Μια παγωμένη μέρα τέλη Νοεμβρίου 2018. Το ραντεβού για την κοινή συνέντευξη Μαχαιρίτσα – Πορτοκάλογλου έχει κλειστεί στο σπίτι του «Πορτο» στο Χαλάνδρι. Η αφορμή ήταν η πρώτη, μετά από σαράντα χρόνια βίων παράλληλων, σκηνική συνάντηση τους. Μία συνάντηση που την είπαν «γιορτή και απολογισμό μαζί» (...) και που μετά τις χειμερινές εμφανίσεις έγινε θερινή περιοδεία, με τον Λαυρέντη να λέει τότε «αυτή την περίοδο έχω ερεθίσματα πολλά. Και ετοιμάζω πράγματα....».
Αυθεντικός, πληθωρικός (στα κέφια και στις ακεφιές του) ντυμένος στα αγαπημένα του μαύρα -και κάποια στιγμή, με το πούρο στο χέρι- ο Λαυρέντης κάθεται σε μια πολυθρόνα έχοντας απέναντι το Νίκο Πορτοκάλογλου και απαντά στις ερωτήσεις της HuffPost.
Η συνέντευξη δεν ήταν ακριβώς συνέντευξη, πιο πολύ με συζήτηση έμοιαζε -ο Μαχαιρίτσας άλλοτε γελούσε, κάποιες στιγμές παρακολουθούσε σκεπτικός, στοχαστικός, έκανε και ο ίδιος ερωτήσεις στον Πορτοκάλογλου ζητώντας την άποψη του, ενίοτε ανακαλούσε μνήμες από τα ξεκινήματα τους, κάπου στη δεκαετία του 1980. «Τη θυμάσαι αυτή τη συναυλία;...» έλεγε στον Νίκο και το πρόσωπο του φωτιζόταν.
Σε εκείνη τη συνάντηση -όπως και στην αμέσως προηγούμενη, στο στούντιο του στο Λυκαβηττό, όπως και κάθε φορά που ερχόταν στο πλατό της εκπομπής «Έχει Γούστο» στην ΕΡΤ για να τραγουδήσει (κι εμείς κάναμε τις «παραγγελιές» μας κι εκείνος αρχικά αρνούνταν και στο τέλος μας έκανε τα χατίρια)- η επίγευση ήταν ίδια.
Ο εξόχως ταλαντούχος Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο τραγουδοποιός που έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια των τελευταίων δεκαετιών, ήταν γεννημένος μουσικός, αλλά και ένας αφηγητής που μπορούσε να σε πάρει από το χέρι και να σε πάει, με την ίδια άνεση, και την ίδια φυσικότητα σε τοπία ηλεκτρικά, λαϊκά, έντεχνα -μικρή σημασία έχουν οι κατηγοριοποιήσεις. Επιπλέον, σε προσωπικό επίπεδο, είχε την κουλτούρα της αληθινής ροκιάς -το θα πω τα πράγματα όπως τα αισθάνομαι και τα αντιλαμβάνομαι- όχι για να προκαλέσει, ούτε για να πλασάρει κάτι, αλλά επειδή αυτός ήταν ο τρόπος του. Η ποιητική του.
«... Ξεκίνησα να μαθαίνω πιάνο επειδή ο πατέρας μου ήταν εξαιρετικός πιανίστας. Ήταν μαέστρος, στην Ορχήστρα της ΕΡΤ, πέθανε ωστόσο, πολύ νέος, μόλις 36 χρονών (με είχε κάνει πολύ μικρός, στα 23 του)… Το πιάνο ήταν πολύ κουραστικό. Είμαι και λίγο τεμπελχανάς, ξεκινάω να κάνω κάτι και το αφήνω στη μέση… Έκανα λίγο πιάνο, παίζω πιάνο, αλλά…. Ήθελα να παίζω στις παρέες και δεν μπορούσα να… κουβαλάω το πιάνο. Ήθελα να παίζω μουσική για την πάρτη μου και με το πιάνο δεν μπορούσα να παίζω για την πάρτη μου. Οπότε άρχισα να μαθαίνω κιθάρα, πήρα την κιθάρα κι άρχιζα να παίζω δεξιά κι αριστερά. Και μου βγήκε σε καλό. Παντού… Και στον στρατό λούφα και παραλλαγή είχα… Παντού…» μου έλεγε το 2015.
Και πριν λίγους μήνες: «... Στον Νταλάρα οφείλω κάποια πράγματα, αλλά οφείλω και σε ανθρώπους οι οποίοι με επηρέασαν. Όπως ο Βαγγέλης Γερμανός. Με τον Γερμανό συνειδητοποίησα ότι μπορώ να κάνω άλλα τραγούδια, μπαλάντες -μέχρι τότε γράφαμε αγγλικό στίχο... Θα θελα να μουν κηπουρός σ′ έναν κοραλλένιο κήπο στον βυθό... Μα τι όμορφο, τι λεπτό πραγματάκι! Όταν το άκουσα είπα, εδώ είμαστε...».
Ο Λαυρέντης έφυγε ξαφνικά. Όπως ένας δικός μας που φεύγει από το σπίτι χωρίς να ειδοποιήσει, χωρίς να πει «αντίο» και κυρίως, χωρίς να πάρει μαζί του τίποτα -όλα στη θέση τους, όπως τα άφησε: Ο Μικρός Τιτανικός, το Φλασάκι, το Πόσο σε θέλω, ο Νότος, το Διδυμότειχο Blues, το Πεθαίνω για Σένα.... Χάρισμα.