Ένα από τα ζωτικά θέματα που βρίσκονται στο προσκήνιο της συζήτησης σχετικά με την αξιοποίηση της ακαδημαϊκής έρευνας από τα πανεπιστήμια είναι η αναγκαιότητα ταχύτερης ανάπτυξης της «ακαδημαϊκής επιχειρηματικότητας» και της ίδρυσης τεχνοβλαστών (spin-offs).
Οι τεχνοβλαστοί είναι νεοφυείς επιχειρήσεις που δημιουργούνται με στόχο την εμπορική αξιοποίηση και εκμετάλλευση αποτελεσμάτων της πιο εξελιγμένης επιστημονικής έρευνας.
Το θέμα αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την περαιτέρω ανάπτυξη και εξωστρέφεια του οικοσυστήματος των νεοφυών επιχειρήσεων, το οποίο κλείνει τώρα την πρώτη δεκαετία της ζωής του στην χώρα μας.
Οι τεχνοβλαστοί στην Ευρώπη
Σε πρόσφατο άρθρο του, ο συγγραφέας Nicolas Colin (δείτε εδώ), υποστηρίζει ότι στην Ευρώπη, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό από τις startups επιχειρήσεις που σημειώνουν αλματώδη ανάπτυξη είναι τεχνοβλαστοί.
Αν και τα δύο τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί ο αριθμός των πανεπιστημιακών που ιδρύουν τεχνοβλαστούς, η Ευρώπη υστερεί γενικά –κυρίως λόγω των γνωστών καθυστερήσεων στη γραφειοκρατία που μετατρέπουν τη συγκεκριμένη προσπάθεια ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο.
Η ίδρυση τεχνοβλαστών πρέπει να γίνει πρωτεύων στόχος των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, διότι οι εταιρείες αυτές συμβάλλουν στην πρόοδο των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, καθώς προσελκύουν τα καλύτερα ταλέντα και πρωτοπορούν στην εφαρμογή της επιστήμης για την επίλυση υπαρκτών αναγκών.
Ειδάλλως, πολλά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια κινδυνεύουν να υστερούν στο διηνεκές απέναντι στα αμερικανικά, τα κινεζικά και τα ισραηλινά πανεπιστήμια.
Εδώ, να σημειώσουμε ότι βασικός παράγοντας στην επιτυχία του οικοσυστήματος των spin-offs είναι και η σύσταση αποτελεσματικών γραφείων μεταφοράς τεχνολογίας στα πανεπιστήμια, τομέας στον οποίο ήδη πρωτοπορεί το Ισραήλ (δείτε εδώ).
Ποια είναι η γενικότερη εικόνα στην Ελλάδα ως τώρα όσον αφορά τους τεχνοβλαστούς και την συμβολή των πανεπιστημίων στο οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων;
Αναμφίβολα, όπως υπογραμμίζει μελέτη της διαΝΕΟσις (2021), το επιχειρηματικό οικοσύστημα των τεχνοβλαστών και γενικότερα της «ακαδημαϊκής επιχειρηματικότητας» στην Ελλάδα είναι περιορισμένο σε έκταση, ενώ ταυτόχρονα τα γραφεία μεταφοράς τεχνολογίας συχνά υπολειτουργούν.
Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα είναι απαραίτητο να ακολουθηθούν πρακτικές, όπως εκείνες του MIT, του Harvard, του Oxford και άλλων ερευνητικών φορέων που έχουν συστήσει νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν ως αντικείμενο την δημιουργία ενός μεγάλου χαρτοφυλακίου πατεντών και, σε πολλές περιπτώσεις, έχουν ιδρύσει spin-off εταιρείες, με σκοπό την εμπορική εκμετάλλευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων των εργαστηρίων τους.
Ας σταθούμε όμως στα θετικά βήματα που έχουν γίνει στην Ελλάδα
Πρώτον, έχει γίνει πλέον αποδεκτό από τον αρμόδιο υφυπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων για θέματα έρευνας και καινοτομίας Χρίστο Δήμα ότι είναι αναγκαία κάποια αλλαγή και ήδη βρίσκεται σε επεξεργασία το νομοσχέδιο για το νέο θεσμικό πλαίσιο που πρόκειται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, με στόχο να γίνει πιο εύκολη η ίδρυση και η λειτουργία των συγκεκριμένων εταιρειών, παράλληλα με την εμπορική αξιοποίηση των πατεντών, καθώς και την στήριξη των γραφείων μεταφοράς τεχνολογίας.
