Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μεγάλου μέρους των πολιτικών ηγεσιών στην Ελλάδα να «πέφτουν από τα σύννεφα» εις ότι αφορά τις κινήσεις της Τουρκίας στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής από το 1974 και έπειτα. Αυτό δεν υποδηλώνει φυσικά λογικό αιφνιδιασμό, αν και ένας ηγέτης σύμφωνα με τον Ναπολέοντα δεν επιτρέπεται ποτέ να αιφνιδιαστεί, αλλά αντιθέτως οφείλεται σε οικειοθελή άγνοια του ιστορικού και διπλωματικού κεκτημένου κεφαλαίου και εμπειρίας που διέθετε η Ελλάδα όταν ήταν και αυτή ακόμη «αναθεωρητικό κράτος».
Η Ελλάδα όντως μέχρι και το 1922 συγκαταλεγόταν στα αναθεωρητικά κράτη τα οποία ακολουθούσαν μία πολύ συγκεκριμένη συνθήκη που ακολουθείται εδώ και αιώνες στην περιοχή της χερσονήσου του Αίμου και φτάνει μέχρι τα όρια του Υδάσπη ποταμού. Η συνθήκη αυτή συνίσταται στην αξιοποίηση δύο πολύ βασικών στοιχείων: της γλώσσας και της θρησκείας. Χοντρικά σε αυτό που καλείται πολιτισμικό κεφάλαιο. Από κοντά φυσικά ακολουθεί και η σκληρή ισχύς που επίσης σε αυτές τις περιοχές αποτελεί, καλώς ή κακώς, ένα από τα «νομίσματα» της εξωτερικής πολιτικής.
Ας μην λανθάνει της προσοχής πως ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος είδε δηλώσει ξεκάθαρα πως η Ελλάς δεν πηγαίνει εκεί όπου δεν διαθέτει εθνολογικό πάτημα.
Στην περίπτωση της Τουρκίας η στροφή προς τον νέο-Οθωμανισμό (δόγμα Νταβούτογλου, Εθνικός Όρκος) δεν αποτέλεσε κάτι ξένο αλλά αντίθετα είναι το ιδεολογικό όχημα χάρις το οποίο παλιότερα οι Οθωμανοί κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν στην Μικρά Ασία και ακολούθως στην χερσόνησο του Αίμου.
Η στρατηγική που ακολούθησαν τότε συνίστατο στην συνεχή παρενόχληση, τον προσεταιρισμό των ηγετικών τάξεων των ντόπιων πληθυσμών, την ενσωμάτωση τους στο σύστημα διοίκησης και ελέγχου, και στην χρήση των κατεκτημένων εδαφών ως βατήρα για την επόμενη κατάκτηση.
Οι Οθωμανοί εκμεταλλευόμενοι κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως την δυσαρέσκεια των ντόπιων για την βαριά φορολογία, την διχόνοια για ζητήματα θρησκευτικής πίστης, τις εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των Βυζαντινών αρχόντων, και την απουσία επαρκούς ελέγχου στις επαρχίες, κατόρθωσαν να διεισδύσουν με συνεχή τετελεσμένα επί του εδάφους. Μεγάλο εργαλείο για αυτούς αποτέλεσε φυσικά το βόλεμα των αρχουσών τάξεων όπως και η παροχή προστασίας και χαμηλής φορολογίας προς τους πληθυσμούς, ενώ και σε επίπεδο θρησκείας η χρήση των δερβίσηδων συνετέλεσε βαθμιαία στην αφαίμαξη του γηγενούς χριστιανικού-ελληνικού στοιχείου.
Κάπως έτσι περικυκλώθηκε το βασικό κέντρο ισχύος (Κωνσταντινούπολη) με την κατάκτηση της να αποτελεί ένα αναμενόμενο εν πολλοίς γεγονός.
