Γράφουν οι Γιώργος Σπανουδάκης, Πρόεδρος Ένωσης Αποφοίτων ΕΣΔΔΑ & Κωνσταντίνος Βαλσαμάκης, Αν. Ειδικός Γραμματέας Ένωσης Αποφοίτων ΕΣΔΔΑ – Ανάλυση στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Η επιλογή της φορολογικής πολιτικής αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα κορυφαία καθήκοντα μιας κυβέρνησης. Μια επιλογή που επί της ουσίας είναι ένα πολυπαραγοντικό διακύβευμα. Σε ποιο σημείο του οικονομικού κύκλου βρίσκεται η χώρα, οι κοινωνικοί συσχετισμοί, οι διεθνείς τάσεις και δυναμικές, ο αναπτυξιακός σχεδιασμός, η παραοικονομία, το ύψος του δημόσιου χρέους αλλά και η ιδεολογική προσέγγιση των σχεδιαστών πολιτικής είναι ορισμένοι μόνο παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στην επιλογή του «φορολογικού μείγματος».
Σε μια πολιτεία δημοσιονομικά κυρίαρχη και ανθεκτική, η φορολογία αποτελεί την κύρια (και πιο σταθερότερη και βιώσιμη) πηγή δημοσίων εσόδων. Άλλωστε, κοινό χαρακτηριστικό όλων των αναπτυγμένων οικονομικά ευρωπαϊκών χωρών με ισχυρό κοινωνικό κράτος, υψηλό επίπεδο συλλογικής ευημερίας και υψηλή κοινωνική συνοχή, όπως η Αυστρία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και τα σκανδιναβικά κράτη είναι το πολύ υψηλό ποσοστό φορολογικών εσόδων, άνω του 40%, σε σχέση με το ΑΕΠ.
Αντίθετα, στην κατηγορία των χωρών με πολύ χαμηλό ποσοστό φορολογικών εσόδων προς το ΑΕΠ, κάτω από 30%, κατατάσσονται χώρες διαφορετικού οικονομικού προφίλ όπως οι ΗΠΑ, η Τουρκία, η Χιλή, η Κολομβία και η Κόστα Ρίκα οι οποίες εκτός των όποιων άλλων χαρακτηριστικών τους, χαρακτηρίζονται από έλλειψη αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους και απουσία δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο σχετικός δείκτης ανέρχεται σε 39% [1]. Παρότι το ποσοτικό στοιχείο δεν μοιάζει ν’ αποκλίνει σημαντικά του «επιθυμητού» που αναφέρθηκε πιο πάνω, με μια δεύτερη ανάγνωση, ποιοτική αυτή τη φορά, θα δούμε ότι τα φορολογικά έσοδα προέρχονται από τους έμμεσους φόρους σε ποσοστό 17,1% του ΑΕΠ, την ίδια στιγμή που ο ευρωπαϊκός μ.ο. ανέρχεται σε 13,4%, και από άμεσους φόρους σε ποσοστό μόλις 9,3% του ΑΕΠ, με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μ.ο. να βρίσκεται στο 13,3% [2] και αυτό είναι ένα εύρημα που πρέπει να μας απασχολήσει.
