Ακραίες εκφάνσεις οργής, λύπης, χαράς online που δεν θα έβλεπε κανείς εύκολα διά ζώσης, περσόνες που αναδεικνύονται μέσω ηλεκτρονικών μέσων χωρίς κανέναν προφανή λόγο και μετά γίνονται στόχοι της «cancel culture», πολιτικοί που μιλούν ανοιχτά για «εναλλακτικά γεγονότα», αντιπαραθέσεις με αδικαιολόγητα ακραίους χαρακτηρισμούς σε θέματα παντός επιστητού, εξωφρενικές θεωρίες και κινήματα αμφισβήτησης των πάντων «γιατί έτσι» και άλλα παρεμφερή συνθέτουν, εν έτει 2022, ένα τοπίο δημοσίου διαλόγου που προκαλεί προβληματισμό σε πολλούς.
Δεδομένα τα οποία είναι επαρκώς τεκμηριωμένα από ειδικούς στα αντικείμενά τους αμφισβητούνται από πολλούς, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν καμία απολύτως ειδική γνώση πάνω σε αυτά, αλλά εμπιστεύονται περισσότερο την όποια «άποψή» τους και το θυμικό τους, προκαλώντας, αν μη τι άλλο, προβληματισμούς σχετικά με το κατά πόσο θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά μια κοινωνία με τόσο έντονα επίπεδα δυσπιστίας (μα και ταυτόχρονα ευπιστίας απέναντι σε άλλες θέσεις, που «εφάπτονται» καλύτερα στο θυμικό του κάθε ακροατή).
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως όλα αυτά αποτελούν σε μεγάλο βαθμό απότοκο της πανδημίας και της ταχύτατης ανόδου των social media μέσα στα τελευταία- ωστόσο πρόσφατη έρευνα επιστημόνων από το WUR (Wageningen University and Research) και το Indiana University έδειξε πως η τάση «απομάκρυνσης» από αυτό που θα χαρακτηριζόταν ως «αλήθεια που βασίζεται σε γεγονότα (factual truth) στον δημόσιο διάλογο είναι κάτι που έχει αρχίσει από το 1980 ακόμα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η γοητεία της συνωμοσίας: 4 ειδικοί αναλύουν το φαινόμενο της εξάπλωσης θεωριών συνωμοσίας, εν μέσω της πανδημίας
Όπως έδειξε η εν λόγω έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο Proceedings of the National Academy of Sciences, η χρήση λέξεων που σχετίζονται με τη «λογικότητα/ λογική» ήταν σε άνοδο από το 1850 και μετά, ωστόσο άρχισε μια όλο και ταχύτερη πτώση γύρω στο 1980- μια ανακάλυψη που υποδεικνύει απώλεια ενδιαφέροντος στα γεγονότα και στα λογικά επιχειρήματα, η οποία είχε αρχίσει δεκαετίες πριν την άνοδο των social media. Η παρούσα περίοδος της «μετα-αλήθειας» που διανύουμε μπορεί να αιφνιδίασε πολλούς, ωστόσο, σύμφωνα με αυτή την έρευνα, είναι μια αλλαγή που είναι σε εξέλιξη εδώ και 40 χρόνια- μια στροφή από το συλλογικό στο ατομικό και από τη λογικότητα προς το συναίσθημα.
Αναλύοντας τη γλώσσα από εκατομμύρια βιβλία, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως οι λέξεις που σχετίζονταν με λογικές διεργασίες όπως το «προσδιορίζουμε» και το «συμπέρασμα» ήταν σε συστηματική άνοδο από το 1850, ενώ παράλληλα μειωνόταν η χρήση λέξεων που είχαν να κάνουν με ανθρώπινα βιώματα, όπως το «νιώθω» και το «πιστεύω». Αυτό αντιστράφηκε τα τελευταία 40 χρόνια, παράλληλα με μια στροφή από τη χρήση του συλλογικού «εμείς» στο ατομικό «εγώ»- και είναι μια τάση που παρατηρήθηκε σε μυθιστορήματα και μη. Επιπρόσθετα, τονίζουν οι ερευνητές, αυτό είναι κάτι που παρατηρείται και σε άρθρα των New York Times, που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας. Ως προς τα social media, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η τάση αυτή όντως επιταχύνθηκε από το 2007 και μετά.