Η σύγχρονη Τουρκία έχοντας αποτινάξει τον παλαιό κεμαλισμό, ο οποίος την είχε καταστήσει ως ένα κράτος δυτικού τύπου το οποίο έπρεπε να συντάσσεται με τις επιταγές της συλλογικής Δύσης, έχει επανέλθει στο οθωμανικό πρότυπο διότι πολύ απλά διείδε ένα κενό πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο και στα κράτη της Βαλκανικής.
Πλέον με σύγχρονα εργαλεία διείσδυσης όπως η οικονομικές συναλλαγές και η κατασκευή υποδομών σε κράτη στα βόρεια της Ελλάδας (Σκόπια, Αλβανία, Βουλγαρία, Βοσνία), καθώς και με χρηματοδότηση πολιτιστικών οργανισμών που προωθούν την τουρκική γλώσσα και την ισλαμική θρησκεία (μέσω της ΤΙΚΑ και άλλων ΜΚΟ) επιχειρεί τον προσεταιρισμό των λαών μέσω της επίκλησης του οθωμανικού παρελθόντος.
Ασφαλώς δεν λείπει και η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας, όπου αυτό καθίσταται δυνατόν, ακολουθώντας και σε αυτήν την περίπτωση τα όρια της οθωμανικής επικράτειας, όπου δηλαδή πως θεωρεί πως έχει πολιτισμικό και ιστορικό έρεισμα.
Εάν κοιτάξει κανείς καλύτερα τους χάρτες θα διαπιστώσει πως η Τουρκία ακολουθεί την ίδια κυκλωτική στρατηγική έναντι κυρίως της Ελλάδας και της Κύπρου, ώστε σε δεύτερο επίπεδο να δύναται να πετύχει αναίμακτα οφέλη χωρίς να εμπλακεί σε περαιτέρω σύγκρουση.
Ο συνδυασμός των τεχνικών και των στρατηγικών που αξιοποιεί η Τουρκία έχει διαχρονικότητα διότι δυστυχώς στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου έχει επικρατήσει η επίκληση παρωχημένων εγχειριδίων δυτικής προέλευσης, τα οποία δεν μπορούν να ερμηνεύσουν και να αναγνώσουν επαρκώς το πως ασκείται η ισχύς στο συγκεκριμένο γεωγραφικό πλαίσιο.
Οι Τούρκοι έχοντας αφομοιώσει τις αρχές της βυζαντινής διπλωματίας θεωρούν πως δύνανται να πετύχουν αποτελέσματα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής με όχημα την επιβολή τετελεσμένων. Αυτό δύναται να επιτευχθεί με την εργαλειοποίηση του πολιτισμικού πυλώνα και της στρατιωτικής ισχύος ή απλά με την απειλή της και μόνο. Η Ελλάδα από την άλλη εμμένει στην θεώρηση της πως η σύμπλευση άνευ όρων με τους δυτικούς συμμάχους θα της εξασφαλίσει το απαιτούμενο κεφάλαιο ώστε να τα βγάλει πέρα απέναντι στην αναθεωρητική Τουρκία.
Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό από τους εν Ελλάδι ιθύνοντες είναι πως η Τουρκία δεν πράττει πέρα από αυτό το οποίο θεωρεί πως μπορεί να αποκτήσει αναίμακτα. Είναι της σιγουριάς, φοβάται τον διμέτωπο αγώνα (όπως μπορεί να εννοηθεί αυτός) και κυρίως εφαρμόζει την τακτική της πολιορκίας. Κυρίως όμως έχει αντιληφθεί την δυναμική της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και πάνω σε αυτή δομεί την εξωτερική της πολιτική.
Εάν η Ελλάδα δεν αποφασίσει να ανασύρει την συσσωρευμένη εμπειρία αιώνων, όπως έλεγε και ο Καποδίστριας, τότε θα συνεχίσει να βρίσκεται προ τετελεσμένων και υπό ένα συνεχώς διευρυμένο κλοιό.