Ένα σουρεαλιστικό, πληθωρικό, απίθανο σύμπαν στο οποίο συναντώνται η παιδοκτόνος Μήδεια, η Αντιγόνη, ο Ιάσονας, ο Οιδίποδας, ο Ευριπίδης, ένας Ψαράς, μια Καλόγρια κι ένας αλλόκοτος Χορός, μία εκρηκτική κωμωδία -η μοναδική που θα δούμε εφέτος στην Επίδαυρο- και μάλιστα νεοελληνική, που σατιρίζει ανηλεώς και ευφυώς τη φυλή μας.
Λίγες ημέρες προτού ο δεκαπεντασύλλαβος του Μποστ αντηχήσει για πρώτη φορά στο Αργολικό Θέατρο και η απαστράπτουσα «Μήδεια» του κυριεύσει την ορχήστρα (τι θα έλεγε άραγε, ο πολυσχιδής δημιουργός αν έβλεπε το έργο του να παίζεται στην Επίδαυρο;), ο σκηνοθέτης της παράστασης του Εθνικού Θέατρου, Γιάννης Καλαβριανός μιλά στη HuffPost. Για το γλωσσικό ιδίωμα του λαϊκού συγγραφέα που είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής, για τους νέους σε ηλικία θεατές που το πιθανότερο είναι ότι δεν έχουν ιδέα περί Μποστ, για τα επικαιρικά στοιχεία (η «Μήδεια» γράφτηκε το 1993) και τον τρόπο που τα διαχειρίστηκε, για την έκθεση του ηθοποιού επί σκηνής, αλλά και για την προσωπική του πορεία: την απόφαση να εγκαταλείψει την ιατρική και να στραφεί στο θέατρο, τη σκληρή πραγματικότητα για το εθνικό σύστημα υγείας και το πόσο σημαντικό είναι οι γονείς να στέκονται πλάι στα παιδιά τους.
-Οι περισσότεροι έχουμε συνδέσει τον Μποστ με το Θέατρο Στοά, τον Θανάση Παπαγεωργίου και τη Λήδα Πρωτοψάλτη. Να υποθέσω ότι πρωτοείδατε Μποστ στο Στοά;
Την πρώτη φορά είδα στη Θεσσαλονίκη όταν είχε έρθει η «Μήδεια» μετά το πρώτο ανέβασμα της σε περιοδεία. Είναι μία από τις πρώτες παραστάσεις που έχω δει, νομίζω το 1994 και τη θυμάμαι με πολλή αγάπη. Έτσι κι αλλιώς, το Στοά είναι ένα θέατρο που εκτιμώ πάρα πολύ. Ο τρόπος που έχει οργανωθεί μου θυμίζει έντονα το θέατρο όπου πρωτοδούλεψα στη Θεσσαλονίκη, την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης. Είναι θέατρα που η κατεύθυνση, η αισθητικής τους, ο τρόπος δουλειάς ήταν συγγενικός. Η εκτίμηση μου προς το θέατρο Στοά ήταν δεδομένη, είχα την ανάμνηση μίας παράστασης πολύ υψηλών προδιαγραφών και όλα αυτά παίζουν ρόλο στο να πας προς κάπου.
Αυτά τα σκέφτηκα εκ των υστέρων, αναλογιζόμενος γιατί απάντησα θετικά στην πρόταση του καλλιτεχνικού διευθυντή, Γιάννη Μόσχου. Ξέρετε, οι αποφάσεις μας είναι συνισταμένη πραγμάτων συνειδητών και άλλων που στην αρχή αδυνατούμε να εντοπίσουμε. Όπως με κάποιους ανθρώπους για κάποιον λόγο ταιριάζουμε. Δεν ξέρουμε γιατί ταιριάζουμε. Δεν μας αφορά τόσο πολύ να το αντιμετωπίσουμε κλινικά, να δούμε γιατί. Όταν μετά άρχισα να σκέφτομαι γιατί είπα «ναι» στον Μποστ άρχισα και να καταλαβαίνω: Την εκτίμηση στις πρώτες παραστάσεις, την πολύ μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπο του ίδιου του Μποστ -γνωρίζω τον γιο του, είχα επαφή με την οικογένεια, γνωρίζω τα έργα του, τα σκηνικά, τα κοστούμια του, μέχρι και τα διακοσμητικά αντικείμενα που έφτιαχνε- και βέβαια, τον τρόπο που προσεγγίζει, που δημιουργεί τους χαρακτήρες. Έχει μία αθωότητα που για μένα, και ειδικά αυτή την εποχή της αφάνταστης σκληρότητας και της απόστασης των ανθρώπων, μου είναι και ως στάση ζωής πολύ συγγενής. Να προσεγγίζεις τα πράγματα με μία αθωότητα. Όσο μπορείς με μία καθαρή ψυχή.