Πού μπορεί να οφείλεται η διαμόρφωση αυτών των τάσεων; Ο Μάρτεν Σέφερ του WUR, lead author της έρευνας, θεωρεί ως έναν από τους πιθανούς λόγους για την τάση που διαμορφώθηκε από το 1850 ως το 1980 τις ταχείες εξελίξεις στην επιστήμη και στην τεχνολογία, που ενίσχυσαν το status της επιστημονικής προσέγγισης, κάτι που επηρέασε την κοινωνία, την κουλτούρα, την μόρφωση και την πολιτική. Ωστόσο το τι προκάλεσε την αντιστροφή παραμένει ερώτημα, με τον Γιόχαν Μπόλεν του Indiana University, co-author της έρευνας, να χαρακτηρίζει πρόκληση την ερμηνεία αυτής της αλλαγής στη γλώσσα των βιβλίων. Πάντως, οι ερευνητές εκτιμούν πως ίσως να οφείλεται σε αλλαγές σε οικονομικές πολιτικές κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980, που μπορεί να στηρίζονταν σε λογικά επιχειρήματα, μα ο διαμοιρασμός των οφελών τους έγινε με ανισότητα.
Οι δύο ερευνητές μίλησαν στη HuffPost Greece, εξηγώντας τα ευρήματα της έρευνάς τους, και την επίδραση των social media, των οικονομικών πολιτικών και άλλων παραγόντων στις τάσεις αυτές που επηρεάζουν δραματικά τις σύγχρονες κοινωνίες.
Η έρευνά σας δείχνει πως η στροφή προς το συναίσθημα άρχισε περίπου 40 χρόνια πριν. Ποιοι ήταν οι καταλύτες που την προκάλεσαν;
Μάρτεν Σέφερ: Δεν γνωρίζουμε, μα εικάζουμε στο άρθρο πως η δυσαρέσκεια απέναντι στις, υπερασπιζόμενες βάσει λογικής- και ενισχύουσες την ανισότητα- νεοφιλελεύθερες πολιτικές ίσως έπαιξε έναν ρόλο. Όπως τονίζουμε, πολλαπλές ταυτόχρονες άλλες κοινωνικές αλλαγές (η ενίσχυση της φωνής των γυναικών, η διαφήμιση κ.α.) ίσως έπαιξαν ρόλο.
Γιόχαν Μπόλεν: Αυτό είναι φυσικά κάτι πάνω στο οποίο μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες, επειδή τα δεδομένα δείχνουν το μοτίβο της αλλαγής, μα δεν αποκαλύπτουν γιατί έλαβε χώρα η αλλαγή. Υποθέτοντας πως οι αλλαγές στα βιβλία, τις εφημερίδες και τη γλώσσα των μηχανών αναζήτησης αποκαλύπτουν κοινωνικό- πολιτιστικές μεταβολές, μπορούμε να εικάζουμε για καταλύτες ή «κινητήριες δυνάμεις» που θα προκαλούσαν την παρατηρούμενη αλλαγή προς λέξεις που σχετίζονται με συναίσθημα και διαίσθηση. Στο επιστημονικό μας άρθρο έχουμε ένα ολόκληρο κομμάτι όπου παρατίθενται κάποιες πιθανές κινητήριες δυνάμεις, περιλαμβανομένης της ανόδου νεοφιλελεύθερων πολιτικών που σε μεγάλο βαθμό είχαν δικαιολογηθεί με βάση «λογικά επιχειρήματα», μα ίσως να οδήγησαν στην αύξηση της ανισότητας και της δυσαρέσκειας απέναντι «στο σύστημα», και την άνοδο του Ίντερνετ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που μπορεί να προκάλεσαν μια σειρά από πολιτιστικές, γλωσσικές και συναισθηματικές αλλαγές.
Λέτε πως η τάση από το 1850 ως το 1980 ήταν αυτή της «λογικότητας» και της «συνάφειας της αλήθειας που προκύπτει από τα γεγονότα». Ποια ήταν η τάση πριν από αυτό; Υπάρχουν ομοιότητες με αυτό που συνέβαινε, σύμφωνα με την έρευνά σας, πριν το 1980;
Γιόχαν Μπόλεν: Εννοείτε πριν το 1850; Αυτή η ερώτηση θα ήταν πολύ δύσκολο να απαντηθεί, δεδομένου του πολύ μικρότερου όγκου βιβλίων στα δεδομένα του Google Books πριν από τότε, μα όντως είναι δυνατόν η τάση που παρατηρήσαμε μετά το 1980 να είναι μια επιστροφή σε μια ιστορική «βάση» (baseline).
