Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ένας τεράστιος αθλητής. Είναι ένας αθλητής-πρότυπο κι ένας άνθρωπος-παράδειγμα. Τα φυσικά του προσόντα ζηλευτά. Η φήμη του τεράστια. Η Ελληνική Πολιτεία τον αγκάλιασε (θυμίζω την επίσκεψη του στον πρώην Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά), η ελληνική κοινωνία τον ακολούθησε (θυμίζω την ομιλία του στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος), η νεολαία τον λάτρεψε και τον λατρεύει (θυμίζω τον χαμό που γίνεται στα Summer Camps που οργανώνει σχεδόν κάθε καλοκαίρι).
Τον αγάπησαν και οι διαφημιστικές (ο Γιάννης έχει ήδη γίνει πρωταγωνιστής διαφημιστικών ταινιών αρκετών εταιρειών), τον αγάπησε ο ΕΟΤ (πρωταγωνιστής στην καμπάνια), τον αγαπάμε όλοι. Και δικαίως τον αγαπάμε.
Πώς μεταφράζονται όλα αυτά: η άποψη του Γιάννη έχει ιδιαίτερη, βαρύνουσα και ιδιάζουσα σημασία. Ο Γιάννης επηρεάζει.
Προχώρησε σε μια, επί της ουσίας, ορθή ανάρτηση στο Instagram, με αφορμή την αήθη λεκτική επίθεση που έκανε γνωστός οπαδός ομάδας στον αδελφό του. Στο συγκεκριμένο μέσο ο Γιάννης έχει 3.400.000 ακολούθους. Τρομερός αριθμός, εάν κάνετε σύγκριση με άλλους αθλητές. Στο συγκεκριμένη ανάρτηση έκαναν Like, μέχρι την ώρα που γράφτηκαν αυτές οι γραμμές, 288.363 πολίτες. Παρόλο το γεγονός ότι ήταν γραμμένη στην ελληνική γλώσσα, την επιβράβευσαν πολίτες όλου του κόσμου, διότι το Instagram είναι ένα διεθνές μέσο.
Η απόλυτα σωστή επί του περιεχομένου της ανάρτηση του Γιάννη, η οποία στην ουσία καταδικάζει τον ρατσισμό, έγινε πηγή εσωτερικής εκμετάλλευσης. Από μέσα ενημέρωσης μέχρι πολιτικούς. Εάν μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή άλλος πολιτικός αρχηγός συνέχιζε την έξυπνη ιδέα του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα να φορέσει τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδας (με το επίθετο του Γιάννη) θα γινόταν trend.
Επειδή συνέβησαν όλα τα παραπάνω, η ανάρτηση του Γιάννη πήρε και διεθνή διάσταση. Δεκάδες άρθρα. Κι είχε ως αποτέλεσμα τον παγκόσμιο διασυρμό της χώρας. Το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να γίνει, πάλι, αντικείμενο αρνητικών δημοσιευμάτων.
Ο αντίλογος, φυσικά, είναι τι επιζητώ; Να επικροτείται ο ρατσισμός; Φυσικά κι όχι. Αλλά επιτρέψτε μου να πω ότι κι ο Γιάννης θα έπρεπε να έχει άποψη αφενός ποιος ήταν ο πομπός του ρατσιστικού μηνύματος, αφετέρου ποια θα ήταν η επίπτωση της ανάρτησής του για την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Διότι εάν αντιδρούμε σε μια φράση ενός περιθωριακού, φανατικού οπαδού μιας ομάδας, ο οποίος γίνεται πολλάκις αντικείμενο χλευασμού, δίνουμε αξία σε μια περιθωριακή, ακραία μειοψηφική άποψη. Άρα πολλαπλασιάζουμε τη δυναμική της. Ακόμα και το τοτέμ της γαλλικής αθλητικής δημοσιογραφίας περιέγραψε τον οπαδό ως δημοσιογράφο (που να ήξεραν σε ποια εκπομπή και σε ποιο κανάλι πρωταγωνιστεί).
Αλλά και γιατί η χώρα ή εάν θέλετε το brand name Ελλάδα -ήδη σε ακραία προβληματική θέση από την Οικονομική Κρίση- έχει υποστεί τόσο μεγάλη ζημιά από την ιστορία αυτή που θα χρειαστεί μεγάλη επένδυση για να διορθωθεί. Εάν έρχεται ο Γιάννης, ένας διαπρεπής πρεσβευτής αυτής της χώρας στο εξωτερικό, κι υπερμεγεθύνει ένα πρόβλημά της Ελλάδας, η ζημιά είναι τεράστια. Ο Γιάννης, με το επικοινωνιακό εκτόπισμα του, μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στα χρόνια που θα έρθουν. Και χρειάζεται να απαντήσει και στον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. Τώρα όμως θα πρέπει να προστατεύσει την εικόνα του. Και την εικόνα της πατρίδας του. Επιβάλλεται να είναι ώριμος και προσεκτικός. Και να σκέφτεται κάθε πιθανή κι απίθανη αντίδραση. Ήδη πληρώνουμε πολλά λόγω του λαϊκισμού. Δεν χρειάζεται να πληρώσουμε περισσότερα εξαιτίας ενός ανόητου οπαδού. Εξάλλου, καμία φορά, η πιο σωστή αντίδραση είναι αυτή που αποδίδεται στον Γεώργιο Παπανδρέου τον πρεσβύτερο, όταν Βουλευτής διαφωνούσε έντονα με τη θέση του: «ποιος το λέει αυτό; Α αυτός… Τότε δεν έχει καμία αξία και σημασία».