Τελικά, όσο περισσότερο αναμέναμε να εγκριθεί ένα εμβόλιο κατά του COVID-19 για ορισμένες ηλικιακές ομάδες, τόσο λιγότερες υπολογίζονται οι πιθανότητες να εμβολιαστούν τα παιδιά των συγκεκριμένων ηλικιών.
Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ ενέκρινε τη χρήση του εμβολίου κατά του Covid-19 σε παιδιά ηλικίας από πέντε έως έντεκα ετών τον Οκτώβριο του 2021. Ωστόσο, δέκα μήνες αργότερα, μόλις το 30% των παιδιών της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει εμβολιαστεί πλήρως. Επιπλέον, τα εμβόλια Pfizer-BioNTech και Moderna εγκρίθηκαν τον περασμένο Ιούνιο για ηλικίες από έξι μηνών έως τεσσάρων ετών, ωστόσο μόνο το 4% των παιδιών αυτών των ηλικιών έχουν λάβει την πρώτη δόση.
Σοβαρή θεωρείται η πιθανότητα το εν λόγω ποσοστό να παραμείνει χαμηλό, καθώς έρευνα του Ιδρύματος Kaiser Family (KFF), διαπίστωσε ότι το 43% των γονέων με παιδιά ηλικίας από έξι μηνών έως τεσσάρων ετών δηλώνουν σίγουροι ότι δεν θα εμβολιάσουν τα παιδιά τους.
Ένα 13% υποστηρίζει ότι θα εμβολιάσει το παιδί του μόνο εφόσον χρειαστεί για το σχολείο ή τον παιδικό σταθμό, ενώ το 27% «περιμένει πρώτα να δει πώς λειτουργεί το εμβόλιο στα παιδιά που έχει ήδη χορηγηθεί».
Οι γονείς που έχουν εμβολιαστεί ή σκοπεύουν να το πράξουν «άμεσα», αποτελούν μόνο το 17% από τους 471 που ερωτήθηκαν.
Η έρευνα ζήτησε από τους γονείς να εξηγήσουν την απροθυμία να εμβολιαστούν τα παιδιά τους. Ακολουθούν ορισμένες από τις πιο συνηθισμένες ανησυχίες τους, όπως τις εξέφρασαν σε ειδικούς γιατρούς, καθώς και οι απαντήσεις της επιστημονικής κοινότητας.
Το εμβόλιο είναι «πολύ νέο»
Κυρίαρχη ανησυχία που εξέφρασαν οι γονείς οι οποίοι διστάζουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους, ήταν το γεγονός ότι το εμβόλιο είναι «πολύ πρόσφατη ανακάλυψη» και δεν έχει υποβληθεί σε αρκετή έρευνα.
«Το εμβόλιο δεν είναι καινούργιο. Υπάρχει εδώ και αρκετό καιρό», εξηγεί ο Δρ Αμές Αντάλχα, ανώτερος μελετητής στο Κέντρο Τζον Χόπκινς.
Η Δρ. Ρούθ Καθούλα, ειδικός στις παιδιατρικές λοιμώξεις στο MedStar Health, αναλύει αρκετούς παράγοντες που οδήγησαν στη σχετικά γρήγορη ανάπτυξη του εμβολίου κατά του COVID. Εκτός αυτού, η τεχνολογία mRNA που χρησιμοποίησαν οι επιστήμονες για τη δημιουργία του εμβολίου ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1960.
«Τα αυξημένα κεφάλαια επέτρεψαν στα ερευνητικά προγράμματα να προσλάβουν περισσότερο προσωπικό, προκειμένου να εργαστεί στην παρασκευή του εμβολίου. Επιπλέον, οι κλινικές δοκιμές προσέλαβαν μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων, συμπεριλαμβανομένων και παιδιών, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό επέτρεψε την αναθεώρηση των δεδομένων ασφάλειας και αποτελεσματικότητας του εμβολίου νωρίτερα, συγκριτικά με δοκιμές εμβολίων του παρελθόντος».
Οι ανησυχίες για τις παρενέργειες
Κανείς ανάμεσά μας δεν επιθυμεί να δει το παιδί του να πονάει ή να ταλαιπωρείται. Ωστόσο, παρενέργειες όπως ο πυρετός ή ο πόνος στο σημείο της ένεσης είναι αρκετά συχνές, μετά από εμβόλια. Αυτές είναι και οι συνέπειες από το εμβόλιο κατά του COVID-19 και στις περισσότερες των περιπτώσεων περνούν γρήγορα.
Οι γονείς ενδέχεται επίσης να ανησυχούν για σοβαρές παρενέργειες, για τις οποίες έχουν ακούσει ή διαβάσει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πέρυσι για παράδειγμα, προέκυψαν αναφορές για μυοκαρδίτιδα και περικαρδίτιδα κυρίως σε νεαρούς άνδρες, μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου.
Πράγματι ακούγεται συνταρακτικό, ωστόσο οι περισσότεροι ασθενείς ανάρρωσαν γρήγορα και η συχνότητα εμφάνισης ήταν εξαιρετικά χαμηλή. Στην ουσία πρόκειται για έναν κίνδυνο 0,0001%, δηλαδή ποσοστό πολύ χαμηλότερο σε σύγκριση με τον κίνδυνο επιπλοκών από τον COVID-19.