Μάρτεν Σέφερ: Δεν ξέρουμε. Υπάρχουν λιγότερα βιβλία στη βάση δεδομένων από πριν το 1850. Ως εκ τούτου θέτουμε εκεί το όριο. Βεβαίως είναι ενδιαφέρον να σκεφτούμε τι συνέβαινε κατά την κλασική περίοδο των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και κατά τον Μεσαίωνα, μα δεν είχαμε τα δεδομένα.
Είναι αυτή η τάση ένα «σημείο των καιρών» που λαμβάνει χώρα με «φυσικό τρόπο» (εννοώντας ως αποτέλεσμα των αλλαγών στις κοινωνίες μας και των «δυνάμεων της ιστορίας») ή είναι κάτι που έχει αποτελέσει αντικείμενο επιδίωξης; Δεν αναφέρομαι σε θεωρίες συνωμοσίας- αναρωτιέμαι εάν έχει υπάρξει μια μετατόπιση σκοπού από βιομηχανίες, κυβερνήσεις, ΜΜΕ ή άλλες οντότητες προς την κατεύθυνση μιας πιο «συναισθηματικής» προσέγγισης στα πράγματα.
Μάρτεν Σέφερ: Νομίζω πως όλα αυτά είχαν ισχυρή επίδραση (ειδικά η διαφήμιση μα επίσης ταινίες, βιβλία κλπ). Ωστόσο θα θεωρούσα πως όλα αυτά ανήκουν στο ίδιο πολύπλοκο δυναμικό σύστημα που αποκαλούμε κοινωνία, οπότε, αν θέλετε, όλο αυτό είναι «φυσικό». Ωστόσο μέρος αυτού ξεκάθαρα ωθείται από τις δυνάμεις της αγοράς, του καπιταλισμού όπως τον γνωρίζουμε.
Γιόχαν Μπόλεν: Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Τι φέρνει αλλαγές στην κουλτούρα και τη γλώσσα; Λαμβάνουν χώρα φυσικά, για παράδειγμα από αλλαγές στην κοινωνία και το πώς η κουλτούρα αλλάζει και εξελίσσεται φυσικά, ή προκλήθηκαν από αλλαγές οι οποίες επιδιώχθηκαν ή προκλήθηκαν σκοπίμως; Είναι δύσκολο να τα διακρίνουμε αυτά τα δύο από τα δεδομένα μας, που δείχνουν μόνο την τάση, όχι τα αίτιά της. Συμφωνώ μαζί σας πως είναι πιθανόν να βλέπουμε τις επιπτώσεις αλλαγών που προκλήθηκαν από βιομηχανικές, κυβερνητικές και μιντιακές πολιτικές. Για παράδειγμα, η άνοδος μιας καταναλωτικής οικονομίας μπορεί να οδήγησε στην προώθηση ενός τρόπου σκέψης που εστιάζει στις προσωπικές ανάγκες, προτιμήσεις και διαίσθηση.
Ποιος είναι ο ρόλος των κοινωνικών δικτύων σε αυτό; θα μπορούσε να ειπωθεί πως είναι μια ένδειξη- τάση της εποχής μας, και ότι η τηλεόραση και το ραδιόφωνο έπαιξαν έναν παρόμοιο ρόλο τις προηγούμενες δεκαετίες. Είναι τα social media απλά το «επόμενο βήμα» ή μια πολύ ισχυρότερη δύναμη;
Μάρτεν Σέφερ: Συμφωνώ απολύτως.
Γιόχαν Μπόλεν: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διαφέρουν από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, λόγω του τρόπου με τον οποίο είναι σχεδιασμένα. Χρησιμοποιούν τους κοινωνικούς και τους προσωπικούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων για να διαδίδουν πληροφορίες με τρόπο «από πολλούς σε πολλούς». Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση είναι κανάλια διανομής «από τον έναν στους πολλούς», πχ πολλοί άνθρωποι βλέπουν το ίδιο κανάλι, το περιεχόμενο του οποίου ελέγχεται κεντρικά.
