Σε αυτή τη χώρα είμαστε καχύποπτοι και δύσπιστοι σχεδόν με τα πάντα. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τον αντικαπνιστικό νόμο, η εφαρμογή του οποίου παραμένει στα χαρτιά εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση, ακούμε ότι «τελειώνει το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους». Και κάθε φορά βρισκόμαστε στο ίδιο έργο θεατές: Να καπνίζουν όλοι ανεξαιρέτως - ενεργητικοί και παθητικοί καπνιστές - παντού.
Τηρώντας την «παράδοση» των προκατόχων του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήρθε να (ξανα)απαγορεύσει το - υποτίθεται κομμένο από το 2002 - κάπνισμα, κηρύσσοντας την έναρξη του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για μια Ελλάδα άκαπνη.
«Ο εχθρός είναι ο καπνός, όχι οι καπνιστές» δήλωσε ορθά ο Πρωθυπουργός.
Μόνο που σε αυτή την μάχη, οι εχθροί είναι πολύ περισσότεροι:
1. Η νοοτροπία του μέσου Ελληνα
Οταν οι πολίτες αυτής της χώρας έχουν συνηθίσει να κάνουν ό,τι τους καπνίζει (κυριολεκτικά σε αυτή την περίπτωση), μοιάζει απίθανο να τηρήσουν το γράμμα του νόμου. Εκτός από νομικό ζήτημα, εξάλλου, είναι και ηθικό. Ελάχιστοι καπνιστές στην Ελλάδα βλέπουν μια έγκυο ή ένα παιδί σε κάποιο κατάστημα και σκέφτονται «θα σβήσω το τσιγάρο από σεβασμό». Οι περισσότεροι δεν σέβονται τα ίδια τους τα παιδιά, καπνίζοντας μπροστά τους και μετατρέποντας τα από μικρές ηλικίες σε έμμεσους θεριακλήδες.
Χρειάζονται χρόνια «εκπαίδευσης» ώστε να εμφυσήσεις μια αντικαπνιστική κουλτούρα σε έναν λαό που έχει μάθει ότι ο συγκεκριμένος (και όχι μόνο) νόμος απλά δεν εφαρμόζεται. Και πως ο πολίτης να γίνει νομοταγής, άλλωστε, όταν βλέπει τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας αυτής της χώρας (τον Παύλο Πολάκη επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ) να καπνίζει σε χώρους που απαγορεύεται και να απαντά ευθαρσώς στον Ευρωπαίο επίτροπο για την Υγεία ότι «το τσιγάρο θα το κόψω, όταν το επιλέξω με ελεύθερη βούληση»;
2.Η τσέπη του επιχειρηματία
Οι Ελληνες καπνίζουν και μάλιστα πολύ. Ειδικά όταν βγαίνουν έξω για καφέ ή ποτό. Το τσιγάρο είναι συνυφασμένο με τη διασκέδασή τους. Οι επιχειρηματίες το γνωρίζουν αυτό. Και ξέρουν πολύ καλά πώς αν στερήσουν από τους πελάτες τους την αγαπημένη τους βλαβερή συνήθεια απλά θα τους χάσουν. Γιατί κάποιοι μαγαζάτορες θα βρεθούν να κάνουν τα στραβά μάτια, άλλοι θα επινοήσουν πιθανές και απίθανες πατέντες για να παραβλέψουν τον νόμο και τότε αναγκαστικά θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι το παράδειγμά τους. Και αυτό δεν είναι μια υπόθεση εργασίας. Η πρόσφατη ιστορία μας το έχει διδάξει.
Το 2009, όταν (υποτίθεται ότι) αυστηροποιήθηκε ο σχετικός νόμος, για λίγους μήνες είχε ξεκινήσει, πράγματι, μια προσπάθεια καθολικής εφαρμογής του. Και πάλι, όμως, υπερίσχυσε η προαναφερθείσα, πανταχού παρούσα, νοοτροπία. Τα τασάκια εξαφανίστηκαν προσωρινά αλλά έδωσαν τη θέση τους σε πλαστικά καμουφλαρισμένα σταχτοδοχεία. Καταστηματάρχες, υπάλληλοι και πελάτες ήταν σε ανοικτή συνεννόηση. «Καπνίστε ελεύθερα» μας έλεγαν, «αλλά αν μπουν μέσα ελεγκτές πετάξτε τα τσιγάρα στο πάτωμα ή όπου αλλού βρείτε». Και κάπως έτσι, ο περίφημος νόμος πήγε για μια ακόμη φορά περίπατο.