Δεύτερον, αξίζει να αναφέρουμε ότι, παρά το υπάρχον νομικό κενό, έχουν ήδη γίνει προσπάθειες για να αλλάξουν τα δεδομένα με αξιοσημείωτη συμβολή του Uni.Fund, το οποίο είναι το μοναδικό κεφάλαιο επιχειρηματικών συμμετοχών που συνδυάζει το επιχειρηματικό με το ακαδημαϊκό στοιχείο και λειτουργεί με ιδιαίτερη έμφαση στην αξιοποίηση του ερευνητικού προϊόντος της χώρας.
Αξιολογώντας την συμβολή των πανεπιστημίων στο οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων από μία γενικότερη οπτική, αξίζει να αναφερθούμε στην τρέχουσα ακαδημαϊκή έρευνα που πραγματοποιείται στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ), η οποία αφορά στην γέννηση και την εξέλιξη του οικοσυστήματος των νεοφυών επιχειρήσεων στην διάρκεια της κρίσης. Η έρευνα αυτή στηρίζει την άποψη της θετικής επίπτωσης που έχει η παρουσία ερευνητών στην επιβίωση των νεοφυών επιχειρήσεων.
Επειδή, όμως, πολλά ακούγονται από τρίτους, είναι εξαιρετικά χρήσιμο να δούμε τι πιστεύουν και οι ίδιοι οι startuppers.
Γι’ αυτό πήραμε συνέντευξη από στελέχη δύο εταιρειών, προκειμένου να μας περιγράψουν με δικά τους λόγια την εμπειρία τους και τις πραγματικές δυσκολίες που βίωσαν, δεδομένα που η θεωρητική μελέτη δεν δύναται πάντα να εντοπίσει.
Επιλέξαμε δύο περιπτώσεις εταιρειών, που δημιουργήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές οι οποίες έχουν διαφορετικό αντικείμενο· η μία είναι προϊόν καθηγητών, ενώ η άλλη διδακτορικών φοιτητών.
Όσον αφορά στις απαντήσεις τους, μας εξέπληξε, κατά κάποιο τρόπο, η διαφορετικότητα στην προσέγγιση του αντικειμένου τους αλλά και η κοινή τους γλώσσα, καθώς και μία κοινή συνισταμένη: η διαπίστωσή τους ότι η νομοθεσία και η γραφειοκρατία αποτελούν βασικά εμπόδια τα οποία καθίσταται απαραίτητο να αντιμετωπιστούν.
Η πρώτη, η Bionature, είναι μία spin-off εταιρεία που ιδρύθηκε το 2003 από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Κρήτης Αχιλλέα Γραβάνη και Ηλία Καστανά.
Θεωρείται ιδιαίτερα πρωτοπόρα περίπτωση, καθώς προηγείται χρονικά της γέννησης του οικοσυστήματος των startups στην Ελλάδα.
H Bionature έχει αναπτύξει μη τοξικά, συνθετικά μικρά μόρια για την θεραπεία vευροφλεγμονωδών και νευροεκφυλιστικών ασθενειών, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, η αμφιβληστροειδοπάθεια και η αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση.
Η δεύτερη, η Bespot, είναι μια νέα αλλά πολύ δυναμική startup εταιρεία, η οποία παρέχει μια ολοκληρωμένη λύση έρευνας αγοράς που αξιοποιεί τα δεδομένα τοποθεσίας μέσω της χρήσης μηχανικής μάθησης και τεχνητής νοημοσύνης, προσφέροντας με αυτό τον τρόπο στους καταναλωτές εξατομικευμένες υπηρεσίες και εμπειρίες.
