Ο Αλέξης Τσίπρας έχει «τρέξει» τις περισσότερες βουλευτικές εκλογές μεταξύ των πολιτικών αρχηγών οι οποίοι θα διεκδικήσουν την εντολή σχηματισμού στις εκλογές του Μαΐου. Από το 2008, οπότε εξελέγη αρχηγός του τότε Συνασπισμού, έχει συμμετάσχει ως αρχηγός κόμματος έξι φορές σε γενικές εκλογές. Ήταν εντυπωσιακός για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ο τρόπος με τον οποίο κατέστησε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς υποδοχέα των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
Κατόρθωσε να υπερβεί την ιστορική επίδοση της ΕΔΑ (1958), να διαρρήξει τις στιβαρές σχέσεις αντιπροσώπευσης που επικράτησαν από το 1977 με την ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, να γίνει ο βασικός εταίρος στις κυβερνήσεις 2015-2019 και να σταθεροποιήσει το κόμμα στα επίπεδα του 30%.
Στις εκλογές του Μαΐου σύμφωνα με την καταγραφή των τάσεων της κοινής γνώμης επί σειρά ετών δεν διαφαίνεται η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να είναι η πρώτη σε έδρες κοινοβουλευτική δύναμη. Ακόμη, δεν διαφαίνεται η δυνατότητα να ηγηθεί ενός νικηφόρου συνασπισμού, ο οποίος αθροιστικά θα διαθέτει την πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή με την χρήση της απλής αναλογικής.
Οι επιτυχίες του τ. πρωθυπουργού επισκιάζουν μάλλον την αδυναμία μίας συστηματικής μεσοπρόθεσμης τακτικής. Από το 2011 προκάλεσε την πτώση του ΠΑΣΟΚ, αλλά μεταξύ των εκλογών Μαΐου και Ιουνίου 2012 δεν αποσαφήνισε την θέση του για ένα βασικό ζήτημα το οποίο καθοδήγησε την στάση ενός κρίσιμου τμήματος των εκλογέων (παραμονή στην Ευρωζώνη), και ενδεχομένως του κόστισε την πρώτη νίκη λόγω και της απώλειας τμήματος της αριστεράς (ΔΗΜΑΡ), η οποία τελικά στήριξε τους αντιπάλους.
Μετά την νίκη του Ιανουαρίου εκ του αποτελέσματος τεκμηριώνεται ότι δεν είχε επίγνωση βασικών θεσμικών ζητημάτων και διπλωματικών συσχετισμών για τις διαπραγματεύσεις στην ΕΕ με αποτέλεσμα να αναζωπυρώσει την πολιτική κρίση, να δημιουργήσει ένα αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο με το δημοψήφισμα (2015), να υποχρεωθεί σε μία καθυστερημένη αποβολή όσων ήταν ιδεολογικά αντίθετοι στην παραμονή στην Ευρωζώνη και τελικά να δώσει μία ακόμη εκλογική μάχη (Σεπτέμβριος 2015).
Στην συγκυρία εκείνη, αν και είχε μεταβληθεί άρδην το πολιτικό πλαίσιο (ψήφιση νέου μνημονίου με ευρύτερη διακομματική στήριξη, κατάρρευση αντι-μνημονιακών τάσεων), η ηγεσία Τσίπρα δεν τόλμησε την σύμπραξη με τις κεντρώες δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι) από θέσεις ισχύος, αλλά εξακολούθησε μία ακατανόητη σύμπραξη με ΑΝΕΛ, το οποίο δεν μπορούσε πλέον να εισφέρει στήριξη σε επίπεδο κυβερνητικού έργου, στελεχών ή ευρύτερης πολιτικής στήριξης (και τελικά προκάλεσε προβλήματα με αφορμή την Συμφωνία των Πρεσπών).