Ο βασικός διαχωρισμός των φόρων είναι μεταξύ έμμεσων (πχ ΦΠΑ) και άμεσων φόρων (πχ φόρος εισοδήματος). Χωρίς να μπούμε σε περαιτέρω φορολογική ανάλυση, πρέπει να τονιστεί ξεκάθαρα ότι οι έμμεσοι φόροι (που έχουν βέβαια υψηλή εισπραξιμότητα) είναι οι πλέον κοινωνικά άδικοι. Αυτό συμβαίνει γιατί ο συντελεστής είναι σταθερός, π.χ. ο ΦΠΑ στη χώρα μας είναι για τα περισσότερα αγαθά 24%, οπότε το πραγματικό ποσοστό – επί του εισοδήματός του – που πληρώνει ένας φορολογούμενος μειώνεται όσο αυξάνει το ύψος του εισοδήματος και αυξάνεται όσο το εισόδημα μειώνεται, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται περισσότερο τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Σε αυτό πλαίσιο, σύμφωνα με την «Έκθεση για την Εξέλιξη και τη Διακύμανση των Εσόδων από Φόρους Έτους 2022» της ΑΑΔΕ αξίζει να σημειωθεί ότι η αναλογία των έμμεσων φόρων ανέβηκε σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα στη χώρα μας, άνω του 60%, συμβάλλοντας σημαντικά στην επιδείνωση της καθημερινότητας των οικονομικά ασθενέστερων και των πραγματικών μεσαίων εισοδημάτων εξαιτίας του πληθωρισμού και της επίμονης ακρίβειας ειδικά σε βασικά καταναλωτικά αγαθά όπως τα τρόφιμα κ.ά.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι, το ταξικό πρόσημο της φορολογικής πολιτικής της προηγούμενης περιόδου είναι αναμφισβήτητο. Πρόκειται για μια στρατηγική συστηματικής μεταφοράς πόρων από τους πολλούς στους λίγους, καθώς οι φορολογικές παρεμβάσεις της περιόδου 2019-2023 είχαν ως κύριο στόχο να περιορίσουν την επιβάρυνση στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, στα υψηλά εισοδήματα, στις προσόδους πέραν της εργασίας (μερίσματα κ.ά.) και στις μεγάλες περιουσίες.
Πιο συγκεκριμένα, μέτρα όπως:
α) η μείωση της φορολογίας των μερισμάτων στο 5% (η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο συντελεστή φορολογίας μερισμάτων από τις χώρες του ΟΟΣΑ)
β) η κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ που αφορούσε τις μεγάλες ιδιοκτησίες
γ) αύξηση του αφορολογήτου στις γονικές παροχές και δωρεές έως και 800.000 ευρώ ανά πάροχο/δωρητή και ανά λήπτη
δ) η μείωση του φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου που αφορά εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων στο 0,5%
ε) η μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων από το 28% στο 22%
στ) μείωση του φορολογικού συντελεστή που αντιστοιχεί στο τμήμα του εισοδήματος πάνω από τα 40.000 ευρώ, από το 45% στο 44%, όχι μόνο δεν συμβάλουν στην ανακούφιση των οικονομικά πιο αδύναμων, αλλά αντίθετα κινούνται στη λογική των περιβόητων trickle-down economics.
Επιπρόσθετα, οριζόντιες αναστολές ή καταργήσεις φόρων, όπως για παράδειγμα της εισφοράς αλληλεγγύης (με καθυστέρηση δύο χρόνων για τους δημόσιους υπαλλήλους) εκ των πραγμάτων «απελευθερώνουν» σημαντικά μεγαλύτερο εισόδημα για τα ανώτερα μεσαία και ανώτερα εισοδήματα, σε σχέση με τα χαμηλά και τα μεσαία ενώ και ο συμβολισμός -κατάργηση ενός φόρου αλληλεγγύης των υψηλών εισοδημάτων- δεν περνάει απαρατήρητος.
Ήδη από τη δεκαετία του ’70, το κυριότερο επιχείρημα για τη μείωση των φόρων στους οικονομικά ισχυρούς είναι η θεωρία των trickle-down economics. Σύμφωνα με αυτήν, τα οφέλη από μία μείωση της φορολογίας στους πλούσιους, διαχέονται μέσω της ανάπτυξης στην υπόλοιπη κοινωνία. Πράγματι, η θεωρία εφαρμόστηκε εκτεταμένα τη δεκαετία του ’80, από τον Reagan στις ΗΠΑ και τη Thatcher στο Ηνωμένο Βασίλειο (οι όροι «Reaganomics» και «Thatcherism» επί της ουσίας περιγράφουν την εφαρμογή αυτής της θεωρίας) και το κύριο αποτέλεσμά της μακροπρόθεσμα ήταν η όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων με τη σταδιακή υπονόμευση και αποδόμηση του κοινωνικού κράτους σε κάθε του μορφή (πρόνοια, υγεία κλπ).
Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές στα υψηλά εισοδήματα και τις μεγάλες περιουσίες δεν είναι κάτι νέο. Εφαρμόζονταν επί δεκαετίες στις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου. Από το 1944 έως το 1981 ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής στις ΗΠΑ ήταν κατά μ.ό. στο 81%. Αντίστοιχα, στη Γαλλία και στη Γερμανία κυμαινόταν από 50% έως 70%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ο συγκεκριμένος συντελεστής ανήλθε στο 98% από το 1941-1952 και από το 1974 έως το 1978 [3].
Εκτός από τη συνεισφορά στα δημόσια έσοδα, οι ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές έχουν ως στόχο να περιορίσουν τις κοινωνικές ανισότητες οι οποίες συνιστούν απειλή για την δημοκρατία καθώς η υπερβολική συγκέντρωση πλούτου συνεπάγεται και τη συγκέντρωση πολιτικής ισχύος. Η ανάγκη για ένα φόρο στον μεγάλο πλούτο επανήλθε πρόσφατα στο δημόσιο διάλογο, τόσο κατά τις προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, κυρίως από τον Sanders και την Warren, όσο και κατά την προεκλογική περίοδο στη Γερμανία από το SPD, τους πράσινους και την Αριστερά και στο πλαίσιο αυτό εμφανίστηκαν προτάσεις για την εφαρμογή ενός φόρου στους πολύ πλούσιους. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το Inflation Reduction Act of 2022, H.R. 5376 που νομοθέτησε πρόσφατα ο πρόεδρο Μπάιντεν, όπου μεταξύ άλλων προβλέπεται και ένας φόρος 15% στις πολύ πλούσιες εταιρείες [4].
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί, ότι η φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων δεν είναι ο σκοπός, αλλά το μέσο για την επίτευξη του σκοπού της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ικανοποίησης του αιτήματος για ευημερία για όλους, συλλογικά και ατομικά.
Μια πιο δίκαιη φορολογική πολιτική θα υποστηρίξει το καθολικό δικαίωμα – που είναι ακόμη πιο ζωτικής σημασίας για τους φτωχούς, τους άνεργους και τις πιο ευάλωτες ομάδες – για πρόσβαση σε δημόσια αγαθά και υπηρεσίες όπως η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, η παιδεία κτλ. Μια πιο αναδιανεμητικά προοδευτική φορολογική πολιτική, συνεπάγεται συμβολή όλων με τρόπο που αντικατοπτρίζει την πραγματική φοροδοτική τους ικανότητα, άρα και την αναλογικά μεγαλύτερη επιβάρυνση των ανώτερων εισοδηματικά στρωμάτων. Μόνο με αυτό τον τρόπο προάγεται η κοινωνική αλληλεγγύη, το δημόσιο συμφέρον και η συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά και ενισχύεται μεσομακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα της ανάπτυξης και η απαραίτητη γι’ αυτή κοινωνική συνοχή.
Προτάσεις για τον εκδημοκρατισμό του φορολογικού συστήματος:
Μερικές προτάσεις που έχουν ενδιαφέρον και κινούνται στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης των ανισοτήτων είναι οι εξής:
1. Εφαρμογή προοδευτικής ενιαίας φορολογικής κλίμακας με πολλά κλιμάκια για όλα τα εισοδήματα ανεξαρτήτως προέλευσης, με εύλογη κλιμάκωση της φορολογίας ανάλογα με την αύξηση εισοδήματος και ουσιαστική ελάφρυνση της φορολογίας της εργασίας που μέχρι και σήμερα υπερφορολογείται στην Ελλάδα σε σχέση με κάθε άλλη πρόσοδο
2. Μείωση του ύψους της περιουσίας που καθίσταται αφορολόγητο για δωρεές, γονικές παροχές και κληρονομιές και προοδευτική κλιμάκωση των σχετικών συντελεστών. Αφορολόγητο στις 12.000 ευρώ με περιορισμό του εκτεταμένου φαινομένου απόκρυψης εισοδημάτων, μείωση του ΦΠΑ στα είδα «πρώτης ανάγκης» και του ΕΦΚ που σε συνθήκες πληθωρισμού και ακρίβειας λειτουργούν ως «νέοι φόροι» παρότι το ονομαστικό μέγεθός τους παραμένει σταθερό, με παράλληλους ελέγχους στις αγορές προϊόντων, αφενός ώστε το όφελος να μεταφερθεί στους καταναλωτές και αφετέρου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το λαθρεμπόριο στο τομέα των καυσίμων.
