Μπορεί ο τόπος να εμπνεύσει στις μέρες μας ένα κίνημα «φιλελληνικό»; Τώρα μάλιστα που δύο αιώνες σχεδόν μετά την εθνεγερσία, τα απόνερα της κρίσης μας πέταξαν χρεωκοπημένους από οράματα κι αποσυνάγωγους στην άλλη όχθη της ιστορίας; Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, ένας δημιουργός με συνείδηση βαθιά ευρωπαϊκή, πιστεύει πως ναι, μπορεί και πρέπει να συνεχίσει με όρους ιστορικούς αυτό που θεμελίωσε το κίνημα του Ρομαντισμού: «ένας φιλελληνισμός που δεν αφορά στενά εμάς, αλλά την ταυτότητα της Ευρώπης» λέει ο ζωγράφος και θέτει το πλαίσιο μιας «επιθετικής πολιτικής» με εξωστρέφεια και δυναμισμό. Όχι με την άνεση ενός ζωγράφου που στοχάζεται στην ασφάλεια που παρέχει το εργαστήριό του, αλλά με μια νέα σοδειά έργων που ξαφνιάζει με τη φρεσκάδα τους, μέσα από το δημόσιο λόγο του και με διαρκή διδασκαλία, που έχει όλα τα στοιχεία μιας αμφίδρομης μαθητείας, ακόμη και τώρα, έξω από τους τοίχους της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου για χρόνια διετέλεσε Καθηγητής. Για να το κάνει αυτό ο Ψυχοπαίδης «βούτηξε» στο Λεμονοδάσος του Πόρου και μας καλεί φέτος το καλοκαίρι, να χαρούμε τους χυμούς της τέχνης του στην γκαλερί «Citronne» και στο αρχαιολογικό μουσείο του Πόρου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που εκθέτετε στο νησί. Τι σημαίνει ο Πόρος για σας;
Το νησί είναι ένας τόπος που έχει διασωθεί ανάμεσα στην αστική Αίγινα και την κοσμική Ύδρα μέσα σε μία αίσθηση χρόνου της δεκαετίας του ’60, με τις ποιότητες και την ομορφιά ενός τοπίου που δεν είναι βομβαρδισμένο από επιφανειακές τουριστικές εικόνες. Δεν έχει αλλοιωθεί. Είναι ήπιο, έχει μια γαλήνη και ηρεμία, κατά κάποιον τρόπο, μια αθωότητα.
Η ζωγραφική θέλω να είναι διάλογος με τον τόπο και την εμπειρία του. Παλιότερα είχα κάνει μια έκθεση αφιερωμένη στο Σεφέρη. Αφορμή ήταν η περίφημη κόκκινη βίλα όπου είχε γράψει την «Κίχλη»∙ έτσι, βρήκα μία σχέση: τόπος – προσωπικότητα – ποίηση. Πάντοτε μ′ ενδιέφερε, όταν ανακαλύπτω ένα καινούργιο μέρος εκθεσιακού ενδιαφέροντος, να βρω και την εσωτερική του σχέση με ένα θέμα που τον αφορά, ένα καλλιτεχνικό αντικείμενο. Έτσι λειτουργεί σε μένα, όταν όλα αυτά έχουν κάποιο νόημα εσωτερικό και μια συνάφεια. Ενώ δίσταζα, λοιπόν, να κάνω έκθεση στο νησί, παρόλο που εκτιμούσα τους ανθρώπους και τη δουλειά τους, δεν είχα τον ”εσωτερικό” λόγο για να πω ότι ο Πόρος για μένα είναι σημείο καλλιτεχνικής αναφοράς.
Πάντως, με όρους σεφερικούς υπάρχει μια αντίστιξη ανάμεσα στο έργο του και τη ζωγραφική σας, μια «ροϊκότητα ιστορική».
Δεν είναι τυχαίο ότι με τον Σεφέρη έχω τέσσερις μεγάλες ενότητες που ανά δεκαετία γεννιούνται σε ένα ξαναδιάβασμα του σεφερικού έργου.
