Ένας ηλικιωμένος άνδρας χάνει τη γυναίκα του και βρίσκεται με την κόρη του, αδυνατώντας να διαχειριστεί την απώλεια, αλλά και τη νέα πραγματικότητα που ανοίγεται μπροστά του. Η σχέση με το παιδί του γίνεται ευθύς εξαρχής πεδίο μάχης (η φράση της κόρης «έχω κι εγώ τη ζωή μου, μπαμπά», θέτει αμέσως το μέτρο των προθέσεων), ενώ ο θυμός, έκδηλος κάποιες στιγμές και από τις δύο πλευρές, δεν αφήνει περιθώρια συνεννόησης. Αναζητώντας συντροφιά και παρηγοριά, ο άνδρας εισέρχεται σε έναν κόσμο θολό, μεταξύ σύγχυσης και ονείρου, ανακαλώντας πρόσωπα φανταστικά. Πιθανώς βρίσκεται στις παρυφές του Aλτσχάιμερ -πιθανώς πάλι, όχι.
Ο Γιάννης Φέρτης γίνεται στη σκηνή του Μικρού Χορν «Ένας αληθινός καουμπόι». Ένας άνδρας στην τρίτη ηλικία που συναντά τη μοναξιά, ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να είναι ο πατέρας, ο παππούς, ο σύζυγος μας (εμείς οι ίδιοι) στην τελευταία, κρίσιμη στροφή της ζωής. Ένα πρόσωπο απελπισμένο και ως εκ τούτου ευάλωτο, που έχει ακόμη τη σπίθα για ζωή και ενσαρκώνει όλα όσα φοβόμαστε, συνεπώς αρνούμαστε να συζητήσουμε καθαρά.
Πρωταγωνιστής άμα τη εμφανίσει, με ένα ρεπερτόριο ζηλευτό και μία φωνή αναγνωρίσιμη και ελκυστική όσο και η εμφάνιση του, ο Γιάννης Φέρτης, που κλείνει εφέτος εξήντα χρόνια στο θέατρο, μιλά στη HuffPost Greece με αφορμή τον ρόλο του στο έργο της Μαρίλια Σαμπέρ.
Ο αγαπημένος ηθοποιός αναφέρεται στο γήρας, θυμάται τον Κουν, την Μελίνα και τον Μάνο Χατζιδάκι, λέει ότι δεν έχει να δώσει καμία συμβουλή για τον έρωτα και τον γάμο, εξηγεί για ποιον λόγο δεν σκηνοθέτησε, αλλά και αρνήθηκε να διδάξει σε δραματική σχολή και μιλά για το καταφύγιο και ησυχαστήριο του στα ορεινά της Φθιώτιδας, που αγαπά όσο και το κλαρίνο.
-Ποιο είναι το πιο ύπουλο που συμβαίνει με το γήρας;
Δεν θα μιλήσω για το έργο, θα μιλήσω για μένα. Ξεχνάω πράγματα. Έχω μεγαλώσει πια. Δεν λειτουργεί το μυαλό μου όπως πριν από κάποια χρόνια. Ως ηθοποιός αισθανόμουν πολύ πιο μέσα στα πράγματα -λειτουργούσα πολύ πιο γρήγορα στους ρόλους. Τώρα έχω και δυσκολίες. Δουλεύω έναν ρόλο δύο φορές παραπάνω από ό,τι παλαιότερα.
-Ο χρόνος σας έχει φερθεί πάρα πολύ καλά. Έχετε πει επανειλημμένως ότι μάλλον οφείλεται στα καλά γονίδια. Εσείς πώς φερθήκατε στον χρόνο; Τον εκτιμήσατε, τον σπαταλήσατε, τον απολαύσατε;
Ναι, μου έχει φερθεί καλά ο χρόνος, δεν έχω κανένα παράπονο. Πάτησα τα 80, έχω μπει στα 81 και περιμένω ό,τι πρόκειται να γίνει. Κάποια στιγμή μπορεί και να σταματήσω να παίζω, είτε γιατί δεν θα μπορώ, είτε γιατί έρχεται και η ώρα που φεύγεις από τη ζωή. Εντάξει, έτσι είναι. Έχω 60 χρόνια και κάτι στο θέατρο. Πρωτόπαιξα το 1959 στο Θέατρο Τέχνης. Επί Κουν. Όσο για το πώς του φέρθηκα εγώ του χρόνου, ισχύουν όλα όσα είπατε. Όταν ήμουν νέος έπαιζα στο θέατρο, ήμουν αφοσιωμένος, αλλά έκανα και τη ζωή μου. Δεν ήταν μόνο το θέατρο. Και νομίζω ότι πέρασα καλά.
“Οι δικοί μου, η μητέρα μου κυρίως, ήθελε να σπουδάσω -ο μεγαλύτερος αδελφός μου είχε μπει στην Ιατρική- αλλά εγώ δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο από το να γίνω ηθοποιός”
-Ως πιτσιρικάς και έφηβος ήσαστε ο καλός ή ο ατίθασος της οικογένειας;
Κακός δεν ήμουνα ποτέ. Εντάξει, τους γονείς μου τους στενοχωρούσα. Όταν μάλιστα, στα δεκάξι μου αποφάσισα να γίνω ηθοποιός.... Οι δικοί μου, η μητέρα μου κυρίως, ήθελε να σπουδάσω -ο μεγαλύτερος αδελφός μου είχε μπει στην Ιατρική- αλλά εγώ δεν ήθελα να κάνω τίποτε άλλο από το να γίνω ηθοποιός. Ούτε στο σχολείο ήμουν κάτι το ιδιαίτερο. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να τελειώσω στα δεκαοκτώ και να πάρω το απολυτήριο. Ομολογώ ότι βαριόμουν στο σχολείο, είχα μανία με τα θεατρικά βιβλία, αυτό με απασχολούσε συνέχεια. Το πατρικό μου ήταν στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ανέβαινα εκεί τα μεσημέρια και διάβαζα, απήγγελνα. Και κάποια στιγμή έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Σχολή και μάλλον πρέπει να ήμουν από τους καλούς, γιατί παρακολούθησα μόνο για έναν χρόνο -εγώ, η Μάγια Λυμπεροπούλου και η Λήδα Πρωτοψάλτη, που ήμαστε συμμαθητές, γιατί ο Κουν μάς είπε, δεν θα παρακολουθήσετε άλλο τη σχολή, πηγαίνετε στο θέατρο. Ομολογώ ότι ίσως ήταν και καλύτερο που δεν συνεχίσαμε τη σχολή, γιατί παίζαμε παραστάσεις και ρόλους βασικούς και νομίζω ότι αυτό με βοήθησε περισσότερο.
-Σε αυτά τα 60 χρόνια έχετε υπηρετήσει ένα σπουδαίο ρεπερτόριο, αλλά -είναι εντυπωσιακό- δεν έχετε ποτέ σκηνοθετήσει.
Και ούτε πρόκειται. Δεν αισθάνομαι ότι θα είμαι καλός σκηνοθέτης. Σκηνοθεσία μπορώ να κάνω. Έχω την εμπειρία τόσων χρόνων. Αλλά θα ήμουν μέτριος. Δεν υπάρχει λόγος. Με ενδιέφερε να γίνω ηθοποιός. Έγινα ηθοποιός, δεν σκηνοθέτησα ποτέ, όπως ποτέ δεν δίδαξα σε δραματική σχολή. Μου είχαν γίνει πολλές προτάσεις. Αρνήθηκα. Δεν ήξερα πόσο καλός θα είμαι. Ηθοποιός ήμουν, αυτό έκανα.
-Έχετε συνεργαστεί με μεγάλους σκηνοθέτες, έχετε μοιραστεί τη σκηνή με σημαντικούς συμπρωταγωνιστές. Ποιές ήταν οι μεγάλες συναντήσεις που άφησαν το αποτύπωμά τους στη ζωή σας;
Ο Κουν σίγουρα. Όπως και η Μελίνα. Όταν παίζαμε με την Μελίνα στο «Γλυκό πουλί της νιότης» ήμουν 22 χρονών και εκείνη 39, κάτι τέτοιο. Ήταν μία γυναίκα... γκομενάρα (γέλια) και ομολογώ ότι με είχε εντυπωσιάσει η Μελίνα γιατί και στις πρόβες και στις παραστάσεις μου φερόταν σαν να είμαστε ίσοι. Είχαμε μεγάλη φιλία και αγάπη. Και μάλιστα, το έργο που είχαμε παίξει και είχε κάνει μεγάλη επιτυχία, το ξαναπαίξαμε είκοσι χρόνια μετά -με είχε φάει η Μελίνα, να το κάνουμε, να το κάνουμε- σε ένα θέατρο στο οποίο έπαιζα για κάποια χρόνια (το είχα νοικιάσει), τη δεύτερη εκείνη φορά σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν.