Ιδρύθηκε το 2018 από τους ερευνητές Λέοντα Γαβαλά και Αναστασία Γρίβα. Αν και δεν αποτελεί spin-off εταιρεία με την στενή έννοια του όρου, καταδεικνύει όμως μια εμφανή σύνδεση με το πανεπιστήμιο εφόσον αξιοποιήθηκε μεταγενέστερα το know how που είχε προκύψει σε διδακτορικό επίπεδο από τους ίδιους ερευνητές, γεγονός που είναι πολύ ενδιαφέρον και ενθαρρυντικό, σε αντίθεση με αρκετές μελέτες που, ενώ είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά και θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν εμπορικά, δεν τα κατάφεραν λόγω των δυσκολιών και των κενών στις διαδικασίες που εξακολουθούν να υπάρχουν στα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Στην συνέχεια, παρουσιάζονται ορισμένες ερωτήσεις και απαντήσεις από τις συνεντεύξεις με ιδρυτικά στελέχη της Bionature και της Bespot:
Ποιες θεωρείτε ότι είναι τα οι βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι spin-offs εταιρείες που προέρχονται από πανεπιστήμια ως προς στην ίδρυση και την λειτουργία τους;
Αχιλλέας Γραβάνης (Bionature): Νομίζω ότι τα βασικά προβλήματα είναι η διοικητική απειρία των ιδρυμάτων σχετικά με την στήριξη της διαδικασίας ίδρυσης των spin-off εταιρειών, το θολό ή γραφειοκρατικό νομικό πλαίσιο, η υπάρχουσα ιδεοληψία άρνησης σχέσεων των πανεπιστημίων με την οικονομία και την αγορά, οι υπερβολικές απαιτήσεις των ιδρυμάτων να ελέγχουν μεγάλο ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου δίχως ουσιαστική δική τους κεφαλαιακή συνεισφορά που αποθαρρύνει κάθε σοβαρό επενδυτή, η έλλειψη οργανωμένων γραφείων μεταφοράς τεχνολογίας με εξειδικευμένο και έμπειρο στελεχιακό δυναμικό κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα.
Λέων Γαβαλάς (Bespot): Θεωρούμε ότι υπάρχουν δύο βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ερευνητές στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Πρώτον, μέχρι πρόσφατα δεν ήταν ξεκάθαρο το νομικό πλαίσιο δραστηριοποίησης των spin-offs. Σταδιακά, βέβαια, η νομοθεσία και οι εσωτερικοί κανονισμοί των πανεπιστημίων επαναδιαμορφώνονται για να είναι υποστηρικτικοί.
Δεύτερον, αν και έχουμε στην ομάδα μας αρκετά στελέχη με διδακτορικές σπουδές ή/και με σημαντικό ερευνητικό υπόβαθρο, σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώσαμε την έλλειψη πρακτικών γνώσεων για την εμπορική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων τους.
Στο ΟΠΑ, μέσα από το ACEin (Athens Center for Entrepreneurship & Innovation), αυτό το χάσμα ευτυχώς καλύπτεται και πλέον είναι πιο ξεκάθαρα στα μάτια του ερευνητή τα βήματα για την εμπορική αξιοποίηση της έρευνας.
Ποια είναι η μεγαλύτερη επιτυχία σας;
Αχιλλέας Γραβάνης (Bionature): Πρόκειται για την ίδρυση, πριν μια δεκαετία περίπου, μιας (ίσως της πρώτης) εταιρείας στην χώρα μας που ασχολείται με τον διεθνώς εξαιρετικά ανταγωνιστικό τομέα της ανάπτυξης νέων/πρωτότυπων φαρμάκων στον χώρο της θεραπευτικής των νευροεκφυλιστικών νόσων.
Εξίσου, πρόκειται για τις διεθνείς πατέντες μας που υποστηρίζονται από μεταγενέστερες δημοσιεύσεις μας σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά και η προσέλκυση σημαντικής επένδυσης από την Αμερική, αλλά και η χρηματοδότηση της ομάδας μας από ευρωπαϊκά προγράμματα.
Πιο σημαντική, όμως, βρίσκω την επιτυχία μας να ευαισθητοποιήσουμε και να εκπαιδεύσουμε με το παράδειγμά μας εξαιρετικούς νέους επιστήμονες στον χώρο της ακαδημαϊκής επιχειρηματικότητας στον κορυφαίο διεθνώς ανταγωνιστικό τομέα της φαρμακοβιοτεχνολογίας.
Λέων Γαβαλάς (Bespot): Όταν αναπτύσσεις μια νέα επιχείρηση υπάρχουν συνεχώς καθημερινές μικρές επιτυχίες: ένα βραβείο, μια χρηματοδότηση ή ένας νέος πελάτης.
