Γιάννος Περλέγκας: Η επιβολή μιας πάνδημης σιωπής με τρομάζει ακόμα περισσότερο τώρα

Ο σκηνοθέτης της παράστασης «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» λίγο πριν από την πρεμιέρα του Εθνικού Θεάτρου στη HuffPost.
Γιάννος Περλέγκας
Γιάννος Περλέγκας
KAROL JAREK (C)

... Πιστεύω πως και οι νεότεροι θεατές πάλι έχουν υπ’ όψιν τους την ταινία -όσοι την έχουν. Και καλά κάνουν, διότι πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία. Εδώ όμως, έχουμε να κάνουμε με ένα άλλο έργο που δε λέγεται «Στέλλα». Λέγεται «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», το οποίο προϋπήρξε της ταινίας του Κακογιάννη, κι έζησε 36 χρόνια στην αφάνεια κι άλλα 30 χρόνια -αφότου το εξέδωσε ο Καμπανέλλης κι άρχισε να παίζεται στο θέατρο- στη σκιά της. Φυσικά κι έχει βαριά κληρονομιά, λόγω του θρύλου της ταινίας, αλλά οι θρύλοι παραλύουν τους ανθρώπους, δεν τους βοηθούν να κοιτάξουν το υλικό κατάματα. Έπρεπε λοιπόν, αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσω το έργο και μελετώντας το, να απαλλαγώ από την παράλυση που προκαλούν τα βαριά ονόματα του Κακογιάννη, της Μελίνας, του Χατζιδάκι κ.ο.κ. Ο θρύλος έπρεπε να ξαναγίνει ο πρωταρχικός δημιουργός, ο ίδιος ο Ιάκωβος Καμπανέλλης....

Ηθοποιός στιβαρός, με μέτρο και εσωτερικότητα, σκηνοθέτης ανήσυχος -με ό,τι αυτό σημαίνει σε βάθος, συναίσθημα και θάρρος- ο Γιάννος Περλέγκας υπογράφει τη σκηνοθεσία του έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που (περιέργως πώς), ανεβαίνει για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο.

Λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα και την απευθείας διαδικτυακή αναμετάδοση της παράστασης από το Θέατρο Rex - Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη», τo Σάββατο 19 Δεκεμβρίου, ο Γιάννος Περλέγκας απαντά στις ερωτήσεις της HuffPost.

Μιλά για την «πρωτοφανή κατάλυση της βασικής συνθήκης του θεάτρου, της συνύπαρξης - της συμπαρουσίας ηθοποιών και θεατών» που έχει επιφέρει η αναστολή λειτουργίας των θεάτρων λόγω πανδημίας, για την «αγορά του live streaming» που μοιραία ευδοκιμεί, τη γνωριμία του με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τη συνάντηση με το έργο που είναι πολλά περισσότερα «από το γνωστό και ευπώλητο love story της Στέλλας και του Μίλτου», αλλά και την αγωνία του γι′ αυτό που ζούμε, με το βλέμμα στραμμένο όμως στη μεγάλη εικόνα, με όρους πέρα από το προφανές διακύβευμα μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης.

-«Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» κάνει διαδικτυακή πρεμιέρα σε πραγματικό χρόνο. Τι σημαίνει αυτό για τον σκηνοθέτη -ουσιαστικά και τεχνικά; Πόσες επιπλέον παραμέτρους χρειάστηκε να λάβετε υπ’ όψιν;