Τα social media εκμεταλλεύονται το γεγονός πως είμαστε ένα έντονα κοινωνικό είδος, που χρειαζόμαστε κοινωνικές και προσωπικές συνδέσεις για την ευημερία μας, και το χρησιμοποιούν για marketing, branding, διαφημίσεις, διάδοση προσωπικών νέων και οπτικών κλπ. Μόλις τώρα ανακαλύπτουμε τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό στην κουλτούρα, τη γλώσσα και την ευημερία μας, καθώς δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν γίνει καθημερινοί χρήστες αυτών των πλατφορμών.
Στη δική μας έρευνα διερευνούμε αυτά τα ερωτήματα χρησιμοποιώντας machine learning και τεχνητή νοημοσύνη για να ιχνηλατήσουμε τις επιπτώσεις της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ατομική και συλλογική μας ευημερία, περιλαμβανομένης της ψυχικής μας υγείας, από μεγάλης κλίμακας online δεδομένα.
Επικριτές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης λένε πως καλλιεργούν μια «κουλτούρα εφήβων»- ανθρώπους που ενθαρρύνονται να εκφράζονται με ακραία συναισθηματικούς τρόπους (ακραίος θυμός, ακραία λύπη, ακραία χαρά κλπ) προκειμένου να αυξήσουν την εμπλοκή (engagement) και να αφήσουν κατά μέρος τους τύπους και τη λογικότητα στον δημόσιο διάλογο. Επίσης, αυξάνονται οι φωνές που ζητούν λιγότερη «τοξικότητα» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάποια σχόλια πάνω σε αυτό;
Μάρτεν Σέφερ: Αυτό σίγουρα παίζει έναν ρόλο. Ο Γιόχαν Μπόλεν ίσως να είναι σε θέση να σχολιάσει καλύτερα, μα όπως το κατανοώ οι έρευνες δείχνουν πως η ακρότητα αυξάνεται στο πέρασμα του χρόνου μέσα σε blogs, καθώς γίνεται πιο δύσκολο να προσελκύσεις την προσοχή. Νομίζω επίσης ότι η προώθηση (το να προωθείται κάτι) τείνει να είναι υπέρ των πιο ακραία εκφρασμένων μηνυμάτων.
Γιόχαν Μπόλεν: Αυτός ίσως να είναι όντως ένας λόγος προβληματισμού, όντως. Οι περισσότερες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης είναι ειδικά σχεδιασμένες για να κρατούν τους ανθρώπους εμπλεκόμενους σε αυτές, με αλγορίθμους και πολλούς άλλους μηχανισμούς. Αν η συναισθηματικά ακραία γλώσσα που εκφράζει θυμό, απλοϊκή συλλογιστική, υπερ-εξατομικευμένα μηνύματα κλπ προκαλεί μεγαλύτερη εμπλοκή, αυτό είναι που θα προωθείται επίσης από τα φίλτρα και τους αλγορίθμους της πλατφόρμας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο, όπου οι άνθρωποι χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο ακραία γλώσσα για να συνεχίσουν να προσελκύουν την προσοχή του «κοινού» τους. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που συζητάται από τον Τζάρεντ Λανίερ στο «Ten Arguments for Deleting Your Social Media Accounts Right Now» (Δέκα επιχειρήματα για να σβήσετε τους λογαριασμούς σας στα social media αμέσως), και επίσης, σε προσωπικό επίπεδο, ο λόγος που εγώ ο ίδιος δεν χρησιμοποιώ μέσα κοινωνικής δικτύωσης (πέρα από το LinkedIn σποραδικά). Κάποιοι μπορεί να ζητούν λιγότερη «τοξικότητα» και περισσότερη λογικότητα στον online διάλογο, μα αυτά δεν θα είναι και πολύ αποτελεσματικά εκτός κι αν αλλάξουμε το πώς λειτουργούν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσής μας.