-Η παράσταση σας είναι η μοναδική κωμωδία που θα δούμε εφέτος στην Επίδαυρο. Δεν σας προβληματίζει ωστόσο το γεγονός ότι το νεότερης ηλικίας κοινό ενδεχομένως δεν γνωρίζει ποιός είναι ο Μποστ;
Μα κι εγώ όταν πρωτοείδα Μποστ ήμουν είκοσι χρονών. Δεν κάνεις προτάσεις έργων επειδή υπάρχει ήδη έτοιμο κοινό και ξέρεις πού απευθύνεσαι. Δεν θα είχε και κανένα ενδιαφέρον. Κάνουμε προτάσεις για όλους. Και για κείνους που γνωρίζουν ήδη τον Μποστ και τον εκτιμούν, από τις παραστάσεις της Στοάς κυρίως, αλλά και για τους ανθρώπους που δεν τον γνωρίζουν και δεν έχει τύχει να δουν παράσταση έργου του και να τον μάθουν.
-Είχατε πει ότι ο μεγάλος πρωταγωνιστής του έργου είναι η γλώσσα. Ρωτώ για το νεανικό κοινό επειδή ζούμε στην εποχή των εικονομηνυμάτων. Το σήμα κατατεθέν του Μποστ είναι η παραφθορά των λέξεων, η ηχητική απόδοση τους, οι μεταφορικές εκφράσεις που χρησιμοποιεί κατά κυριολεξία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί ένας νέος άνθρωπος να αναγνωρίσει το αστείο της γλώσσας. Δηλαδή όταν λέει ο Μποστ, θέλεις να φάω απόβλητα, πετρέλαια να φάω, είναι κάτι που δεν πειράζει, και με emoticons να επικοινωνείς, το αντιλαμβάνεσαι. Ευτυχώς δεν έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο ένδειας που να μην καταλαβαίνουμε τα απλά ελληνικά. Γιατί ο Μποστ δεν απευθύνεται στον εγγράμματο κόσμο.
-Είναι κατεξοχήν λαϊκός συγγραφέας.
Ακριβώς. Κι αυτό είναι και το μεγάλο του πλεονέκτημα. Ότι απευθύνεται στους πολλούς. Έχει φτιάξει ένα κόσμο -εγγράμματος ο ίδιος- με τον οποίον μπορούν να επικοινωνήσουν όλοι. Στις πρόβες των τελευταίων εβδομάδων είχαμε ως κοινό τους σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και τους σπουδαστές της Σχολής Σκηνοθεσίας, οπότε είδαμε άμεσα τις αντιδράσεις. Συνεπώς δεν ανησυχούμε για τους νεότερους θεατές, ακριβώς επειδή μιλάμε για παιδιά που είναι πάνω κάτω στα είκοσι. Είδαμε πόσο πολύ συμμετείχαν και πόσο πολύ το χάρηκαν.
-Συνυπογράφετε και τη δραματουργική επεξεργασία. Σε ποιό βαθμό έχετε πειράξει το κείμενο;
Έχουμε αφαιρέσει τα πολύ επικαιρικά στοιχεία. Ο Μποστ έπαιζε με το επικαιρικό όχι για να θίξει με τον όρο της επιθεώρησης το συμβάν, αλλά χρησιμοποιώντας γεγονότα της στιγμής, για να θίξει πιο διαχρονικά πράγματα.