3. Κοινωνικά δίκαιη φορολόγηση μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας αφότου προηγηθεί η καθιέρωση περιουσιολογίου και η άμεση ολοκλήρωση σύνταξης του Εθνικού Κτηματολογίου
4. Δραστική μείωση του ορίου των συναλλαγών με φυσικό χρήμα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, διεθνής συντονισμός και συνεργασία με στόχο αφενός την αποτροπή μεταφοράς κεφαλαίων και επιχειρήσεων σε φορολογικούς παραδείσους αφετέρου την αύξηση του ελάχιστού φόρου στα κέρδη των πολυεθνικών ( προς το παρόν ανέρχεται σε 15%).
Σε κάθε περίπτωση και έχοντας το βλέμμα στραμμένο προς μια πιο δίκαιη και πιο ανθρώπινη κοινωνία, οι νομοθέτες πρέπει εκτός από ένα αποτελεσματικό και κοινωνικά δίκαιο φορολογικό σύστημα, να επενδύουν και στο χτίσιμο μιας «φορολογικής συνείδησης» και για να γίνει αυτό, ο σωστός δρόμος είναι η σταθερότητα, η διαφάνεια, ο έλεγχος και η λογοδοσία ώστε οι φορολογούμενοι πολίτες να ξέρουν ότι οι φόροι τους χρησιμεύουν για τη βελτίωση της ζωής και της καθημερινότητάς όλων και όχι των λίγων.
Στην Ελλάδα, διαχρονικά, από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, η φορολογία τείνει να εμφανίζεται και να αντιμετωπίζεται κυρίως ως «απειλή». Ειδικά πρόσφατα δε, την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, η επιβολή κάθε είδους φόρου «επί δικαίων και αδίκων» και επί δραστικά μειωμένων εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων των οποίων η αξία είχε απομειωθεί σημαντικά σε συνδυασμό με τη χαμηλή κοινωνική ανταποδοτικότητα των φόρων, συνέτεινε στην περαιτέρω απαξίωση της έννοιας της φορολογίας.
Ο «φορολογικός λαϊκισμός» των trickle-down economics σε αυτό ακριβώς το έδαφος αναπτύσσεται και εκμεταλλευόμενος την εν πολλοίς εύλογη δυσπιστία της κοινωνίας, διακηρύσσει την οριζόντια μείωση των φόρων, πριμοδοτώντας έτσι δυσανάλογα τα υψηλά εισοδήματα και τις μεγάλες περιουσίες εις βάρος της συλλογικής ευημερίας και της κοινωνικής συνοχής στο μακρύ χρόνο.
Η εφαρμογή μιας ορισμένης φορολογικής πολιτικής απαιτεί και συγκρούσεις και συναινέσεις, οι οποίες όμως χρειάζεται να έχουν προϋπάρξει, προ της εφαρμογής της, σε επίπεδο κουλτούρας και ιδεολογίας.
Επομένως, για ένα νέο προοδευτικό μείγμα φορολογικής πολιτικής είναι κρίσιμο, να έχει εδραιωθεί η συνείδηση της κοινωνικής χρησιμότητας της φορολογίας όταν αυτή είναι δίκαιη και αναλογική και παράλληλα χρηματοδοτεί δομές και υπηρεσίες που είναι προσβάσιμες από όλους, αναβαθμίζοντας τους όρους κοινωνικής ευημερίας.
1 ΟΟΣΑ,Revenue Statistics,2022,σ.15
2 Eurostat 2021
3 Piketty, Thomas, Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα: 2014 σ.633-634
4 Για τον παγκόσμιο ελάχιστο φόρο που συμφώνησαν 136 χώρες τον Οκτώβριο του 2021 με βάση σχέδιο του ΟΟΣΑ εδώ