Ας πάρουμε την πανδημία για παράδειγμα: Έχουμε τους αντιεμβολιαστές, τους αρνητές της Covid κτλ και οι φωνές τους φαντάζουν δυνατότερες σήμερα από ό,τι θα ανέμενε κανείς στο παρελθόν. Αν η πανδημία είχε έρθει πριν την άνοδο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης- ή την εμφάνιση της τάσης για την οποία μιλάτε στην έρευνά σας εν γένει- θα ήταν το κίνημα των αρνητών (ή η απόρριψη της αλήθειας που προκύπτει από τα γεγονότα γενικότερα) πιο αδύναμο ή ίδιο;
Γιόχαν Μπόλεν: Προειδοποιώ πως τα αποτελέσματά μας δεν αφορούν συγκεκριμένα σε αυτή την ερώτηση, μα είναι ενδιαφέρον να προβούμε σε εικασίες για το πώς η παρατηρηθείσα τάση μπορεί να έχει διαμορφώσει τη συλλογική μας αντίδραση σε αυτή την ιστορική πανδημία. Υπάρχουν δύο πλευρές σε αυτό. Τα κοινωνικά δίκτυα επιτρέπουν μια μεγαλύτερη ποικιλία φωνών, οπότε είμαστε πιο εκτεθειμένοι σε όλα τα είδη οπτικών. Αυτό μπορεί να είναι μια καλή τάση για μια ανοικτή, δημοκρατική κοινωνία, και το πώς αντιμετωπίζουμε αυτά τα είδη εμφανίσεων. Από την άλλη, νομίζω ότι το πρόβλημα που περιγράφετε έχει γίνει χειρότερο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αν μη τι άλλο δίνοντας μια ελεύθερη και ανοιχτή πλατφόρμα σε φωνές που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στα πιο κεντρικοποιημένα μέσα της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Θα τις σταματούσαν οι βασιζόμενοι σε γεγονότα «κλειδοκράτορες» (gatekeepers), όπως ειδικοί, συντάκτες και δημοσιογράφοι, και δεν θα ακούγαμε πολλά για αυτές. Εφόσον τα social media ωθούνται τόσο δυναμικά από το «engagement», που κάνει τους ανθρώπους να περνούν όσο περισσότερο χρόνο στην πλατφόρμα γίνεται, αυτές οι ακραίες φωνές μπορεί να αποκτούν δυσανάλογα μεγάλη ποσότητα προσοχής και επιρροής.
Μάρτεν Σέφερ: Νομίζω ότι είχα διαβάσει πως έναν αιώνα πριν, κατά την Ισπανική Γρίπη, υπήρχαν επίσης θεωρίες συνωμοσίας και αντιεμβολιαστές. Ωστόσο τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν όντως πως υπάρχει τώρα πολύ καλύτερο «έδαφος» για τέτοιες τάσεις, καθώς η βασική (base-line) ισορροπία γέρνει ήδη περισσότερο προς το συναίσθημα και τη διαίσθηση αντί για τη λογικότητα.
Ως προς την αλήθεια που προκύπτει από τα γεγονότα: Φαίνονται οι άνθρωποι σήμερα να εμπιστεύονται λιγότερο τους επιστήμονες;
Γιόχαν Μπόλεν: Δεν είμαι σίγουρος πώς να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, επειδή δεν μου είναι ξεκάθαρο αν σαν κοινωνία έχουμε γίνει όντως πιο δύσπιστοι απέναντι στους επιστήμονες από ό,τι στο παρελθόν. Αν ναι, δεν είναι επίσης ξεκάθαρο το αν αυτό θα ήταν μια ευρεία κοινωνική τάση (αν όλοι τείνουν να εμπιστεύονται την επιστήμη λιγότερο) ή μια πιο συγκεκριμένη τάση όπου κάποιες ομάδες έχουν γίνει πολύ δύσπιστες απέναντι στην επιστήμη και στη λογικότητα. Είναι επίσης πιθανόν οι άνθρωποι που εμπιστεύονται λιγότερο την επιστήμη να έχουν γίνει πιο ορατοί, πιο ομιλητικοί και με μεγαλύτερη επιρροή από ό,τι στο παρελθόν, ή ό,τι, ως κοινωνία γενικά, έχουμε γίνει πιο εξαρτημένοι από την επιστήμη και τεχνολογία, κάτι που κάνει όλο και περισσότερους ανθρώπους ή ομάδες να αντιδρούν.
Μάρτεν Σέφερ: Δεν το εξετάσαμε αυτό στην έρευνά μας. Άλλοι εργάζονται συγκεκριμένα πάνω σε αυτό. Νομίζω πως οι τάσεις είναι ανάμεικτες.