Οι επιλογές της ηγεσίας Τσίπρα τον Σεπτέμβριο 2015 πιθανότατα εξηγούν την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει μία ικανή νικηφόρο συμμαχία, να θωρακίσει την επιρροή του στο χώρο του κέντρου, ο οποίος διεκδικήθηκε επιτυχώς από την ηγεσία Μητσοτάκη. Με τον τρόπο αυτό, απέτυχε να προσχωρήσει στο χώρο της κεντρώας παράταξης, χωρίς να χάσει την σύνδεση με τις καταβολές του. Απέτυχε να γίνει πολυσυλλεκτικός στη βάση μίας προγραμματικής συμφωνίας με όμορα κόμματα, αντί να επιχειρεί σήμερα με προβληματικές επιλογές υποψηφίων να απευθυνθεί σε ειδικά εκλογικά ακροατήρια.
Μία άλλη ένδειξη της αδυναμίας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής αφορά στον κυβερνητικό σχεδιασμό. Αφού αποδέχθηκε την εφαρμογή ενός μνημονίου, δεν προετοιμάστηκε με έναν κατάλληλο σχεδιασμό για την περίοδο αμέσως μετά την λήξη του (Αύγουστος 2018) με αποτέλεσμα μία δεινή ήττα στις Ευρωεκλογές 2019 και την απώλεια της εξουσίας στις εκλογές που ακολούθησαν.
Το ίδιο ισχύει για την περίοδο από το 2019 κατά την οποία οι πρωτοφανείς σε ένταση προκλήσεις για την κυβερνητική λειτουργία (πανδημία, ύφεση, ελληνοτουρκικά, πληθωρισμός) δεν αξιοποιήθηκαν για να ενισχυθεί με πειστικότητα το προφίλ ενός εν αναμονή κόμματος εξουσίας. Το πρόβλημα δεν είναι βεβαίως προσωπικό, αλλά η ηγεσία Τσίπρα έχει το προνόμιο να ασκεί ηγεμονική επιρροή στο εσωτερικό του κόμματος, άρα και ουσιαστική ευθύνη στην καθοδήγηση των διεργασιών για την κομματική στρατηγική.
Ως νέα δύναμη στο κομματικό σύστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε αυξημένες προσδοκίες για την υπέρβαση του «παλαιοκομματισμού» με νέο ικανό πολιτικό προσωπικό και συμπεριληπτικό κυβερνητικό σχεδιασμό στις οποίες μερικώς έχει ανταποκριθεί.
Το ζήτημα παρουσιάζει ενδιαφέρον από την άποψη της καλής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Σε ένα κομματικό σύστημα στο οποίο δύο κόμματα έχουν υπέρτερη πολιτική επιρροή, αλλά διατηρείται σταθερή επικράτηση του ενός, προκύπτουν ερωτήματα πολιτικής κυριαρχίας..
Με δεδομένη την επαναφορά της ενισχυμένης αναλογικής μετά τις εκλογές του Μαΐου και τις τάσεις του εκλογικού σώματος έως σήμερα είναι μάλλον απίθανη η δυνατότητα εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία, δηλαδή ο βασικός μηχανισμός προστασίας της δημοκρατικής διακυβέρνησης παράλληλα με τα ισχυρά θεσμικά αντίβαρα.
Κυρίως δεν προκύπτει η ανάδειξη μιας εμπεριστατωμένης εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης και το ικανό πολιτικό προσωπικό που θα αναλάβει την εκπλήρωση των στόχων. Η αδυναμία, όμως, της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να οδηγεί σε συνθήκες πολιτικής ηγεμονίας. Τα πρόδρομα στοιχεία μίας τέτοιας κατάστασης είναι ήδη εμφανή (βλ. ‘υπόθεση των υποκλοπών’ και το δυστύχημα των Τεμπών), ενώ η δεύτερη θητεία της ίδιας πλειοψηφίας δεν προδικάζει μία επιτυχή κυβερνητική λειτουργία, όπως συνέβη με την κυβέρνηση Σημίτη (2000-2004).
Για τους λόγους αυτούς, οι διαδικασίες σχηματισμού κυβέρνησης τον Μάιο 2023 θα ασκήσουν επίδραση στους συσχετισμούς των κομματικών δυνάμεων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα με γνώμονα τις κυβερνήσεις της τρέχουσας δεκαετίας. Μήπως προλάβουμε μία νέα κρίση αντιπροσώπευσης και μειωμένων κυβερνητικών αποτελεσμάτων.
Του Μάνου Παπάζογλου - Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικών Συστημάτων Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου