω της η δεκαεξάχρονη διακυβέρνηση της κας Μέρκελ μοιάζει, μετά το καταστροφικό εκλογικό αποτέλεσμα της 26ης Σεπτεμβρίου, περισσότερο με ερείπιο για ανακατασκευή, παρά με λαϊκό κόμμα εξουσίας.

Με κύριο άξονα τα δύο μικρότερα κόμματα του επερχόμενου τρικομματικού συνασπισμού, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους, τα οποία εντάσσονται αναμφίβολα μέσα στο ευρύτερο πνεύμα του διεθνούς φιλελευθερισμού, η Γερμανία βρίσκεται όντως σε σημείο καμπής.

Κοινός παρανομαστής η τρικομματική άποψη ότι οι «κρατικές παρεμβάσεις πρέπει να γίνονται ταχύτερα, να είναι αποτελεσματικότερες και να προωθούν οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες καινοτομίας».

Μια θέση που για τη μελλοντική Γερμανία σημαίνει περισσότερες ατομικές ελευθερίες, αλλά και κράτος - ρυθμιστή. Γεγονός που στηρίζεται και από την κομματική βάση, τόσο στους Σοσιαλδημοκράτες όσο και στους Πράσινους, που τοποθετούνται πολύ πιο προοδευτικά από τους υποψηφίους τους για τα υπουργικά έδρανα (π.χ. «οικογένεια για όλους», «υπάρχει χώρος για όλους», κ.ά.).

Για την πολιτική τάξη της χώρας, ήδη η Γερμανία είναι «μια σύγχρονη χώρα μετανάστευσης» (ein modernes Einwanderungsland), η οποία, σε συνέχεια των πολλών «πράσινων ανοιγμάτων» της Μέρκελ, θα επιδιώξει τον αναγκαίο, σε πολλά επίπεδα, εκσυγχρονισμό της, με έμφαση στην ψηφιοποίηση και τη μετεξέλιξή της σε «μοντέρνα σοσιάλφιλελεύθερη» χώρα που θα κατακλύζεται, όπως φαίνεται, από πολλά ηθικά προτάγματα - απαγορεύσεις, αλλά και πάμπολλες «πράσινες πινελιές» για τη σωτηρία όλου του πλανήτη από μια, όπως λέγεται, «κυβέρνηση του κλίματος».

Ενδεικτικά, μερικά από αυτά που αποφασίστηκαν από την τρικομματική με στόχο την «ουδέτερη κλιματικά ευημερία»: Αύξηση του ελάχιστου ωριαίου μισθού στα 12 €, έξοδος από την καύση του άνθρακα το 2030 (αντί το 2038), προώθηση της ηλεκτροκίνησης, κανένα γενικό όριο ταχύτητας, εκλογικό δικαίωμα στους έφηβους των 16 ετών, 2% της γης για εγκατάσταση ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκά σε όλες τις κατοικίες, τέλος της ντιζελοκίνησης το 2035, ενίσχυση εισαγωγών νοσηλευτικού και γενικώς εξειδικευμένου προσωπικού από το εξωτερικό και σχεδιασμένη μεταναστευτική πολιτική στο πνεύμα των ασφαλών ανοιχτών συνόρων.

Στις πρώτες ενέργειες της τρικομματικής κυβέρνησης περιλαμβάνεται ακόμη η ψήφιση νομοθετημάτων για την «προώθηση της δημοκρατίας» που θα βοηθήσουν «σε όλους τους τομείς με αποφασιστικότητα ενάντια στον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό, τον δεξιό και αριστερό εξτρεμισμό, τον ισλαμισμό, την οριζόντια εχθροπάθεια και σε κάθε άλλη μορφή της εχθρότητας κατά του ανθρώπου».

Το ενδιαφέρον όμως για τις όντως ταχύρυθμες διερευνητικές επαφές δεν είναι μόνο ότι ανακοινώθηκαν μια σειρά από συγκεκριμένα «ρηξικέλευθα», «πρωτοποριακά», «εκσυγχρονιστικά», «ανατρεπτικά» κ.ο.κ σημεία, αλλά ότι δεν αναφέρεται πουθενά σε συγκεκριμένα κοστολόγια και αριθμούς, παρά μόνο σε ευχολόγια για εξεύρεση πόρων και γενικές διατυπώσεις, αρκετές από τις οποίες είναι και αντιφατικές.

Είναι σίγουρο πάντως ότι στις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν θα φανεί ότι ένας ισχυρότερος από κάθε άλλη φορά και με «ηράκλειες δυνάμεις» υπουργός Οικονομικών θ’ αναλάβει την τεράστια ευθύνη της χρηματοδότησης μιας σειράς από πανάκριβες προγραμματικές συγκλίσεις μεταξύ διαφορετικών κομμάτων, τις οποίες κάποιοι τις χαρακτηρίζουν, στην καλύτερη περίπτωση, «μεγαλομανείς πράσινες ουτοπίες».

Σαν παράδειγμα, τονίζεται πως την επόμενη δεκαετία Πράσινοι και Σοσιαλδημοκράτες σχεδιάζουν επενδύσεις 500 δισ. ευρώ μόνο για την προστασία του κλίματος, την ψηφιοποίηση και την επέκταση των υποδομών, ενώ την ίδια ώρα, μετά από πιέσεις των Φιλελεύθερων, αποκλείονται αυξήσεις φόρων ή εισαγωγή νέων φόρων και τίθεται μάλιστα σε εφαρμογή το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρεών» (Schuldenbremse).