Παρατηρείται αυτή η τάση σε όλο τον κόσμο ή μόνο στη Δύση;
Μάρτεν Σέφερ: Σίγουρα μια ενδιαφέρουσα ερώτηση, μα δεν το εξετάσαμε αυτό. Ωστόσο, σε μια άλλη μελέτη που δημοσιεύσαμε μόλις, δείχνουμε ότι η «γενικοποιημένη εμπιστοσύνη» έχει ισχυρή επίδραση ως προς την επιτυχία των χωρών στην αντιμετώπιση των κυμάτων Covid.
Γιόχαν Μπόλεν: Εξαιρετική ερώτηση. Επικυρώσαμε τα αποτελέσματά μας για άλλες γλώσσες, όπως τα ισπανικά, κάτι που υποδεικνύει μια ευρύτερη πολιτισμική τάση πέρα από τα αγγλικά, μα εφόσον βασιζόμαστε σε βιβλία, στο αρχείο των ΝΥΤ και σε αναζητήσεις στο Google, δεν έχουμε εξίσου καλή κάλυψη στα δεδομένα μας για ένα εύρος άλλων σημαντικών γλωσσών και κουλτουρών, που μπορεί να βιώνουν άλλες τάσεις.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι μιλάμε για μια υπαρξιακή απειλή στις δυτικές μας κοινωνίες; Ποια θα ήταν τα αποτελέσματα μιας «υποχώρησης της λογικότητας» χάριν του συναισθήματος και της διαίσθησης;
Μάρτεν Σέφερ: Νομίζω πως είναι καλό να αναγνωρίζουμε τη σημασία της διαίσθησης και του συναισθήματος, αρκεί να μη χάνουμε την ισορροπία με τη λογικότητα. Η απώλεια της αναγνώρισης της λογικής επιχειρηματολογίας θα μπορούσε να υπονομεύσει τη δημοκρατία, να εκτροχιάσει τη λειτουργία των κοινωνιών και να δυσκολέψει την παγκόσμια συνεργασία σε προκλήσεις όπως οι πανδημίες, η κλιματική αλλαγή και η μαζική μετανάστευση.
Γιόχαν Μπόλεν: Μετά από μια περίοδο πολύ γρήγορων αλλαγών, που προκάλεσαν σύγχυση, ίσως να φτάνουμε σε μια νέα ισορροπία μεταξύ της διαίσθησης και της λογικότητας. Εναλλακτικά, εάν έλαβε όντως χώρα πολιτιστική «υποχώρηση της λογικότητας» (αν και η ανάλυσή μας δεν καταλήγει σε αποφασιστικά συμπεράσματα πάνω στο θέμα) τότε αυτό φυσικά θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις, επειδή έχουμε γίνει τόσο εξαρτημένοι στα αποτελέσματα των επιστημών, της τεχνολογίας και των κοινωνικών συστημάτων για να διασφαλίζουμε την ευημερία και την ασφάλειά μας.
Εδώ θα ήθελα να υποδείξω άλλη μια πρόσφατη ανάλυσή μας που δημοσιεύτηκε στο ίδιο επιστημονικό περιοδικό η οποία υποδεικνύει αλλαγές στη γλώσσα που υποδεικνύουν μοτίβα σκέψης τα οποία είναι γνωστό στην κλινική ψυχολογία πως σχετίζονται με διαταραχές όπως η κατάθλιψη, να ακολουθούν τη συγκεκριμένη αυτή τάση. Δε νομίζω πως αυτό υποδεικνύει μια υπαρξιακή απειλή στην κοινωνία μας, μα σίγουρα προκαλεί κάποιες ανησυχίες.
Το καλύτερο σενάριο σε σχέση με το χειρότερο σενάριο: Πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί ισορροπία, και ποιες θα ήταν οι συνέπειες ενός κόσμου όπου το «νιώθω» και το «πιστεύω» είναι ισχυρότερα από το «καταλήγουμε στο συμπέρασμα»;
Γιόχαν Μπόλεν: Το καλύτερο σενάριο είναι να εστιάζουμε περισσότερο ως κοινωνία σε αυτά που έχουν σημασία για την ευημερία μας ως άτομα και ως κοινωνία, μια κατάσταση όπου η τεχνολογία, η επιστήμη, η βιομηχανία και η οικονομία μας είναι στραμμένες προς αυτά που κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους αντί να αυξάνουμε κάποιες επιδόσεις για στόχους με βάση αυθαίρετα κριτήρια. Σκέφτομαι πρόσφατες προσπάθειες για την αντικατάσταση αυτοκινητοδρόμων 8 λωρίδων με όμορφα πάρκα, για παράδειγμα. Κάποιος θα μπορούσε να «συμπεράνει» πως «ο αριθμός των οχημάτων» που περνούν με μια «δεδομένη ταχύτητα» έχει «μειωθεί αντικειμενικά», μα όλοι πλέον «νιώθουν» πολύ καλύτερα για τους δημόσιους χώρους τους, επειδή νιώθουν ήρεμοι, καθαροί και ασφαλείς.