“Ναι, η κλίμακα είναι τερατώδης στα μεγάλα αρχαία θέατρα, όμως το θέατρο της Επιδαύρου είναι εξαιρετικά βοηθητικό. Όλοι, μετά το πρώτο σοκ, αισθάνονται ότι είναι ένα φιλικό θέατρο προς τον ηθοποιό. Στο Ηρώδειο αντίθετα βγαίνει ο ηθοποιός και βλέπει μόνο θέσεις. Κι ο ουρανός είναι πολύ πολύ ψηλά. Στην Επίδαυρο δεν συμβαίνει αυτό.”
-Αριστοφανικός, υπό μία έννοια.
Ναι, απλώς με άλλου είδους λεπτότητα. Χρησιμοποιώντας ένα άλλο είδος χιούμορ. Υπήρχαν κάποιες αναφορές για παράδειγμα, στην Αλίκη Βουγιουκλάκη, στον πόλεμο Σέρβων και Κροατών. Αυτό στο σήμερα δεν θα έλεγε τίποτα. Το θέμα που συζητήσαμε με την Έρι Κύργια ήταν εάν θα το αντικαθιστούσαμε με στοιχεία της τρέχουσας επικαιρότητας. Αποφασίσαμε όμως ότι αυτό δεν λειτουργούσε. Μπορεί εάν ζούσε ο Μποστ να το έκανε ο ίδιος, απλώς δεν θέλαμε εμείς να το κάνουμε κι έτσι το αντικαταστήσαμε με πράγματα πιο οικουμενικά, πιο διαχρονικά. Αν προσπαθούσες να ενθέσεις στοιχεία της σημερινής πραγματικότητας το υπόλοιπο δεν ζυγιζόταν σωστά. Οι καθαρές ενθέσεις είναι δύο χορικά τα οποία έχουν γραφτεί από εμένα, ένα στη μέση και ένα στο τέλος, που εκεί είναι εντελώς δικό μου το κείμενο à la manière de Μποστ. Όχι φιλοδοξώντας να φτάσω στο επίπεδο του, αλλά «κοπιάροντας» τον κόσμο του.
«Είναι μία πολύ περίεργη συνθήκη το να είσαι εκτεθειμένος εκεί πάνω»
-Πώς είστε με τους ηθοποιούς; Συνεργατικός, ομαδικός, ή δηλώνετε άμεσα ή έμμεσα, αυτή είναι η γραμμή, ακολουθείστε τη;
Από τότε που ήρθα στην Αθήνα κι έχοντας κάνει την εταιρεία θεάτρου Sforaris λειτουργούμε συνεργατικά και ομαδικά από την πρώτη μας παράσταση. Αυτό δεν σημαίνει μία ομαδική σκηνοθεσία. Το λειτουργούμε ομαδικά σημαίνει ότι συμφωνούμε και προχωράμε μαζί. Δηλαδή, εγώ φτιάχνω ένα πλαίσιο, προσπαθώ να το περιγράψω όσο πιο καλά μπορώ στους ηθοποιούς και να τους παρακινήσω να πάμε προς τα εκεί. Όχι να πειστούν με την έννοια ότι οι άνθρωποι έχουν αντιρρήσεις, αλλά να οραματιστούμε όλοι μαζί το πώς θα μπορούσε να αποτυπωθεί σκηνικά ένα κείμενο και μετά, μέσα σε αυτό το πλαίσιο να μπορεί ο καθένας να έχει την ελευθερία να προτείνει πράγματα κι εγώ μετά να έχω την ελευθερία της επιλογής από τις προτάσεις. Όσο και να έχεις προγραμματίσει, όσο και να έχεις σχεδιάσει στο χαρτί μία σκηνή, ευτυχώς μετά μπαίνει η θερμοκρασία, το ταλέντο, η ευαισθησία των ηθοποιών και προτείνουν πράγματα που μπορεί να μην είχες καν φανταστεί.
-Πιθανώς μετράει και το γεγονός ότι είστε ηθοποιός.