3.Η διαχρονική έλλειψη πολιτικής βούλησης
Οπως αυτή, έτσι και οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν προβεί σε βαρύγδουπες εξαγγελίες περί καθολικής και οριστικής απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους. Ολες αυτές οι εξαγγελίες διαχρονικά αποδείχθηκαν επικοινωνιακές φανφάρες για πρόσκαιρη εσωτερική κατανάλωση. Ακόμη και αν σε κάποιες περιπτώσεις οι προσπάθειες επιβολής του νόμου συνοδεύτηκαν από εντατικούς ελέγχους, αυτοί δεν κράτησαν παρά μόνο μερικές εβδομάδες. Και έπειτα επικράτησε πάλι το γνωστό καθεστώς (καπνιστικής) ανομίας.
Διαχρονικά, λοιπόν, παρατηρείται έλλειψη ισχυρής πολιτικής βούλησης για να αλλάξει επιτέλους αυτή η κατάσταση στην Ελλάδα. Σε μια Ελλάδα, που αποτελεί θλιβερή εξαίρεση πανευρωπαϊκά. Δεν είναι μόνο τα λεγόμενα προηγμένα κράτη, όπως η Γερμανία, η Βρετανία, το Βέλγιο κ.λπ., των οποίων οι πολίτες δεν διανοούνται να καπνίσουν σε χώρους που δεν επιτρέπεται. Το ίδιο ισχύει και για χώρες όπως η Κροατία, η Ρουμανία, η Σλοβακία κ.ά. τις οποίες εμείς θεωρούμε «κατώτερές» μας. Αρκεί ένα παράδειγμα για να γίνει αντιληπτή η διαφορά: πρόσφατα βρέθηκα στη Γερμανία, επισκεπτόμενος το Ντίσελντορφ και το Βερολίνο. Το μοναδικό μαγαζί που συνάντησα πελάτες να καπνίζουν ήταν ένα ελληνικό καφενείο!
Το μεγάλο στοίχημα
Αυτή η κυβέρνηση δηλώνει αποφασισμένη να επιβάλλει (επιτέλους) τον αντικαπνιστικό νόμο. Δείχνοντας καλή πίστη, μέχρι αποδείξεως του εναντίου τουλάχιστον, εκτιμώ πως το μεγάλο στοίχημα που θα οδηγήσει στην επιτυχία ή την αποτυχία του όλου εγχειρήματος έγκειται αφενός στην ανοχή που θα δείξει, αφετέρου στα μέτρα που θα λάβει για την επιβολή του. Αν επικρατήσει το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» με καταιγισμό προστίμων σε όλους τους παραβάτες, μηδενός εξαιρουμένου - ακόμη και βουλευτών, δημάρχων κ.λπ - τότε υπάρχει ελπίδα. Ειδάλλως, θα γίνουμε μάρτυρες ενός ακόμη αποσπασματικού ημίμετρου. Αλλά ακόμη και αν τα πρόστιμα πέσουν «βροχή» για 1-2 μήνες, ίσα-ίσα για να γίνει ντόρος στα δελτία ειδήσεων, νομοτελειακά θα επιστρέψουμε στο υπάρχον καθεστώς του «καπνίζω όπου θέλω, όσο θέλω, όποια ώρα θέλω». Οι ελεγκτικές αρχές θα πρέπει να βρίσκονται διαρκώς σε επαγρύπνηση για τα επόμενα χρόνια, με αδιάλειπτους ελέγχους, αιφνιδιαστικά «ντου», καμπάνιες ενημέρωσης και ό,τι άλλο χρειάζεται. Γιατί και ο Ελληνας καπνιστής φοβέρα θέλει... Τουλάχιστον μέχρι να αλλάξει νοοτροπία.