Σαν μια «επιστροφή»;
Επιστροφή και διαφοροποίηση εσωτερική που είναι και φορμαλιστική. Δεν είναι απλώς ότι επανέρχεσαι, αλλά ότι επανέρχεσαι με άλλους όρους. Αυτό σε βάθος 40 χρόνων φανερώνει και τις πλαστικές διαφοροποιήσεις κάθε φορά.
Στον Πόρο θυμάμαι πώς καθόμουν μπροστά στην γκαλερί, όταν ξαφνικά είδα την κόκκινη βίλα. Τότε συνειδητοποιώ ότι είναι το σπίτι, όπου το 1946 ο Σεφέρης γράφει τον Ηδονικό Ελπήνορα, όλα τα βασικά ποιήματα που ήταν τότε η ποιητική μας αναφορά. Ως διά μαγείας, φανερώθηκε κάτι το οποίο για μένα ήταν εξωτερικά αυτονόητο αλλά δεν είχε βγει ακόμη στην επιφάνεια. Η σχέση μου με τον Σεφέρη είναι συνεχής, ανά δεκαετία «πέφτω» επάνω του.
Η δε «Κίχλη» έχει ενδιαφέρον γιατί ήταν συνδεδεμένη με πράγματα που αφορούσαν και τη γενιά μας και την εποχή. To ’41 στον Πόρο, ήδη είχε ξεκινήσει ο πόλεμος, και στο νησί υπήρχε ένας στρατηγός εν αποστρατεία, ο οποίος όμως είχε πληροφορηθεί ότι θα γίνουν βομβαρδισμοί από τα γερμανικά στούκας στον ναύσταθμο του Πόρου. Προτιμά λοιπόν να βυθίσει το πλοίο “Κίχλη” της γραμμής (Πειραιάς - Πόρος), παρά να βομβαρδιστεί από τα γερμανικά στούκας. Σε καλό καιρό μπορείς ακόμη να το διακρίνεις από πάνω. Αυτή η πράξη του στρατηγού Λεοντόπουλου έδωσε την αφορμή στον Σεφέρη. Έχοντας την εμπειρία της ελληνικής ιστορίας όπως την έζησε ο ίδιος από το ’22 και μετά, έχοντας την εμπειρία της Κύπρου, όλο αυτό αποκτά την συμβολική χροιά ενός περιεχομένου που αφορούσε το χθες, το σήμερα, την ιστορία, τον πόλεμο, το στοιχείο της ήττας, το στοιχείο της γενναιότητας, το στοιχείο της ουτοπίας, του ρομαντισμού. Όλα μαζί περνάνε μέσα σε αυτή την ποιητική ενότητα, την Σεφερική. Έτσι γεννήθηκε αυτόματα κι ο κύκλος για τον ποιητή που δείξαμε στην γκαλερί.
Φέτος ποιο είναι το νήμα, ο «εσωτερικός» λόγος;
Πάλι μια άκρη πνευματικοφιλολογική. Το μυθιστόρημα που είχε σημαδέψει την εφηβεία μας, το «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη. Υπήρξε εκπάγλου καλλονής τοπίο και πάνω σε αυτό γεννήθηκε το μυθιστόρημα του Πολίτη το οποίο με τον ρομαντισμό του, τις νέες ιδέες του σημάδεψε τις νεανικές ερωτικές σχέσεις. Ένας σηματοορός μιας καινούργιας εποχής ανθρώπινων σχέσεων. Αυτό το νεανικής απελευθερωτικής εμπειρίας μυθιστόρημα ήταν η αφορμή για να συνδεθώ με κάτι που αφορούσε την προσωπική σχέση με τα πράγματα και τη σχέση με το Λεμονοδάσος. Μαζί όλα αυτά ήταν και ένα αφιέρωμα στην ίδια την γκαλερί που ονομάζεται citronne.
Έχουμε, λοιπόν, μια ατελείωτη σειρά ενός κύκλου έργων που ορίζουνε κυριολεκτικά την γκαλερί. Και βέβαια, συνιστούν, κατά κάποιο, το ημερολόγιο ενός καλοκαιριού, με την έννοια μιας εμπειρίας απελευθερωτικής. Είναι μια σειρά από νεκρές φύσεις που κυριαρχεί ανάμεσα σε όλα τα φθαρτά υλικά της καθημερινότητας, που ξεβράζει η θάλασσα. Είναι τα ίδια τα λεμόνια που κυριαρχούνε σε αυτή τη σειρά με τις νεκρές φύσεις. Λεμονοδάσος λοιπόν.