Σίγουρα. Γνωρίζεις από μέσα ποιά πράγματα λειτουργούν και ποιά δεν μπορούν να λειτουργήσουν. Από την άλλη, επειδή είμαι μάλλον ένας μεθοδικός άνθρωπος και ταυτόχρονα πολύ ανοικτός στις προτάσεις, δεν έχω κανένα θέμα, και ηθοποιός να μην ήμουν, να ξέρω τι μπορεί να αποτυπωθεί και τι τελικά να μην μπορεί να συμβεί με τίποτε. Κι επίσης να έχω την ευελιξία, πράγματα που συμβαίνουν τελευταία στιγμή να μπορούν να μπουν μέσα στην κατασκευή. Πιστεύω πολύ στη στερεότητα της κατασκευής. Ότι έχω φτιάξει κάτι που χωράει αλλαγές. Και βέβαια, εμπιστευόμενος πλήρως τους συνεργάτες ότι έχουν τη δεξαμενή, το υλικό να προτείνουν πράγματα τα οποία θα είναι ενταγμένα σε αυτό το σύνολο. Είναι μία πολύ περίεργη συνθήκη το να είσαι εκτεθειμένος εκεί πάνω.
-Ειδικά όταν το «εκεί πάνω» είναι η Επίδαυρος;
Όπου κι αν είναι. Δεν το ξεχωρίζω. Δεν σημαίνει ότι παίζεις στη Δωδώνη και είσαι πιο χαλαρός. Η δουλειά του να είσαι πάνω και να εκθέτεις μια ιστορία και τον εαυτό σου μέσω αυτής, από μόνη της ως λειτουργία έχει κάτι απάνθρωπο. Έχει κάτι εξω-ανθρώπινο. Όσο κι αν το να λέμε ιστορίες μας είναι κάτι κοινό, όπως και να ακούμε ιστορίες από την παιδική μας ηλικία. Είναι πολύ σκληρή δουλειά. Οπότε η έκθεση είναι ίδια είτε είσαι σε αυτά τα μεγάλα αρχαία θέατρα, είτε σε ένα μικρό θέατρο, μια ιταλική σκηνή ή ένα πειραματικό θέατρο. Δεν αλλάζει η δυσκολία του ηθοποιού. Δεν έρχεσαι να σηκώσεις το άχθος του συμβολισμού της ιστορίας των χώρων, γιατί δεν θα έβγαινες ποτέ. Ναι, η κλίμακα είναι τερατώδης στα μεγάλα αρχαία θέατρα, όμως το θέατρο της Επιδαύρου είναι εξαιρετικά βοηθητικό. Είναι τέτοια η αρχιτεκτονική και η κλίμακα, πέρα από το μεγάλο μέγεθος, που είναι μεγάλο αναλογικά, ώστε όλοι, μετά το πρώτο σοκ, αισθάνονται ότι είναι ένα φιλικό θέατρο προς τον ηθοποιό. Στο Ηρώδειο αντίθετα βγαίνει ο ηθοποιός και βλέπει μόνο θέσεις. Κι ο ουρανός είναι πολύ πολύ ψηλά. Στην Επίδαυρο δεν συμβαίνει αυτό.
-Εάν σας ζητούσα να βάλετε σε μία σειρά τις ιδιότητες -σκηνοθέτης, συγγραφέας, γιατρός ο οποίος εγκατέλειψε την ιατρική-, ποιά θα ήταν αυτή; Αν κάποιος δεν σας γνωρίζει και πρέπει να συστηθείτε, τι λέτε;
Όταν συστήνομαι λέω, δουλεύω στο θέατρο. Μετά εξηγώ με λεπτομέρειες τι κάνω.
-Άρα η ιδιότητα του σκηνοθέτη και του συγγραφέα εμπεριέχονται στην απάντηση «δουλεύω στο θέατρο».