Και οι δύο παραστάσεις ήταν πάρα πολύ καλές, απλά στην παράσταση του Ντασέν ήμαστε πιο σωστοί από άποψη ηλικίας: Η Μελίνα σε μία εποχή ωριμότητας, εγώ στα σαράντα και κάτι -φαινόμουν τριάντα. Θυμάμαι ότι ο Κουν μας είχε στείλει λουλούδια για την παράσταση που κάναμε είκοσι χρόνια μετά τη δική μας συνεργασία και ευχές για καλή επιτυχία.
Ένα πρόσωπο το οποίο πραγματικά με εντυπωσίαζε και αγαπούσα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Τον οποίον θαύμαζα πάρα πολύ.
Όσο για σκηνοθέτες, έχω δουλέψει με πολλούς, μεταξύ άλλων και με τον Ρώσο Γιούρι Λιουμπίμοφ, ο οποίος δεν ζει πια. Κάναμε τον Γλάρο και τον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ. Μου έκανε εξαιρετική εντύπωση αυτός ο άνθρωπος. Πρώην ηθοποιός στη Ρωσία και για πάρα πολλά χρόνια σκηνοθέτης. Όπως και ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς. Με ενδιέφερε ο τρόπος που λειτουργούσε.
“Υπήρχαν και ηθοποιοί οι οποίοι με ενοχλούσαν. Και καλοί ηθοποιοί -κάποιοι δεν ζουν πια. Έλεγαν, α, οι νέοι που βγαίνουν τώρα στο θέατρο, καμία σχέση μ′ εμάς. Τρελός είσαι, μωρέ; Υπάρχουν νέοι ηθοποιοί οι οποίοι είναι πάρα πολύ καλοί και καλύτεροι από ό,τι ήμασταν εμείς στην ηλικία τους.”
Έχει τύχει να δουλέψω και με μέτριους σκηνοθέτες -λογικό είναι. Όπως και με σπουδαίους ηθοποιούς. Αλλά ποτέ δεν είχα τη μανία να είμαι καλύτερος από τους άλλους. Κοίταζα να είμαι καλός. Αυτό. Και πολλές φορές υπήρχαν συνάδελφοι τους οποίους θεωρούσα, στη συγκεκριμένη παράσταση που παίζαμε, ότι ήταν καλύτεροι από μένα.
-Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίον έχετε όλα αυτά τα χρόνια διαχειριστεί την καριέρα σας. Παρότι πρωταγωνιστής, διατηρήσατε χαμηλούς τόνους, δεν καταδεχθήκατε το παιχνίδι της δημοσιότητας.
Δεν τα ξέρω αυτά (γέλια). Και να σας πω όλη την αλήθεια; Και τώρα που δίνω συνέντευξη δεν αισθάνομαι πολύ καλά που μιλάω για μένα. Τώρα που παίζουμε με τα παιδιά, την Ιωάννα Μαυρέα και τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, δύο ηθοποιούς οι οποίοι είναι μικρότεροι από μένα, πραγματικά εντυπωσιάζομαι. Με βοηθάνε κιόλας! Από κει και πέρα, υπήρχαν και ηθοποιοί οι οποίοι με ενοχλούσαν. Και καλοί ηθοποιοί -κάποιοι δεν ζουν πια. Έλεγαν, α, οι νέοι που βγαίνουν τώρα στο θέατρο, καμία σχέση μ′ εμάς. Τρελός είσαι, μωρέ; Υπάρχουν νέοι ηθοποιοί οι οποίοι είναι πάρα πολύ καλοί και καλύτεροι από ό,τι ήμασταν εμείς στην ηλικία τους.
“Θυμάμαι να οδηγώ για το χωριό νύχτα και να βάζω μουσική. Όταν άκουγα το κλαρίνο δάκρυζαν τα μάτια μου”
-Η προίκα αυτής της ανεπανάληπτης φωνής;
Θα σας πω την αλήθεια. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ για τη φωνή μου. Μου το έχουν πει πολλοί. Έχει τύχει να ακούσω ανθρώπους να λένε, ε, είναι εδώ ο Φέρτης με την ωραία φωνή. ’Έτσι γεννήθηκα, τι να πω.