Μάρτεν Σέφερ: Νομίζω ότι θα έπρεπε να προσέξουμε πολύ τα συναισθήματα και τις απόψεις, μα να διασφαλίσουμε πως οι αποφάσεις λαμβάνονται εν τέλει με λογική.
Ποια είναι η προσωπική σας άποψη; Θα μπορούσε αυτή η τάση να αντιστραφεί; Αν ναι, πώς;
Γιόχαν Μπόλεν: Όπως υποστήριξα προηγουμένως, δεν είμαι βέβαιος αν αυτή η τάση είναι καλή ή κακή, και ως εκ τούτου δεν είμαι βέβαιος αν χρειάζεται να αντιστραφεί. Μπορεί να βλέπουμε μια τάση προς μια κοινωνία που επιτυγχάνει μια νέα ισορροπία μεταξύ δύο σημαντικών ανθρώπινων κινητηρίων δυνάμεων.
Ο κίνδυνος μιας τάσης προς την κατεύθυνση της «διαίσθησης», μακριά από τη «λογικότητα» είναι πως ίσως συλλογικά σκοτώσουμε την «χήνα που κάνει τα χρυσά αυγά», δηλαδή πως οι εξελίξεις που έρχονται χάρη στην επιστήμη, την τεχνολογία, τη μόρφωση και τη συστηματική σκέψη γενικότερα επιβραδύνονται ή ακυρώνονται από υπερβολική δυσπιστία, μια τάση να βασιζόμαστε κυρίως στη διαίσθηση, την ενδοσκόπηση και την πίστη, αντί σε αυτά που είναι αληθινά και αυτά που λειτουργούν. Αυτός είναι ένας κίνδυνος που πρέπει να έχουμε κατά νου.
Σε προσωπικό επίπεδο, αυτά τα ερωτήματα περί λογικότητας απέναντι σε «διαίσθηση» και «συναισθήματα» έχουν μεγάλη σημασία για εμένα, επειδή δεν είμαι μόνο καθηγητής, με επίσης και house DJ. Χρησιμοποιούμε τεχνολογία, υπολογιστές και κυκλώματα για να παράγουμε ένα event, ένα περιβάλλον που κάνει τους ανθρώπους να χορεύουν, να διασκεδάζουν φυσικά, να συναθροίζονται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον, που τους κάνει να νιώθουν καλά και ευτυχείς. Είμαι βέβαιος ότι κάποιοι θα υποστήριζαν, χρησιμοποιώντας κάποια αντικειμενικά κριτήρια, πως η μουσική είναι επαναλαμβανόμενη και απλοϊκή, πως δεν είναι απαραίτητη, πως είναι σπατάλη χρόνου και ενέργειας, μα ο σκοπός δεν είναι να επιτύχουμε κάποιο αντικειμενικό, δικαιολογούμενο βάσει λογικής, αποτέλεσμα. Αυτό ισχύει για πολλά πολιτιστικά και συλλογικά εγχειρήματα που μας κάνουν ευτυχισμένους και να χαιρόμαστε τη ζωή, όπως μουσική, τέχνη και φαγητό. Ο συνεργάτης μου, Μάρτεν Σέφερ, είναι ταλαντούχος μουσικός και performer, είμαι βέβαιος πως συμμερίζεται αυτή την άποψη.
Μάρτεν Σέφερ: Νομίζω πως η αυξανόμενη αξία που αποδίδεται στο συναίσθημα και τη διαίσθηση δεν μπορεί να αντιστραφεί, ωστόσο μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι στο να τα αναγνωρίζουμε σοβαρά αυτά ενώ επίσης τα βάζουμε σε λογικό πλαίσιο για τη λήψη αποφάσεων.