Μέχρι την εβδομάδα αυτή που διανύουμε, την εβδομάδα της διαδικτυακής αναμετάδοσης, δεν ήταν δυνατόν να τη λάβω υπ’ όψιν μου. Το απαγόρευσα στον εαυτό μου. Κάνω μια εντελώς διαφορετική δουλειά, η οποία κινδυνεύει -εξαιτίας και της νέας αυτής συνθήκης- να πάψει να υφίσταται. Εάν σκεφτόμουν τις εκατοντάδες αυτές παραμέτρους, θα έπαυα να κάνω τη δουλειά που ξέρω κι έπρεπε να είμαι όσο το δυνατόν απερίσπαστος σε αυτήν, μιας και θέλω να ελπίζω -ματαίως, μάλλον- ότι θα έρθει η ώρα να βρει τους πραγματικούς της αποδέκτες – τους ζωντανούς ανθρώπους. Με ενδιαφέρει η μετάδοση και όχι η αναμετάδοση: η μετάδοση της ενέργειας πρωτίστως ανάμεσα στους ηθοποιούς της παράστασης και επομένως η μετάδοση αυτής της εκλυόμενης ενέργειας στους θεατές που αναπνέουν τον ίδιο αέρα με εμάς μέσα στην αίθουσα: αυτό ξέρω να κάνω. Βιώνουμε μια πρωτοφανή κατάλυση της βασικής συνθήκης του θεάτρου: αυτήν της συνύπαρξης – της συμπαρουσίας ηθοποιών και θεατών. Αυτή η δημόσια ανάγκη συμπαρουσίας είναι ή ήταν το θέατρο. Η αγορά δε, του live streaming, κατά πώς φαίνεται, αναπτύσσεται ραγδαία -με πεντακάμερα, steadycam, κοντινά στα μάτια των ηθοποιών, ακούς να διαφημίζονται διάφορα. Αναγκαστικά, μιας και έπρεπε να παραδοθεί η παράσταση για να προχωρήσει ο προγραμματισμός του Εθνικού, κι επειδή κι εμείς μετά από τρεις και κάτι μήνες εργασίας θέλουμε, έστω άπαξ, να πραγματώσουμε αυτό που τόσο καιρό δουλεύουμε, θα ζήσουμε αυτήν την καινοφανή συνθήκη. Εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου, αν και δεν το βλέπω, να τελειώνουμε με αυτήν την ιστορία το γρηγορότερο.

KAROL JAREK (C)

-Η κινηματογραφική εμπειρία βοηθά στη νέα συνθήκη (ή, όχι);

Δεν ξέρω τι να σας απαντήσω. Θα απαντούσα θετικά αν τα τεχνολογικά μέσα ήταν στη διάθεσή μου για ένα εύλογο χρονικό διάστημα και αν δούλευα παράλληλα με τον τηλεσκηνοθέτη για αυτό βάζοντας συγκεκριμένους στόχους, ούτως ώστε να παραχθεί μια αφήγηση τέτοια, που δεν θα προδώσει αφενός αυτό που φτιάχνουμε τόσον καιρό και αφετέρου να προσδώσει στη θεατρική παράσταση – ΘΕΑΤΡΙΚΗ, ας το τονίσουμε – και κάτι παραπάνω. Εννοείται ότι αν είχα μια εμπειρία κινηματογραφιστή, θα βοηθούσε, ναι. Όμως δεν την έχω. Οι τηλεσκηνοθέτες, από την άλλη, καλούνται μέσα σε μια εβδομάδα, να παραδώσουν κι αυτοί μια εργασία. Καλώς ή κακώς όμως, οι σκηνοθέτες της παράστασης είμαστε εγώ και οι ηθοποιοί -επί τρεις μήνες εξυφαίνουμε μια συνωμοσία για να αιχμαλωτίσουμε κάποια αισθήματα, έχοντας στο νου μας πως αυτά τα αισθήματα θα αιχμαλώτιζαν και τα αισθήματα των ανθρώπων που θα έρχονταν να μας συναντήσουν σε ζωντανό χρόνο, και όχι από τους καναπέδες των σπιτιών τους. Σε τί λοιπόν να βοηθήσει η κινηματογραφική εμπειρία; Στο σκότωμα; Στο κοπιάρισμα; Στον εγκλωβισμό της ζωντανής αναπνοής του ανθρώπου που αλλιώς θα παίξει ξέροντας πως υπάρχουν άλλες 300 αναπνοές στον ίδιο χώρο να παρατηρούν την αναπνοή του κι αλλιώς θα παίξει ξέροντας ότι την ώρα που ξεγυμνώνει την ψυχή του ο υποψήφιος θεατής του μπορεί να αφήσει τον υπολογιστή του για να πάει στην τουαλέτα;

© Karol Jarek

-Η «Στέλλα» έχει βαριά κληρονομιά. Κυρίως εξαιτίας της κινηματογραφικής εκδοχής από τον Κακογιάννη με την Μελίνα και τη μουσική του Χατζιδάκι και κυρίως, για τους Έλληνες άνω των σαράντα ετών. Οι νεότεροι θεατές ωστόσο, έρχονται χωρίς τις θρυλικές αναφορές.