Ναι, πηγαίνουν πολύ συχνά μαζί. Δεν μπορεί να λειτουργήσει το ένα ερήμην του άλλου. Όπως ας πούμε και στη σκηνοθεσία δεν μπορώ να ξεχάσω ότι είμαι και ηθοποιός. Δεν μπορώ να ξεχάσω όταν σκηνοθετώ ότι γράφω κιόλας. Πάμε παντού συνολικά, με ό,τι συνιστά την προσωπικότητα μας. Όπως και σε οποιαδήποτε άλλη δουλειά. Κουβαλάς και πιθανές άλλες δουλειές, τις όποιες σπουδές έχεις κάνει, πηγαίνεις σαν συνισταμένη όλων των πραγμάτων, όλης σου της πορείας στο χρόνο. Εάν έπρεπε να βάλω μία -μία ιδιότητα- θα έλεγα σκηνοθέτης. Γιατί αυτή είναι και η ιδιότητα από την οποία κυρίως βιοπορίζομαι. Αν δεν έγραφα δεν ξέρω αν θα σκηνοθετούσα μόνο. Συνήθως σκηνοθετώ τα δικά μου έργα. Μέσα στον χρόνο οι αναθέσεις σκηνοθεσιών είναι πολύ λίγες -εννοώ έργα άλλων. Έχει γίνει με την Λένα Κιτσοπούλου, με τον Χέρμαν Μπροχ, με τον Ευριπίδη -την Ιφιγένεια εν Αυλίδι με το ΚΘΒΕ- και τώρα με τον Μποστ.
«Δεν ξεκίνησα και σε δύο χρόνια μου είχαν δώσει την Επίδαυρο…»
-Δεν μπορώ παρά να θέσω τη γνωστή ερώτηση: Γιατί εγκαταλείψατε την ιατρική; Μετά από έξι χρόνια ή κάνω λάθος;
Ήταν έξι χρόνια οι σπουδές, μετά δύο χρόνια αγροτικό, έφυγα στην ειδικότητα.
Κατ’ αρχάς η ιατρική ήταν μία επιστήμη που κάλυπτε πολλά από τα ζητούμενα μου στη ζωή. Ήθελα ένα επάγγελμα που να είναι και λειτούργημα, να ικανοποιεί τη φιλομάθεια μου, την περιέργεια μου για τα πράγματα, μία επιστήμη στην οποία βλέπεις απευθείας την εμπλοκή σου με τον άλλο άνθρωπο και τη βοήθεια που μπορείς να προσφέρεις. Ταυτόχρονα με την ιατρική είχα ξεκινήσει να παρακολουθώ ένα εργαστήρι υποκριτικής στη Θεσσαλονίκη, της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης και τα πράγματα πήγαιναν λίγο παράλληλα. Για μένα και εκτονωτικά. Ήταν μία βαλβίδα αποσυμπίεσης.
-Εννοείτε από τις υψηλές απαιτήσεις της ιατρικής.
Ξέρετε, δεν είναι μόνο ότι απαιτεί διάβασμα, απαιτεί και μία ικανότητα αποσυμπίεσης όλου αυτού του ανθρώπινου πόνου που δέχεσαι καθημερινά. Δεν είναι εύκολο να εισπράττεις τέτοια ποσά οδύνης. Κάπως πρέπει να τα μεταβολίζεις για να συνεχίζεις να είσαι λειτουργικός. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί γιατροί στρέφονται στην τέχνη ή σε καταχρήσεις. Βλέπεις για παράδειγμα ότι καπνίζουν αρειμανίως. Ο καθένας βρίσκει τρόπο να ανταποκρίνεται γιατί οι απαιτήσεις είναι πάρα πολλές. Και κυρίως σε ειδικότητες που αφορούν το επείγον. Όπου έρχεσαι σε επαφή με τη στιγμή που ο άλλος χρήζει άμεσης βοήθειας. Σε ειδικότητες που παίζουν στο όριο ζωής και θανάτου. Δεν είναι εύκολο να επιστρέφεις κάθε μέρα στο σπίτι σου μετά από όλο αυτόν τον αγώνα, να έχεις χάσει ανθρώπους, να έχεις χάσει ασθενείς και να γυρίζεις το κουμπί. Πρέπει να βρεις έναν τρόπο…
- ...Να διασωθείς κι εσύ στο τέλος της ημέρας.
Ναι, γιατί δεν μπορεί να αρρωσταίνεις κάθε μέρα από τη συνεχή επαφή με την ασθένεια.
-Οι γονείς σας τι είπαν όταν ανακοινώσατε την απόφαση σας;
Οι γονείς μου ήθελαν πάρα πολύ να γίνω γιατρός.
