Εδώ και δεκαετίες ήξερα ότι ο πεθερός μου είχε μια μητέρα, που όταν ήταν μικρό κορίτσι επιβίωσε από την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 και πήγε να ζήσει με έναν θείο της στη Μυτιλήνη. Ο θείος δεν την έστειλε στο σχολείο και την αντιμετώπιζε σαν υπηρέτρια κι έτσι εκείνη δεκαεπτά χρόνων, εντελώς αναλφάβητη και φοβερά τολμηρή, πήγε ολομόναχη στην Αθήνα κι έπιασε δουλειά σε ένα καφεκοπτείο.
Στο καφεκοπτείο η νεαρή Στέλλα έκανε παρέα με έναν Αιγύπτιο, ο οποίος της έμαθε να λέει τον καφέ. Οι ικανότητές της σε αυτή τη μαντική τέχνη ήταν θρυλικές στην περιοχή της. Ο πεθερός μου πολλές φορές μας είχε πει πως κάποτε σε κάποιο φλιτζάνι η μητέρα του είδε θάνατο. Η γυναίκα, η οποία είχε πιει από αυτό το φλιτζάνι, την ίδια μέρα πέθανε ξαφνικά. Επίσης, η Στέλλα κάποτε είχε ξεματιάσει ένα πεσμένο άλογο, το οποίο μετά το ξεμάτιασμα σηκώθηκε και άρχισε πάλι να περπατά. Ο πεθερός μου λέγοντας αυτές τις ιστορίες πάντα φρόντιζε να τονίσει ότι ο ίδιος ουδέποτε πίστεψε στη μαγεία και σε μεταφυσικά γεγονότα, αλλά αυτά τα δύο συμβάντα στα οποία ήταν μάρτυρας, αδυνατούσε να τα εξηγήσει με τη λογική.
Έχοντας τελευταία παρακολουθήσει μια εκπαίδευση για το ψυχικό τραύμα, τον ρώτησα ξανά πρόσφατα για τη μητέρα του. Του έκανα μια ερώτηση, που δεν την είχα ξανακάνει. Θυμόταν κάτι η γυναίκα αυτή ως ενήλικη από την καταστροφή της Σμύρνης, στην οποία ήταν περίπου έξι χρόνων;
«Δεν έλεγε ποτέ κάτι για αυτό. Το μόνο που είχε αναφέρει ήταν ότι στο πλοίο την κρατούσαν αγκαλιά».
Είναι συγκλονιστικό να σκέφτεσαι ότι ένα παιδί που ξαφνικά χάνει τους γονείς του, τα τέσσερα αδέρφια του, το σπίτι του, την πόλη που ζει και είναι μάρτυρας φοβερής βίας και καταστροφής, θυμάται μια αγκαλιά στο πλοίο. Η γυναίκα αυτή δεν μιλούσε ή δεν είχε μνήμη από εκείνον που την αγκάλιαζε ή από όσα φρικτά είδε γύρω της. Κράτησε μόνο αυτήν την μικροσκοπική αίσθηση ασφάλειας μέσα στον απόλυτο τρόμο. Κι αυτό δείχνει πόσο μια μικρή πράξη ευγένειας ή καλοσύνης, πώς η αίσθηση ευθύνης απέναντι στα ευάλωτα παιδιά γίνονται για αυτά μια μνήμη που τα συνοδεύει όσο ζουν, ακόμη κι αν έχει χρειαστεί να περάσουν από έναν εφιάλτη.
Η Στέλλα, καταλήγω, θα πρέπει να ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον άτομο. Ερωτεύτηκε στα δεκαεφτά της τον άντρα, με τον οποίο θα περνούσε τη ζωή της. Χωρίς ρίζες, χωρίς παρελθόν, χωρίς οικογένεια, ολομόναχη μέσα στον κόσμο βρέθηκε να είναι ικανή να επιβιώνει και με μια πρωτοφανή ελευθερία. Λίγα δεκαεπτάχρονα κορίτσια μπορούσαν να ζήσουν τον έρωτα και να επιλέξουν τον σύζυγό τους εκείνη την εποχή.
Σε κάποιο γράμμα του ο αγαπημένος της, όταν δούλευε ως εργοδηγός σε έργα αποξήρανσης ελών σε νησιά, της ζωγράφισε ένα καραβάκι.
«Αν έχεις τα κότσια, έλα», της έγραψε.
Δεν ήξερε να διαβάζει, τα γράμματα που της έστελνε της τα διάβαζαν άλλοι. Ωστόσο την άλλη μέρα, πήρε το πρώτο καράβι για τη Χίο και πήγε να τον βρει!
Η Στέλλα αφότου παντρεύτηκε κι απέκτησε έναν γιο και μετέπειτα δύο εγγόνια προσβλήθηκε από άνοια. Έχασε τελικά τη λειτουργία της μνήμης της, που για να την προστατέψει κάποτε, είχε διαγράψει τη φρίκη του 1922…
Αντί επιλόγου
Η ιστορία που αφηγήθηκα ήταν μία μόνο από τις τόσες πολλές ιστορίες που κρύβονται στο παρελθόν πολλών ελληνικών οικογενειών. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922 έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 55.000 Αρμένιοι και 1.250.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες. Το τραύμα λόγω της βίας, των αποχωρισμών, λόγω των απωλειών που βίωσαν ήταν ανείπωτο. Η ένταξή τους στην Ελλάδα ήταν επίσης πολύ δύσκολη.
«Ο παππούς μου ήταν από τη Σμύρνη», λένε πολλές φορές οι νεοέλληνες χωρίς σχεδόν κανένα συναίσθημα, χωρίς καμία συνειδητοποίηση του φορτίου της οικογενειακής τους ιστορίας. Κάποιοι μπορεί να μην ξέρουν καν τι συνέβη τότε. Αυτό είναι ίσως αποτέλεσμα της άρνησης, που είναι μηχανισμός άμυνας απέναντι στο τραύμα. Μερικές φορές δεν αντέχουμε να ξέρουμε ή να συνειδητοποιούμε.
Συλλογικά, όμως, οφείλουμε να θυμόμαστε. Χρειάζεται να βρούμε νέους τρόπους, σύγχρονους για να συνδεθούμε ξανά με την Ιστορία. Πρέπει να αναζητήσουμε, να αφηγηθούμε, να ακούσουμε, να συζητήσουμε. Δεν είναι μόνο πολιτισμικοί ή εθνικοί οι λόγοι. Κάθε τέτοια διαδικασία αποτελεί, πάνω από όλα, και ένα είδος συλλογικής θεραπείας.