Πιστεύω πως και οι νεότεροι θεατές πάλι έχουν υπ’ όψιν τους την ταινία -όσοι την έχουν. Και καλά κάνουν, διότι πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία. Εδώ όμως, έχουμε να κάνουμε με ένα άλλο έργο που δε λέγεται «Στέλλα». Λέγεται «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», το οποίο προϋπήρξε της ταινίας του Κακογιάννη, κι έζησε 36 χρόνια στην αφάνεια κι άλλα 30 χρόνια -αφότου το εξέδωσε ο Καμπανέλλης κι άρχισε να παίζεται στο θέατρο- στη σκιά της. Φυσικά κι έχει βαριά κληρονομιά, λόγω του θρύλου της ταινίας, αλλά οι θρύλοι παραλύουν τους ανθρώπους, δεν τους βοηθούν να κοιτάξουν το υλικό κατάματα. Έπρεπε λοιπόν, αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσω το έργο και μελετώντας το, να απαλλαγώ από την παράλυση που προκαλούν τα βαριά ονόματα του Κακογιάννη, της Μελίνας, του Χατζιδάκι κ.ο.κ. Ο θρύλος έπρεπε να ξαναγίνει ο πρωταρχικός δημιουργός, ο ίδιος ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» φάνηκε στα μάτια μου έργο ισάξιο, αν όχι ανώτερο, της «Αυλής των θαυμάτων». Όταν μάλιστα παρέλαβα στα χέρια μου από την Κατερίνα Καμπανέλλη τον φάκελο με τα χειρόγραφα του συγγραφέα, προκειμένου να έρθω σε επαφή με τις σκηνές τις οποίες άλλαξε ή δεν συμπεριέλαβε στην τελική εκδοχή του έργου το 1990, έμεινα άφωνος. Ήταν εκεί πολλά περισσότερα υλικά από το γνωστό και ευπώλητο love story της Στέλλας και του Μίλτου: ο Εμφύλιος, τα Δεκεμβριανά, το Μαουτχάουζεν, ο πόλεμος της Αλβανίας, η ακραία ανοικοδόμηση και η μετάλλαξη της Αθήνας κατά την περίοδο του σχεδίου Μάρσαλ, τα ρεμπέτικα τραγούδια, η συγκινητική πλάνη όλων αυτών των φτωχών, πάμφτωχων ανθρώπων πως η ζωή τους σ’ εκείνα τα μετεμφυλιακά χρόνια μπορεί και να γίνει καλύτερη, η άκρατη αστυνομοκρατία και αστυνομοφοβία της εποχής, η ανάγκη του φτωχού να γίνει μικροαστός. Έχοντας συντροφιά τα χειρόγραφα του Καμπανέλλη, πήρα μια αίσθηση αυτού του μετεμφυλιακού άγχους μιας Ελλάδας που χάθηκε, που τότε μάλιστα άρχισε να αλλάζει και σχεδόν να εκπορνεύεται. Αυτήν την αίσθηση πάλεψα να μεταδώσω στους συνεργάτες και στους ηθοποιούς και αυτήν τη συγκίνηση από αυτήν την όχι και τόσο μακρινή Ελλάδα προσπαθούμε να μεταδώσουμε όλοι μας.

Γιάννος Περλάγκας
Γιάννος Περλάγκας
© Karol Jarek

-Έχετε δει παλαιότερο ανέβασμα του έργου; Κι αν ναι, με ποιους ηθοποιούς; Διατηρείτε κάποια ανάμνηση;

Είχα δει ως έφηβος μαζί με τη μητέρα μου το πρώτο ανέβασμα του έργου το 1997 στο ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη. Θυμάμαι ότι έπαιζαν η Μπέσυ Μάλφα και ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης. Θυμάμαι τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον οποίο γνώρισα λόγω της μητέρας μου, να είναι συγκινημένος που το έργο του ανέβαινε 43 χρόνια μετά από τη συγγραφή του. Θυμάμαι τα ζωντανά, παιχνιδιάρικα μάτια του.

-Από το έργο του Καμπανέλλη μας χωρίζουν 65 χρόνια. Έχω όμως την αίσθηση ότι η σύγχρονη, αρκετά συντηρητική ακόμη Ελλάδα, δεν έχει αποδεχτεί πλήρως την «Στέλλα», τη γυναίκα που διεκδικεί με πάθος το δικαίωμα να αποφασίζει για τη ζωή της.

Ισχύει απολύτως αυτό που λέτε. Αν μάλιστα βάλουμε στο νου μας πως αυτό το μετεμφυλιακό άγχος για μια πιο ελεύθερη, ανεξάρτητη ζωή που κουβαλάει η Στέλλα, αλλά και όλοι οι γυναικείοι χαρακτήρες μες στο έργο, ομοιάζει κατά κάποιον τρόπο με το σχεδόν, προπολεμικό άγχος που βιώνουμε σήμερα σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, τα πράγματα δείχνουν να μην έχουν αλλάξει καθόλου.