Τα μικρά παιδιά συνήθως νοσούν με πιο ήπια συμπτώματα
Ευτυχώς, όντως οι λοιμώξεις από τον COVID-19 στα παιδιά είναι γενικά ήπιες. Σπάνια προκαλούν το είδος των συμπτωμάτων που θα οδηγούσαν ένα παιδί στο νοσοκομείο. Ωστόσο, η Αντάλχα θέτει το εξής ερώτημα: «Γιατί να μην ελαχιστοποιήσουμε τον κίνδυνο με ένα ασφαλές εμβόλιο;»
Εξήγησε ότι όπως ο COVID-19, έτσι και ο ροτοϊός και η ανεμοβλογιά σπάνια προκαλούν σοβαρά συμπτώματα. Παρόλα αυτά, εμβολιαζόμαστε τακτικά ενάντια στις εν λόγω ασθένειες.
Άλλωστε, όταν οι λοιμώξεις από την παραλλαγή Όμικρον αυξήθηκαν τον περασμένο χειμώνα, με ανάλογο τρόπο αυξήθηκαν και τα ποσοστά νοσηλείας των παιδιών. Εννέα στα δέκα νοσηλευόμενα παιδιά, ηλικίας από πέντε έως έντεκα ετών, ήταν ανεμβολίαστα. Αυτό μαρτυρά ότι η νοσηλεία τους θα μπορούσε να αποφευχθεί αν είχαν υποβληθεί στο εμβόλιο.
Το εμβόλιο δεν είναι αρκετά αποτελεσματικό
Πολλοί έχουμε ακούσει ανθρώπους να συζητούν για τα εμβολιασμένα παιδιά τους που μολύνθηκαν από τον COVID-19. Μολονότι ισχύει ότι ένα παιδί ή ένας ενήλικας ίσως βρεθεί θετικός στον COVID, ακόμη και μετά τον εμβολιασμό, αυτό δεν αποτελεί κυρίαρχο κριτήριο αποτελεσματικότητας ενός εμβολίου.
Ο εμβολιασμός προσφέρει ισχυρή προστασία έναντι σοβαρών ασθενειών και επιπλοκών. Εάν το εμβολιασμένο παιδί μας νοσήσει από την COVID-19, η Αντάλχα επισημαίνει, πως είναι απίθανο να χρειαστεί νοσηλεία.
«Αυτό που επιδιώκουμε να αποτρέψουμε είναι η επώδυνη νόσηση», πρόσθεσε.
Το παιδί μου ήδη νόσησε COVID-19
Πράγματι έως τον Φεβρουάριο του 2022, το 75% των παιδιών και των εφήβων είχαν αντισώματα, γεγονός που υποδηλώνει προηγούμενη μόλυνση. Δεδομένου ότι η μόλυνση προσφέρει προσωρινή προστασία έναντι της νόσου, οι γονείς αναρωτιούνται αν αξίζει να εμβολιάσουμε τα παιδιά μας. Οι ειδικοί ωστόσο, επιμένουν στην αναγκαιότητα του εβολιασμού.
Ιδεολογικά και κοινωνικοοικονομικά εμπόδια
Ένας εκ των βασικών παραγόντων για το εάν ένα παιδί θα εμβολιαστεί ή όχι, δεν αφορά σε καμία περίπτωση το ιατρικό ιστορικό του. Η έρευνα του KFF διαπίστωσε ότι οι γονείς που αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρεπουμπλικάνοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους απάντησαν πως σίγουρα δεν σκόπευαν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους.
Άλλοι υπέκυψαν σε ανησυχίες οικονομικές ή υλικοτεχνικές. Το 44% των έγχρωμων γονέων με παιδιά ηλικίας από έξι μηνών έως τεσσάρων ετών, δίστασαν μπροστά στο ενδεχόμενο να ζητήσουν κάποιες ημέρες άδειας προκειμένου να εμβολιάσουν το παιδί τους και στη συνέχεια να το φροντίσουν σε περίπτωση που οι παρενέργειες χτυπήσουν την πόρτα.
Στην πλειονότητά τους οι γονείς δεν έχουν συζητήσει το θέμα με τον παιδίατρό της εμπιστοσύνης τους
Ελπιδοφόρο εύρημα αποτελεί το γεγονός ότι το 70% των γονέων παιδιών, ηλικίας από έξι μηνών έως τεσσάρων ετών, δήλωσαν ότι δεν είχαν μιλήσει ακόμη με τον παιδίατρό τους σχετικά με τον εμβολιασμό του παιδιού τους. Ίσως οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης αρπάξουν την ευκαιρία να κατευνάσουν τυχόν ανησυχίες, όταν οι γονείς τους επισκεφτούν για τις απαραίτητες εξετάσεις.
Ωστόσο δεν χρειάζεται να περιμένουμε την ετήσια επίσκεψή μας στον παιδίατρο. Εφόσον έχουμε ενδοιασμούς μπορούμε να κλείσουμε ένα ραντεβού και να συζητήσουμε όλα όσα μας απασχολούν.