-Και ποιός γονιός δεν θα το επιθυμούσε; Είναι χαρά και τιμή για μία οικογένεια.
Δεν προέρχομαι από οικογένεια γιατρών. Γνωρίζω παιδιά από οικογένειες γιατρών και ειδικά γιατρών αφοσιωμένων, γιατί υπάρχουν σε όλα τα επαγγέλματα άνθρωποι που είναι αφοσιωμένοι και άνθρωποι που δεν είναι και χρησιμοποιούν άλλες μεθόδους. Είναι πολύ κοπιαστικό λειτούργημα για τους αφοσιωμένους ανθρώπους στην Ελλάδα. Εφόσον το κάνεις καθαρά. Οπότε γνωρίζω ανθρώπους οι οποίοι είναι νοσοκομειακοί γιατροί και δεν ήθελαν τα παιδιά τους να γίνουν γιατροί. Αν πρέπει για κάποιο λόγο να νοσηλευτούμε σε ένα νοσοκομείο, για κάτι επείγον ή κάτι πιο χρόνιο, γνωρίζουμε πόσο ξεχαρβαλωμένο είναι το σύστημα υγείας και πόσο προϊόντος του χρόνου το πράγμα γίνεται όλο και χειρότερο και ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε την αυτοθυσία των ανθρώπων οι οποίοι εργάζονται σε αυτό και το στηρίζουν. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν είναι πάντα κακοπληρωμένοι σε σχέση με αυτό που προσφέρουν. Άνθρωποι που έχουν αφιερώσει όλη τους τη ζωή και μιλώ για το δημόσιο σύστημα υγείας, γνωρίζουν πολύ καλά τις δυσκολίες του, άρα δεν έχουν τη ρομαντική αντιμετώπιση που μπορεί να έχουν όσοι είναι απέξω, ότι όταν κάποιος γίνει γιατρός λύνει το πρόβλημα της ζωής του.
Όταν τελείωσα την ιατρική και ήθελα να κάνω μία παθολογική ειδικότητα και έκανα την αίτηση για την Ενδοκρινολογία για να ακολουθήσω άλλα πέντε χρόνια χρόνια της ειδικότητας, η αναμονή για να μπω στην ειδικότητα ήταν έντεκα χρόνια. Δηλαδή, τελειώνεις τα έξι χρόνια, κάνεις δύο χρόνια αγροτικό κάπου στην Ελλάδα, όπου βρεις μια θέση και μετά περιμένεις έντεκα χρόνια για να αρχίσεις να κάνεις τα πέντε χρόνια της ειδικότητας.
Από την άλλη, πέρα από αυτό, το να αφήσεις τον κόπο που έκανες και να ξεκινήσεις κάτι από το μηδέν, το κάνεις μόνο εάν είσαι σίγουρος ότι το κάτι άλλο θα σου δώσει περισσότερη χαρά. Κι εγώ έβλεπα σιγά σιγά ότι στο θέατρο έπαιρνα περισσότερη χαρά.