-Έχετε σκεφθεί τι θα πείτε στους ηθοποιούς μισή ώρα πριν από την πρεμιέρα -αυτήν, που δεν μοιάζει με άλλη;

Θα τους αγκαλιάσω -χωρίς μάσκα- και θα τους ευχηθώ να νιώσουν ελεύθεροι να βιώσουν τα πάθη των ηρώων τους – ό,τι θα έκανα κι αν παίζαμε με κόσμο μέσα στο θέατρο.

-Η μεγαλύτερη ανησυχία σας όσον αφορά την πανδημία; Πέρα από την αυτονόητη αγωνία για την υγεία των αγαπημένων σας και τη δική σας.

Η επιβολή μιας πάνδημης σιωπής, μιας πάνδημης εσωτερικής ραθυμίας. Αυτό με τρόμαζε και προ κορονοϊού, αυτό με τρομάζει ακόμα περισσότερο τώρα. Η σφραγίδα μιας νέας σιωπής, μιας νέας παράλυσης που επιβάλλει αυτή η νέα καπιταλιστική κρίση.

-Αντί ευχής για την νέα χρονιά που θα υποδεχθούμε σε λίγο, θα ήθελα να μοιραστείτε μαζί μας τους στίχους από το αγαπημένο σας ποίημα.

Είναι ένα απόσπασμα που ακούγεται και στην παράστασή μας, από το συνταρακτικό διήγημα του Μάριου Χάκκα «Η τοιχογραφία».

«Καισαριανή, ιδρώνω. Καισαριανή, ασφυκτιώ, Καισαριανή, αναγουλιάζω. Κάθεσαι με το σούρουπο και δροσίζεσαι στα πεζοδρόμια, ενώ τα κορίτσια σου κατεβαίνουν με τα τσαντάκια στο χέρι για την πιάτσα. Πίνεις τη σουμάδα σου με τα λεφτά της μεσιτείας και ρεύεσαι. Πιάνω στο βλέμμα σου μια μεταμέλεια σα να λυπάσαι που δεν ήσουνα από γεννησιμιού σου μεσίτρα, ρουφιάνα και δοσίλογη.

Πού η λεβεντιά σου και πού η λευτεριά σου, γαζέλα, ζαρκάδα και έλαφος; Πού τα κάλλη σου και πού τα στολίδια σου, φρεγάδα, γολέτα και κορβέτα;»,

Tαυτότητα παράστασης

Σκηνοθεσία, μουσική επιμέλεια: Γιάννος Περλέγκας

Σκηνικά, κοστούμια: Λουκία Χουλιάρα

Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας

Συνεργάτης Μουσικής επιμέλειας: Στράτος Γκρίντζαλης

Κίνηση: Μαρκέλλα Μανωλιάδη

Βοηθός σκηνοθέτη: Μάγδα Καυκούλα

Κομμώσεις-Περούκες:Χρόνης Τζήμος

Σχεδιασμός μακιγιάζ: Οlga Faleichyk

Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά

Τα ένθετα κείμενα της παράστασης είναι ελεύθερα εμπνευσμένα από γραπτά της Μαργκερίτ Ντυράς και του Μάριου Χάκκα

Διανομή αλφαβητικά

Mάνα του Μίλτου/Αφηγήτρια: Ανθή Ευστρατιάδου

Mαρία: Σοφία Κόκκαλη

Aννέτα: Κατερίνα Λυπηρίδου

Aλέκος/Αντώνης: Βασίλης Μαγουλιώτης

Πίπης: Γιάννος Περλέγκας

Στέλλα : Εύη Σαουλίδου

Mήτσος: Θοδωρής Σκυφτούλης,

Μίλτος: Μιχάλης Τιτόπουλος

Μουσικός επί σκηνής: Στράτος Γκρίντζαλης

Info

Η παράσταση κάνει διαδκτυακή πρεμιέρα και μεταδίδεται μέσω live streaming, ζωντανά από το Θέατρο Rex - Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη», τo Σάββατο 19 Δεκεμβρίου, στις 20:30.

Η απευθείας μετάδοση θα είναι διαθέσιμη στη σελίδα livestream.n-t.gr μέσω κωδικού πρόσβασης με αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου.

Τιμή εισιτηρίου: 8 ευρώ.

Ώρα έναρξης: 20:30

Δημοφιλή