Παρότι κάτοικος και δημότης Ωραιοκάστρου, στο άκουσμα της λέξης δήμαρχος, το μυαλό μου κάνει μόνο μια σύνδεση, αυτή με τον Γιάννη Μπουτάρη. Δεν συνδέεται με κανένα άλλο πρόσωπο. Την Θεσσαλονίκη αναγνωρίζω ως τόπο μου, τον Μπουτάρη ως δήμαρχο της.
Με τον κυρ-Γιάννη, που σαν sui generis star αυτής της μυστήριας πόλης, τον συναντούσες συνεχώς στο διπλανό τραπέζι ενός μπαρ ή ενός εστιατορίου, διασχίζοντας κάποιο δρόμο του κέντρου πρωί ή βράδυ, στις πολιτιστικές εκδηλώσεις και στις ανοιχτές συζητήσεις για τα προβλήματα και το μέλλον της πόλης οι οποίες συγκέντρωναν ανθρώπους που επιθυμούσαν για αυτήν κάτι περισσότερο από το να (αυτο)αποκαλείται «ερωτική», είχες πάντα την οικειότητα να μοιραστείς μαζί του δύο κουβέντες ουσίας.
Την πρώτη φορά που έτυχε να τον συναντήσω στο διπλανό τραπέζι όντας παρόντα τα παιδιά μου -μικρά τότε- και να πούμε κάτι που κατέληξε σε μια από τις λίγο αθυρόστομες, αλλά αυθόρμητες ατάκες του, με ρώτησαν όλο περιέργεια «ποιός είναι ο κύριος;».
Όταν τους εξήγησα ότι είναι ο -εν ενεργεία τότε- δήμαρχος μας, ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, ένας δήμαρχος ηλικιωμένος, καθήμενος μόνος, χωρίς παρατρεχάμενους, χωρίς κουστούμι, με καρό πουκάμισο και ξεβαμμένο τζιν, με τατουάζ, με βραχιόλια και με ένα μικρό σκουλαρίκι στο αριστερό αυτί, γούρλωσαν τα μάτια τους. «Μα αυτός ο κύριος δεν μοιάζει με δήμαρχο» ήταν το πρώτο σχόλιο και των δυών.
Μου δόθηκε τότε η ευκαιρία να τους μιλήσω, λοιπόν, για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, για όσα γνώριζα για την ζωή και την πορεία του, την επαγγελματική και την αυτοδιοικητική, για τους λόγους που προσωπικά τον εκτιμούσα και τον θεωρούσα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αυθεντική προσωπικότητα και έναν καλό δήμαρχο, παρά τα λάθη και τις παραλείψεις του, με τα οποία διαφωνούσα και τα οποία κατέκρινα.
Έκτοτε, όποτε έτυχε να τον ξανασυναντήσουμε στο κέντρο, τα παιδιά μου ήταν εκείνα που τον χαιρετούσαν πρώτα, λέγοντας του «γεια σας κύριε δήμαρχε», ακόμα κι όταν τους πληροφόρησα ότι δεν ήταν πλέον δήμαρχος της Θεσσαλονίκης.
Από μια ακόμα περίεργη σύμπτωση που συμβαίνει συχνά στους βιβλιόφιλους, το βιβλίο του Γιάννη Μπουτάρη «Εξήντα χρόνια τρύγος» το οποίο ομολογώ πως βρίσκονταν στο πρώτο ράφι της βιβλιοθήκης μου τα τελευταία δύο χρόνια περιμένοντας καρτερικά να διαβαστεί, είναι αυτό που επιτέλους διαβάζω από την προηγούμενη βδομάδα. Και είναι ο λόγος που τον είχα έντονα στο νου μου, όταν χτες το βράδυ, πίνοντας ωραία κρασιά σαν αυτά έφτιαχνε η οικογενειακή επιχείρηση Μπουτάρη, με παρέα στο κέντρο της πόλης που ο κυρ-Γιάννης τόσα χρόνια τριγυρνούσε, μαθεύτηκε αστραπιαία από στόμα σε στόμα η δυσάρεστη είδηση της εκδημίας του.
Σήμερα Κυριακή, που στην πόλη ξημέρωσε μια πραγματική φθινοπωρινή μέρα και καθώς αντικρίζω στον ορίζοντα μπροστά μου το κέντρο και το λιμάνι καλυμμένο από ένα μουντό και κάπως σκοτεινό πέπλο, που μάλλον συνάδει με την έννοια της απώλειας, στο μυαλό μου κυριαρχούν δύο σκέψεις.
Πρώτον, ότι κατά την ταπεινή άποψη μου και ανεξαρτήτως πολιτικών και ιδεολογικών πεποιθήσεων, η πόλη αυτή “χρωστάει” στον εκλιπών δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη -αν μη τι άλλο- την όποια εξωστρέφεια της, το δύσκολο άνοιγμα της σε έναν χάρτη πιο ευρύ, το πλάτεμα του στενού ιδεολογικού της ορίζοντα.
Και δεύτερον, αναλογίζομαι πόσο πολύ ταιριάζουν οι στίχοι του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη στον άνθρωπο που έφυγε, στον κυρ-Γιάννη:
«Άλλα κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του
θα’ χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο.»
[ Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση “Άξιον Εστί” του Οδυσσέα Ελύτη που κυκλοφόρησε το 1959 ]
Και κάπως έτσι θέλω να πιστεύω ότι ακριβώς επειδή ο κυρ-Γιάννης πάλεψε με πολλά σκοτάδια κυρίως μέσα του, αλλά και γύρω του, σήμερα πλέον ταξιδεύει δικαιωματικά προς το φως…
*
Φωτεινή Κ. Χατζηευστρατίου
Θεσσαλονίκη, 10/11/2024