Το πιο σημαντικό για εμάς είναι ότι καταφέραμε να διαμορφώσουμε μια ομάδα με υψηλό επιστημονικό υπόβαθρο και να αναπτύξουμε προϊόντα και εμπορικές συνεργασίες που μπορούν στο εγγύς μέλλον να αξιοποιήσουν εμπορικά την τεχνογνωσία που προήλθε από την επιστημονική μας έρευνα.
Ποια συμβουλή θα δίνατε ε σε κάποιον ακαδημαϊκό/ερευνητή που θα ήθελε θε να ιδρύσει μία spin-off εταιρεία ή γενικότερα να αξιοποιήσει την έρευνά του επιχειρηματικά;
Αχιλλέας Γραβάνης (Bionature): Θα τον συμβούλευα να ξεκινήσει με την συναίσθηση ότι δεν τα ξέρει όλα, ότι δεν είναι ακόμη επιχειρηματίας και χρειάζεται βοήθεια από αληθινούς ανθρώπους της αγοράς.
Να εστιάζει στις ανάγκες της διεθνούς αγοράς και όχι στις περιορισμένες τοπικές και να αφιερώνεται σε disruptive καινοτόμες ιδέες που θα είναι διεθνώς ανταγωνιστικές. Τέλος, να φιλοδοξεί η εταιρεία του να δραστηριοποιείται σε δικές της εγκαταστάσεις, έξω από το πανεπιστήμιο.
Λέων Γαβαλάς (Bespot): Είναι σημαντικό όταν είσαι ερευνητής, να ανοίξεις το οπτικό σου πεδίο και να αντιληφθείς όχι μόνο πόσο καινοτόμο είναι το αντικείμενο της δραστηριότητάς σου στην επιστημονική κοινότητα, αλλά και τί αξία φέρνει στην βιομηχανία.
Υπάρχουν ευκαιρίες στην αγορά για να βρεις τους κατάλληλους συνεργάτες, την καθοδήγηση και τους πόρους για να δημιουργήσεις την επιχείρησή σου. Είναι σημαντικό ένας ερευνητής να συμμετέχει σε προγράμματα ανοιχτής καινοτομίας, για να δει πώς εφαρμόζεται η έρευνά του στην αγορά και να έρθει σε επικοινωνία με το Κέντρο Καινοτομίας και το Γραφείο Μεταφοράς Τεχνολογίας (Technology Transfer Office, ΤΤΟ) του Πανεπιστήμιου του, εάν υπάρχει. Εναλλακτικά, να παρακολουθήσει σεμινάρια από TTOs άλλων Πανεπιστημίων, αλλά και να διαβάσει για βέλτιστες πρακτικές εμπορικής αξιοποίησης ερευνητικών αποτελεσμάτων στην Ελλάδα, στην Ευρώπη αλλά και το Ισραήλ.
Σύνοψη: Τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα παίζουν σημαντικό ρόλο σην οικοδόμηση της νέας επιχειρηματικής Ελλάδας και μπορούν να αποτελέσουν αρωγό μια υγιούς και βιώσιμης ανάπτυξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, γεννιέται πλέον μια νέα εποχή στην έρευνα και την τεχνολογία με υψηλές προσδοκίες εκσυγχρονισμού, όπου ευελπιστούμε να αντιμετωπιστούν οι σκληρύνσεις του παρελθόντος με παράλληλες, βέβαια, εισροές νέων κονδυλίων για την έρευνα και την ανάπτυξη (Ε&Α).
***
Για περισσότερες πληροφορίες για το project του ΟΠΑ για την επιχειρηματικότητα: δείτε εδώ και για παλαιότερη συζήτηση (στο πλαίσιο της σειράς Διαδικτυακών Διαλέξεων –Συζητήσεων στο ΟΠΑ) μεταξύ της καθηγήτριας Ιωάννας Σαπφώ Πεπελάση με τον καθηγητή Αχιλλέα Γραβάνη σχετικά με το θέμα του άρθρου: δείτε εδώ
Συγγραφείς:
Ιωάννα Σαπφώ Πεπελάση: Ομότιμη Καθηγήτρια, Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γιάννης Μπέσης: Απόφοιτος ΟΠΑ, Analyst, Χρηματιστήριο Αθηνών