Τα ίδια μπορεί να ειπωθούν και για άλλες κοστοβόρες καλές προθέσεις της νέας συγκυβέρνησης: Σταθεροποίηση του ύψους των συντάξεων (σε μια γηράσκουσα ταχέως χώρα) χωρίς αυξήσεις της ίδιας συμμετοχής, αυξήσεις διάφορων παροχών όπως π.χ. το λεγόμενο «χρήμα του πολίτη» (Borgergeld). Πολύ περισσότερο που στην λεγόμενη «κοινωνική οικονομία της αγοράς» προστίθεται πλέον και η λέξη «οικολογική» (sozial-ökologische Marktwirtschaft).

Μπορεί ακόμα να μη λέγεται δημοσίως, φαίνεται όμως πως τα υπουργικά χαρτοφυλάκια είναι ήδη καπαρωμένα, ενώ όλο και πιο εμφανή γίνονται τα βασικά πρόσωπα της νέας διακυβέρνησης.

Όπως, οι δύο Πράσινοι συμπρόεδροι, ο δυναμικός Ρόμπερτ Χάμπεκ, ως μελλοντικός αντικαγκελάριος και ισχυρός υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας και η άπειρη Ανναλένα Μπέρμποκ, ως η επόμενη υπουργός Εξωτερικών, αλλά και ο πρόεδρος των Φιλελεύθερων Κρίστιαν Λίντνερ (ο λεγόμενος και «Μικρός Σόιμπλε») που προορίζεται για υπουργός Οικονομικών με ευρύτατες αρμοδιότητες, εν είδει δεύτερου αντικαγκελαρίου.

Όσο για την Ελλάδα, σε κάθε περίπτωση τα ενεργειακά/περιβαλλοντικά, το μεταναστευτικό, η αναμενόμενη ρωσοφοβική-φιλοατλαντική εξωτερική πολιτική, το υπό τη Γερμανία ευρωπαϊκό μέλλον με αυξανόμενες φυγόκεντρες δυνάμεις, η στάση της Γαλλίας στα νέα γερμανικά δεδομένα και τα εν γένει δυσοίωνα οικονομικά θα πρέπει να μας προβληματίσουν και να μας ανησυχούν.

Γεγονός είναι πάντως ότι Πράσινοι και Φιλελεύθεροι εναντιώνονται στην ερντογανική Τουρκία, σε αντίθεση με την απερχόμενη καγκελάριο Μέρκελ. Όμως, επί της ουσίας, οι ιστορικές και βαθιά ριζωμένες γερμανοτουρκικές σχέσεις δεν πρόκειται να διαταραχτούν, παρότι τα μεταξύ τους «καβγαδάκια», κυρίως για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πιθανόν ν’ αυξηθούν.

Η Τουρκία θα εξακολουθήσει γεωπολιτικά και γεωοικονομικά να είναι για τη Γερμανία μια «φίλη χώρα» που θα τη στηρίζει ποικιλοτρόπως. Μπορεί στις διακηρυγμένες προθέσεις της επικείμενης κυβέρνησης να φαίνεται πως η Γερμανία «θ’ αναλάβει πρωτοποριακό ρόλο στην ενίσχυση διεθνών πρωτοβουλιών για τον αφοπλισμό», όμως οι αλληλεξαρτήσεις Βερολίνου και Άγκυρας είναι πολλές και αυτό θα φανεί σύντομα και με τα έξι γερμανικά υποβρύχια που είναι σχεδόν έτοιμα να παραδοθούν στην Άγκυρα.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη, το πιο αστάθμητο. Όλα αυτά που συμφωνήθηκαν για τη νέα διακυβέρνηση αναμένονται να συμβούν σε μια χώρα που μπορεί ακόμα θεωρείται οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, όμως, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, σχεδόν τα δύο τρίτα των κατοίκων της ανησυχούν σφόδρα για το μέλλον τους.

Με το 61% να θεωρεί μάλιστα πως η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με την πτώση (Niedergang) κι ένα 88% να πιστεύει ότι, εξαιτίας κρίσεων, όπως ο κορωνοϊός και η κλιματική αλλαγή, απαιτούνται δραστικές αλλαγές με απροσδιόριστο κοινωνικό κόστος.

Ενώ, παράλληλα, διάχυτη είναι και η μεγάλη έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος και στους θεσμούς και κυρίως ο φόβος του κοινωνικού διχασμού που τους εξαναγκάζει να κλειστούν στη σφαίρα της ιδιώτευσης.

Σύμφωνα με τη μελέτη, ο μεγαλύτερος φόβος για το μέλλον σχετίζεται πλέον με τη συντελούμενη κλιματική αλλαγή, που μαζί με το μεταναστευτικό και τον κορωνοϊό, οδηγεί στην κλιμακούμενη πόλωση και τον διχασμό της κοινωνίας. Μια πραγματικότητα που επίσης δεν πρέπει να προσπερνάμε εύκολα, εδώ, στη «χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας».

Δημοφιλή