Εκτός από την γκαλερί, όμως, έργα σας φιλοξενεί και το Αρχαιολογικό μουσείο στον Πόρο.
Παράλληλα με το Λεμονοδάσος υπάρχει ένα μικρό, σπουδαίο μουσείο στο νησί. Εκεί πέρα, καθώς έχει ξεκινήσει μια πολύ ωραία παράδοση να συνδέονται οι εκθέσεις της γκαλερί με το αρχαιολογικό, είπα να βρω πράγματα σε κουβέντα με το μουσείο και τα αντικείμενά του. Θα δείξω, λοιπόν, μια σειρά από έργα που έχουν ιστορικό χαρακτήρα, έχουν βγει έξω δηλαδή, στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο, και είναι τα «24 βιβλία, 24 γράμματα». Έργα που έχουν τη μορφή ανοιχτών βιβλίων και κάθε βιβλίο έχει το γράμμα του. Κάθε γράμμα αντιστοιχεί σε ένα έργο κι αυτά τα 24 βιβλία θα εκτεθούν σαν ένα «αλφάβητο μνήμης». Σε σχέση με τον αρχαιολογικό χώρο έχω δουλέψει και δύο έργα μεγάλης κλίμακας, με θέμα τα αντικείμενα του μουσείου. Έχουμε πλήρη διάλογο με το κλίμα ενός αρχαιολογικού μουσείου γιατί όλα αυτά τα βιβλία είναι σε διάλογο με την κλασική αρχαιότητα. Έτσι, έχουμε πολλαπλές συνδέσεις με τον Πόρο: πέρα από τις αγαπητικές και τις συναισθηματικές, έχουμε και τις διανοητικές και τις πνευματικές.
Ταυτόχρονα, είναι και ένα κομμάτι της δικής μου ιστορίας, όχι μόνο σε σχέση με το λεμονοδάσος. Ένα μεγάλο μέρος της είναι μια διαδρομή παράλληλη που συνδέεται συνεχώς με την αρχαιότητα. Ιδίως αυτός ο μεγάλος κύκλος «το γράμμα που δεν έφτασε», αν κι έχει ξεκινήσει πολύ παλιά, επανέρχεται, συνεχίζει, αλλοιώνεται και προχωρά. Είναι μια παράλληλη πορεία που αφορά τη σχέση μας και την ταυτότητά μας, την πρόσληψη όλων αυτών των ιδεών που διαμόρφωσαν την συνείδησή μας ως κατάφαση και ως κριτική απόσταση ταυτόχρονα. Και αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο σήμερα – και πάντα – το πώς στέκεται κανείς απέναντι σε αυτό που δεν θέλει να το δει λατρευτικά, αλλά βρίσκεται σε μία κουβέντα επάνω στον τρόπο που η κοινωνία σήμερα καταναλώνει τα πολιτιστικά προϊόντα.
Προηγείται όμως κάτι που έχει σημασία. Με μία ομάδα παλιών μαθητών μου από την σχολή, ευφάνταστη και ετοιμοπόλεμη - εγώ συνήθως επιμελούμαι τις εκθέσεις – ετοιμάζουμε στο Τελλόγλειο μια μεγάλη εικαστική ζωφόρο. Κληθήκανε να δουλέψουμε επάνω στα μοτίβα της ζωφόρου με ζωγραφικό τρόπο, πατώντας στη μνημειακή πομπή. Έτσι βγήκε μια καινούργια ζωφόρος πολύ μεγάλης κλίμακας. Είναι στην ουσία μοτίβα του καθενός, όλα έχουν την ίδια διάσταση και θα αναπτυχθούνε σε πραγματική μορφή φρίζας. Κι ενώ είναι τόσο διαφορετικά έργα μεταξύ τους, τα συνδέει μια κοινή αναφορά, με ένα ιδίωμα σύγχρονο. Έτσι θα γίνει μια τεράστια ζωγραφική φρίζα. Αυτό είναι αφιέρωμα στον Άγγελο Δεληβορριά. Ξεκίνησε από μια μικρή έκδοση, μια καινούργια ματιά αρχαιολογική πάνω στη ζωφόρο του Παρθενώνα από έναν σημαντικό Ιταλό αρχαιολόγο, τον Λουΐτζι Μπέσκι και μεταφρασμένο από τον Γιώργο Δεσπίνη, με προλογικό σημείωμα του Δεληβορριά. Στο βιβλίο έχουμε μια σοβαρή πρόσληψη και στην έκθεση το βλέμμα των νέων εικαστικών, που σκέφτονται επάνω σε αυτά.
