Ο Caravaggio φιλοτεχνεί αυτό το επαναστατικό έργο ενώ είναι μόλις τριάντα χρονών.
Επιλέγει σχολαστικά τις πληβειακές φιγούρες που θα του ποζάρουν (τις ξαναβρίσκουμε και σε άλλες του συνθέσεις) και στήνει κυριολεκτικά ένα δράμα δωματίου αποκαθαίροντας την αφήγηση του από οτιδήποτε περιττό.
Φωτίζονται μόνο όχι τόσο οι πρωταγωνιστές όσο η παράφορη δράση τους. Ο άφωνος αγώνας του δρώντος αμφισβητία και του παθητικά υπομένοντος Χριστού.
Ο Θεός μοιάζει να υποφέρει από το θρασύ δάχτυλο του ανθρώπου που αναμοχλεύει τη πληγή Του. Τόσος ενοχλητικός βερισμός εδώ όσος ποτέ ακόμη και στο πιο ακραίο Χόλιγουντ!
Η ένταση των τεσσάρων προσώπων είναι τέτοια που ο θεατής την αισθάνεται σχεδόν σωματικά.
Κυριαρχεί η αισθητική των σκισμένων βρώμικων ρούχων, των λερωμένων χεριών, της βαριάς αναπνοής. Του ιδρώτα από την αγωνία ή τον φόβο.
Αυτός ο αδίστακτος, εμπρός στο προσωπικό του διερώτημα, Θωμάς κερδίζει στο τέλος τον θεατή. Ποιός δεν θα ήθελε να είναι στη θέση του;
Εξάλλου η απόσταση ανάμεσα στην εικόνα και την πραγματικότητα, τον θεατή και τον θεώμενο, την μεταφυσική της τέχνης και την φυσική της ζωής έχουν θαυμαστά μηδενιστεί. Μπαρόκ γαρ!
Υπάρχει μόνο ό τι βλέπεται και η όραση γίνεται αφή.
Ποτέ άλλοτε τέτοιος και τόσος αισθησιασμός στην τέχνη.
Ο Θωμάς και ο δάσκαλος του σε μιαν επαφή στα όρια της ερωτικής βίας. Με τα σώματα να σώζουν τις ψυχές.
Και στο βάθος το καθολικό Ιερατείο να γλείφει τα δάχτυλα του για το θεόπεμπτο δώρο του βλάσφημου ζωγράφου. ”Βάλτε τα δάχτυλα σας μέσα στο σώμα του θεού” είναι σαν να λένε . ”Επί των τύπων των ήλων ”( στους τύπους θα σταθούμε; ). ”Μπορείτε! ”(Αν μπορείτε, μη πιστεύετε τώρα).
Ο τυχοδιώκτης Caravaggio αναδεικνύεται έτσι ο μεγαλύτερος προπαγανδιστής του Χριστιανισμού μετά τον Απόστολο Παύλο. Και συγχρόνως ο ίδιος εγκαινιάζει εδώ εκείνη την εποχή όπου ο λόγος θα υποχωρεί σταθερά εμπρός στην γοητεία της εικόνας. Στην υποβολή και την μαγγανεία της. Εδώ που ακόμα και οι πιο άπιστοι εν τέλει θα πιστεύουν...