Ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα θέματα της περιόδου που πέρασε υπήρξε η επίσκεψη Ερντογάν. Μια επίσκεψη που έγινε σε ένα διεθνές πλαίσιο που ταχύτατα αλλάζει και μια Ελλάδα που αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα που σχετίζονται τόσο με την οικονομική κρίση όσο και με το προσφυγικό-μεταναστευτικό.
Παράλληλα οι ελληνοτουρκικές σχέσεις για πολύ καιρό είναι παγωμένες, ενώ η Τουρκία αποτελεί έναν εν δυνάμει στρατηγικό εχθρό για την ελληνική πλευρά. Η οικονομική ισχύς της Τουρκίας, η εμφάνιση μιας εξωστρεφούς αστικής τάξης μαζί με την ύπαρξη ενός πολιτικού σκηνικού που βασίζεται σε δύο σκληρά ανταγωνιζόμενους πόλους (ισλαμιστές και κεμαλικούς), δημιουργεί ένα περιβάλλον αρνητικό για τα ελληνικά συμφέροντα.
Παράλληλα, η Τουρκία επιχειρεί τη δική της έξοδο στον πλανήτη με την καθιέρωσή της ως μεγάλης δύναμης που έχει -στρατιωτικά και πολιτικά- την ικανότητα να ελέγχει την περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Ήδη διαφοροποιείται αισθητά από την Δύση στο μεσανατολικό πρόβλημα επιχειρώντας να παρέμβει αποφασιστικά στην διαμόρφωση της επόμενης μέρας μετά το τέλος της συριακής κρίσης.
Ο Ερντογάν, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, έχει πάρει πρωτοβουλίες πρωτοφανείς στην ιστορία της τουρκικής δημοκρατίας. Η προσέγγιση με τη Ρωσία του Πούτιν, η προμήθεια των S-400 και η διαμόρφωση μιας περίεργης τρόικας Ρωσίας – Ιράν – Τουρκίας, αναδεικνύουν τη χώρα αυτή σε σημαντική δύναμη. Έτσι, αυτό το πάλαι ποτέ προκεχωρημένο φυλάκιο των Αμερικανών στην Εγγύς Ανατολή -και παλιότερα στο μαλακό υπογάστριο της πρώην ΕΣΣΔ- διαμορφώνει μια δικιά του ατζέντα εξωτερικής πολιτικής που ιδεολογικά βασίζεται σε ένα παράδοξο μείγμα ισλαμικής υπεροψίας και κεμαλικής αυθαιρεσίας.
Τα ανοιχτά μέτωπα και η ανάγκη επικοινωνίας
Στην φάση αυτή των εξελίξεων η Ελλάδα με την Τουρκία έχουν πολλά ανοιχτά μέτωπα. Από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας έως τα όρια της ΑΟΖ. Για την Τουρκία τα μέτωπα με την Ελλάδα είναι περισσότερα. Ένα από τα ζητήματα που θέτουν είναι αυτό της μουσουλμανικής μειονότητας – διεθνές ισοδύναμο της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου- που όλες οι πολιτικές δυνάμεις της Τουρκίας (ισλαμιστικές ή κεμαλικές) επιχειρούν να μετατρέψουν σε στρατηγική μειονότητα-δούρειο ίππο. Δυστυχώς, το στόχο αυτό της τουρκοποίησης και της δομικής εξάρτησης, ευνόησε η ελλαδική πλευρά από την εποχή του στρατηγού Παπάγου και της Βασίλισσας Φρειδερίκης έως την εποχή των Σημίτη-Παπανδρέου.
Σημαντικό ζήτημα που ίσως στο μέλλον θα γίνει σημαντικότερο είναι αυτό που απορρέει από την καινοφανή θεωρία των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο. Η θεωρία ότι υπάρχουν αρκετά «ορφανά» νησιά και νησίδες στο Αιγαίο, είναι προς το παρόν ένα εύκολο χαρτί για εσωτερική κατανάλωση, παρότι με βάση αυτή δημιουργήθηκε το ζήτημα των Ιμίων. Το πιο επικίνδυνο όμως για το μέλλον είναι ότι εντάσσεται δυναμικά στο συλλογικό υποσυνείδητο τόσο της τουρκικής ελίτ όσο και του λαού, που είναι συνηθισμένος να ταυτίζεται με τον ακραίο εθνικισμό των ηγετών του. Επίσης, μια νέα διαφορά με την Τουρκία είναι η μετακίνηση πληθυσμών από τις ζώνες πολέμου προς την Ευρώπη μέσω της Ελλάδας. Και σε μεγάλο βαθμό τη στρόφιγγα των ροών την κρατά η Τουρκία.
Όλα αυτά τα γεγονότα επιτάσσουν την δημιουργία διαύλων επικοινωνίας με την τουρκική ηγεσία. Νομίζω ότι σ’ αυτό το πλαίσιο έγινε και η πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα. Στα θετικά καταγράφεται το ξεκαθάρισμα της ελληνικής θέσης ότι καμιά επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Λωζάννης δεν είναι δυνατή, καθώς και η δήλωση του Τούρκου προέδρου ότι δεν υπάρχει καμιά διεκδίκηση ελληνικού εδάφους, καθώς και η αναγνώριση ότι υπάρχουν τρεις συνιστώσες μουσουλμανικές εθνοτικές ομάδες (Τούρκοι, Πομάκοι, Τσιγγάνοι) στην Ελληνική Θράκη. Τις θετικές αυτές διαπιστώσεις αποδεικνύουν δύο γεγονότα: Η δυσαρέσκεια ακραίων εθνικιστικών κύκλων της μειονότητας για την παραδοχή αυτή, καθώς και η επίθεση που δέχτηκε ο Ερντογάν από τον κεμαλιστή Κιλιντζάρογλου, γιατί δεν έθεσε ζήτημα κυριαρχίας στα «αμφισβητούμενα» από την Τουρκία νησιά του Αιγαίου.
Βεβαίως, η αποτίμηση μιας επίσκεψης δεν μπορεί να γίνει με βάση τις δημόσιες εκτιμήσεις και αντιπαραθέσεις. Εάν υπάρχει θετικό αποτέλεσμα θα φανεί σύντομα με τη συμπεριφορά της Τουρκίας στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Όπως σύντομα θα φανεί εάν η Ελλάδα μπορεί να διαδραματίσει ένα μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των ΗΠΑ και της Ε.Ε. από τη μια πλευρά και της Τουρκίας από την άλλη. Σίγουρα η διαμόρφωση γραμμών επικοινωνίας μεταξύ δύο ανταγωνιστικών κρατών είναι κάτι που λειτουργεί θετικά.