Ο Δεληβορριάς προσπάθησε, στα σοβαρά, να αναδείξει τη διαχρονία του Ελληνισμού, όχι με όρους ιδεολογικούς, αλλά τοποθετώντας δίπλα στην αρχαία, τη λαϊκή και τη νεότερη τέχνη. Τα μουσεία μας λέτε μπορούν να «σηκώσουν» αυτή τη συνομιλία;
Νομίζω ναι, έστω με αργά βήματα, έχει συντελεστεί μία αλλαγή εσωτερική. Και στους ανθρώπους που τα διευθύνουνε αλλά και στη συνείδηση του κόσμου, που τα παρακολουθεί. Έχει κατακτηθεί αυτός ο χώρος, ως χώρος ανοιχτής συνομιλίας των τεχνών, των χρονικών περιόδων, των διαφορετικών καλλιτεχνικών αντικειμένων. Αυτό δηλαδή που παλιότερα ήταν μια κλειστή ιστορία, τώρα έχει ανοίξει σε πράγματα που σχεδόν, είναι αυτονόητα πια. Κι αυτό είναι μια πολύ μεγάλη κατάκτηση, που άργησε να έρθει μεν σε σχέση με την Ευρώπη – εμείς είχαμε αυτήν την εμπειρία έξω – όμως είναι ήδη μια κατακτημένη εμπειρία στην Ελλάδα, κι έχει εφαρμοστεί με ουσιαστικούς τρόπους.
Στον Πόρο συναντούμε ένα μοναδικό παράδειγμα: ένας ιδιωτικός φορέας, η γκαλερί Citronne, συνεργάζεται ιδανικά με το αρχαιολογικό μουσείο, δίνοντας εκθέσεις υψηλής αισθητικής (λόγουχάρη, Παπανικολάου, Βαρώτσος, Λίτη).
Βέβαια, έχει μεγάλη σημασία αυτό καθώς σε έναν τόπο με αυτή την εμβέλεια, γίνονται πράγματα σταθερά, με μια συνέπεια. Αυτά όλα είναι στοιχήματα, τα οποία κερδίζονται, κυρίως, όταν αντέχουνε και είναι συνεχή. Το θέμα δεν είναι να κάνουμε κάτι σαν πυροτέχνημα. Και σαν δική μου πολιτική γραμμή και σαν συνείδηση ενός κόσμου, έχει μπει για τα καλά στη ζωή του μουσείου σαν αυτονόητη διάσταση. Κι αυτό το πράγμα μεταφέρεται στο κοινό που βλέπει ότι οι αρχαιολόγοι δεν είναι μια κλειστή κάστα ανθρώπων, περιχαρακωμένων στα επιστημονικά τους ενδιαφέροντα κι αποκλεισμένων από τη ζωή. Βλέπω και μια νέα γενιά διευθυντών, που, παρά τις αγκυλώσεις και τις δυσκολίες που υπάρχουν έτσι κι αλλιώς, προσπαθούνε να ανοιχτούνε στο πνεύμα της εποχής.
Υπηρετεί βέβαια και αυτό που είχατε πει σε παλιότερη συνάντησή μας, την ανάγκη μιας πολιτιστική διπλωματίας που θα κάνει γνωστό το σύγχρονο πρόσωπο της χώρας.
Οπωσδήποτε, πρέπει να ξεκινήσει, να ανοιχτεί, να καλλιεργηθεί κάτι το οποίο ξεκινά από εδώ μεν, αλλά πρέπει να βγει εκτός συνόρων για να κερδηθεί κάτι που είναι άκρως σημαντικό. Μιλάω για έναν νέο φιλελληνισμό. Να ενεργοποιηθεί όλος ο κόσμος που βρίσκεται σε μια διάχυση – μιλώ σε ευρωπαϊκή κλίμακα – και μέσα από θεσμούς, πανεπιστήμια, ιδρύματα, να γεννηθεί κάτι. Είναι ένα ζήτημα που θά πρεπε να απασχολήσει τους Έλληνες πνευματικούς ανθρώπους και τους θεσμούς. Πώς θα βγει προς τα έξω κάτι που να μην είναι αποκλειστικά αυτό που θεωρούμε πολιτιστική παρακαταθήκη, αλλά να το δούμε κι αυτό με ένα βλέμμα σύγχρονο.
Όπως επίσης, να αναδείξουμε κι αυτό που είναι πραγματικά σημερινό κι αφορά την σύγχρονη ελληνική τέχνη προκειμένου να κερδηθεί αυτό το διπλό παιχνίδι ανάμεσα στο χθες, στο σήμερα και στο αύριο μέσα σε μια συνομιλία. Έτσι, θα αναδειχθούν οι αξίες που υπάρχουν στον τόπο και, δυστυχώς, είναι δέσμιες, μπλοκαρισμένες, σε αναστολή. Μιλώ για μια υγιή επιθετικότητα που θα προκαλέσει ένα φιλελληνισμό που δεν αφορά στενά εμάς, αλλά την ταυτότητα της Ευρώπης.
Θέλετε να μου το εξηγήσετε;
Όταν λέμε «φιλελληνισμός» εννοούμε ιστορικά αυτό που ξεκίνησε από τους ευρωπαίους ρομαντικούς, τον Βύρωνα. Όλα όσα ήταν το έναυσμα για καινούργια αρχή. Έτσι και τώρα, η Ευρώπη πρέπει να συνειδητοποιήσει την πραγματική της ταυτότητα ή μάλλον να «υποχρεωθεί» να αντιμετωπίσει την ελληνική υπόθεση ως ευρωπαϊκή υπόθεση. Όπως και η Ελλάδα πρέπει να δει τον εαυτό της ως ευρωπαϊκή υπόθεση και όχι ως κλειστή ελληνική ιστορία. Αυτό το πράγμα που έρχεται ξανά σήμερα, μετά από την κρίση, μετά από όλα αυτά που ζούμε σήμερα, βγαίνει στην επιφάνεια ακόμη πιο επιτακτικό. Η Ευρώπη είναι κάτι που πρέπει να διαφυλαχτεί ως διακύβευμα, ως ιδέα, ως πραγματικότητα πολιτική. Πρέπει να πολεμηθεί μέχρι τελευταίας δυνατότητας να διασωθεί αυτό το ιδεώδες κι εμείς οφείλουμε να το παραδώσουμε ζωντανό.
Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης μου δείχνει ένα έργο της παιδική του ηλικίας – πρώτο το αποκαλεί – που κράτησε η μητέρα του από εκείνα τα χρόνια. Το «βάπτισμά» του στη ζωγραφική είναι εμπνευσμένο από τους «Άθλιους» του Ουγκώ. Δείχνει τον Γιάννη Αγιάννη να κολυμπά στο νερό για να ξεφύγει, αφού έχει κατορθώσει να σώσει τον συνάνθρωπό του. Είναι η στιγμή της απόδρασης του ήρωα από το δεσμωτήριό του, την ώρα που απαλλάσσεται από το παρελθόν του και αλλάζει για πάντα. Νομίζω ότι ο Ψυχοπαίδης βλέπει τον εαυτό του στο πρόσωπο του Γιάννη Αγιάννη. Είναι μια πράξη πολιτική που τον συγκινεί , όχι απλώς με όρους ιδεολογικούς, αλλά βαθιά υπαρξιακούς. Είναι η στιγμή που ο ίδιος πέφτει στην τέχνη, αλλάζει και σώζεται από αυτή.
Γιάννης Ψυχοπαίδης στον Πόρο
«Το Αλφάβητο – Αρχαϊκό Παλίμψηστο» στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Διάρκεια: 8 Ιουνίου – 30 Σεπτεμβρίου 2019.
«Λεμονοδάσος – Ημερολόγια ενός καλοκαιριού», γκαλερί Citronne, Διάρκεια: 8 Ιουνίου – 24 Ιουλίου 2019.