-Οπότε αυτό έκανε και τους γονείς σας να το αντιμετωπίσουν διαφορετικά;
Οι γονείς μου λοιπόν, ήθελαν γιατί πίστευαν ότι πιθανόν η δική μου ζωή να ήταν ευκολότερη από τη δική τους. Ο πατέρας μου έχει ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Με στήριξε σε όλη αυτή την πορεία, στα χρόνια της ιατρικής. Ήταν πάντα δίπλα μου. Όμως όταν τους είπα ότι μάλλον στο θέατρο θα πάω, ήταν εντελώς υποστηρικτικοί. Παρότι είναι άνθρωποι που δεν έχουν ακαδημαϊκή εκπαίδευση, αναγνώρισαν αμέσως ότι για να το κάνω σημαίνει ότι είναι μία σοβαρή απόφαση. Άρα κάτι μου καλύπτει, κάτι δίνει στη ζωή μου, που μπορεί οι ίδιοι να μην το αντιλαμβάνονται, αλλά έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στο παιδί τους, ήξεραν ότι δεν θα κάνω μία εύκολη επιλογή. Κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Οι γονείς να στέκονται δίπλα στα παιδιά τους, ακόμη κι αν εκείνη τη στιγμή δεν αντιλαμβάνονται τον λόγο που το κάνουν. Εάν είναι σίγουροι ότι έχουν μεγαλώσει παιδιά που αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα τα πράγματα. Ούτε είχαν κάποιο εχέγγυο ότι θα τα πάω καλά. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να αποδώσει όλο αυτό, γιατί δεν ξεκίνησα και σε δύο χρόνια μου είχαν δώσει την Επίδαυρο… Ξεκίνησα και είπαμε με τέσσερις φίλους να κάνουμε ένα θίασο και να παίζουμε στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Η κίνηση ήταν μισό σκαλοπάτι τη φορά. Δεν ήταν κατευθείαν στο ρετιρέ. Κι αυτό άργησε να αποδώσει επαγγελματικά, αλλά ευτυχώς είχα τους γονείς μου πάντα δίπλα. Για πολλά χρόνια, ενώ δούλευα στο θέατρο και μάλιστα με παραστάσεις που πήγαιναν καλά, πλήρωναν οι γονείς μου το ενοίκιο μου στην Αθήνα. Χωρίς αυτούς δεν θα μπορούσα να είχα συνεχίσει στο θέατρο. Οπότε δεν θα είχε γίνει τίποτα, ούτε καν η κουβέντα που κάνουμε τώρα (γέλια). Είναι πολύ σημαντικό να αισθάνεσαι ότι δεν θα μείνεις στο δρόμο από μια σου επιλογή. Ότι υπάρχει ένα σπίτι, οι φίλοι, ένας σύντροφος, ο,τιδήποτε θεωρεί ο καθένας οικογένεια που στέκεται πλάι σου.
Info
Εθνικό Θέατρο «Μήδεια» του Μποστ
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου 8 και 9 Ιουλίου, ώρα 21:00
Συντελεστές
Σκηνοθεσία Γιάννης Καλαβριανός
Δραματουργική επεξεργασία Γιάννης Καλαβριανός – Έρι Κύργια
Σκηνικά Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια Βάνα Γιαννούλα
Μουσική Θοδωρής Οικονόμου
Χορογραφία Μαριάννα Καβαλλιεράτου
Φωτισμοί Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου
Δραματολόγος παράστασης Εύα Σαραγά
Βοηθός σκηνοθέτη Κέλλυ Παπαδοπούλου
Β’ βοηθός σκηνοθέτη Διονυσία Βλαστέλλη
Βοηθός σκηνογράφου Κατερίνα Βλάχμπεη
Βοηθός ενδυματολόγου Αλέξανδρος Γαρνάβος
Φωτογραφίες παράστασης Ελίνα Γιουνανλή
Παίζουν (αλφαβητικά) Γιώργος Γλάστρας (Τροφός), Θανάσης Δήμου (Οιδίποδας), Άνδρη Θεοδότου (Αντιγόνη), Στέλιος Ιακωβίδης (Ευριπίδης), Θανάσης Ισιδώρου (Ψαράς), Σύρμω Κεκέ (Καλόγρια), Μαρία Κοσκινά (Κορυφαία), Φανή Παναγιωτίδου (Εξάγγελος), Γιώργος Σαββίδης (Καλόγερος), Σταύρος Σβήγκος (Ιάσονας), Γαλήνη Χατζηπασχάλη (Μήδεια).
Χορός (αλφαβητικά) Μαρία Κωνσταντά, Ειρήνη Μακρή, Λυγερή Μητροπούλου, Ελπίδα Νικολάου, Κατερίνα Πατσιάνη, Ματίνα Περγιουδάκη, Μαριάμ Ρουχάτζε, Θεοδοσία Σαββάκη, Νιόβη Χαραλάμπους.
Μουσικοί επί σκηνής Παρασκευάς Κίτσος κοντραμπάσο, Θοδωρής Οικονόμου πιάνο, μουσική διεύθυνση, Δημήτρης Χουντής σοπράνο σαξόφωνο, Μαρία Χριστίνα Harper άρπα.