-Βγάλατε χρήματα από τη φωνή σας, σωστά;
Έκανα περίπου 25 χρόνια διαφημίσεις, οπότε, ναι.
-Έχετε κάνει τρεις γάμους. Υπήρξατε και παραμένετε ένας εξόχως γοητευτικός άνδρας. Εάν ένας νεότερος σας ζητούσε να δώσετε μία καλή συμβουλή για τον έρωτα και τον γάμο, τι θα λέγατε;
Τίποτα! Δεν έχω κανένα παράπονο από τους γάμους μου, ειδικά τώρα με τη γυναίκα μου που είμαστε κάποια χρόνια παντρεμένοι, αλλά από κει και πέρα, να δώσω εγώ συμβουλή σε κάποιον τι να κάνει; Δεν θα δώσω ποτέ συμβουλή. Καθένας κάνει αυτό που νομίζει και αυτό που θέλει.
-Εκείνο το σπίτι στο βουνό που είναι το καταφύγιο και ησυχαστήριο σας;
Βρίσκεται εκεί που τελειώνει πια η Φθιώτιδα, σε υψόμετρο 1.100 μέτρων, μέσα στα έλατα. Είναι ο τόπος καταγωγής της οικογένειας του πατέρα μου. Στην Αθήνα είχαν έρθει -ο πατέρας μου και τα αδέλφια του- πιτσιρικάδες, δεκατριών χρονών. Έπιασαν δουλειά στην Κεντρική Αγορά, στα κρεοπωλεία, στην πορεία απέκτησαν δικό τους κατάστημα, ήταν πάρα πολύ εντάξει σε όλα -δεν έκλεβαν, δεν αδικούσαν και λοιπά- και το σπίτι του παππού, το πατρικό, συνέχισε να υπάρχει. Η μητέρα και ο πατέρας μου κάποτε μεγάλωσαν πολύ, το σπίτι είχε αρχίσει να έχει δυσκολίες για κείνους (για να κάνει η μητέρα μου το φαγητό έπρεπε να βγαίνει στην αυλή, η κουζίνα ήταν έξω). Ο πατέρας μου πέθανε σε ηλικία 97 χρονών, η μητέρα μου στα 88. Μου άρεσε πάρα πολύ να είμαι εκεί, είχα μία σχέση πολύ καλή με το χωριό και με τους ανθρώπους. Και με το κλαρίνο (γέλια).
-Με το κλαρίνο;!
Θυμάμαι να οδηγώ για το χωριό νύχτα και να βάζω μουσική. Όταν άκουγα το κλαρίνο δάκρυζαν τα μάτια μου. Και αποφάσισα κάποια στιγμή (είχα και κάποια χρήματα) να φτιάξω ένα σπίτι δίπλα στου παππού το σπίτι. Όπου μεταφέρθηκαν στην αρχή οι γονείς μου όταν πήγαιναν τα καλοκαίρια Το έκανα και γι′ αυτούς και για μένα. Και το σπίτι παραμένει ανοιχτό για την οικογένεια, την αδελφή μου, τον γαμπρό μου, τα παιδιά τους, τα παιδιά των παιδιών τους που είναι και μωρά, για όλους μας. Τον αγαπώ πολύ αυτόν τον τόπο.
Info
Θέατρο «Μικρό Χορν», Αμερικής 10, Aθήνα
«Ένας αληθινός Κάουμπόι» της Μαρίλια Σαμπέρ
Συντελεστές
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Ελένη Γκασούκα
Σκηνικά-Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Επιμέλεια μουσικής : Πάνος Σουρούνης
Βοηθός Σκηνοθέτη:Καίτη Ιωαννίδου
Φωτογραφίες παράστασης : Ελίνα Γιουνανλή
Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Φέρτης- Ιωάννα Μαυρέα – Βασίλης Μαυρογεωργίου
Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων:
Τετάρτη, Κυριακή: 20:00
Πέμπτη & Παρασκευή: 21:00
Σάββατο: 18:00 & 21:00
Διάρκεια παράστασης: 80’
Εισιτήρια: Από 15 ευρώ.