Γιατί κάποιοι δεν κόλλησαν κορονοϊό: Τι λένε επιστήμονες

Ποιοι παράγοντες φαίνονται να παίζουν ρόλο.
via Associated Press

Μέσα σε πάνω από δύο χρόνια της πανδημίας του κορονοϊού, πολλοί εξακολουθούν να είναι αυτοί που δεν έχουν κολλήσει, ακόμα και αν ο ιός βρισκόταν/ βρίσκεται γύρω τους. Όσον αφορά στους λόγους που δεν μολύνθηκαν (τουλάχιστον εν γνώσει τους), οι λόγοι στους οποίους το αποδίδουν είναι διάφοροι: Στο ότι συμμορφώθηκαν απολύτως με τους κανόνες καθαριότητας και πρόληψης, ενώ άλλοι θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς, επειδή δεν έτυχε να έρθουν σε επαφή με κάποιον που αργότερα νόσησε ή δεν έτυχε να μολυνθούν σε κάποιο μπαρ. Άλλοι θεωρούν ότι μπορεί να μολύνθηκαν μα να μην παρουσίασαν συμπτώματα, ενώ δεν αποκλείεται η πιθανότητα κάποιου λάθους.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα της Deutsche Welle, οι επιστημονικές προσεγγίσεις για την εξήγηση του φαινομένου είναι βαθύτερες, ωστόσο οριστική απάντηση στο ερώτημα, δεν υπάρχει- και ίσως το κλειδί να βρίσκεται σε ένα συνδυασμό πολλών παραγόντων.

«Υπάρχουν διάφορες υποθέσεις που φαίνονται εύλογες» λέει ο Λέιφ Ζάντερ, επικεφαλής της Κλινικής Λοιμωδών Νοσημάτων του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Charité. «Καταρχήν θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του ότι ένας όχι και τόσο μικρός αριθμός λοιμώξεων περνά σε μεγάλο βαθμό ή εντελώς απαρατήρητος». Σε μια σύνοψη του τέλους του 2021 που δημοσιεύτηκε στο Jama Open Network οι συγγραφείς ανέφεραν ότι ακόμη και σε περιπτώσεις επιβεβαιωμένων μολύνσεων από κορονοϊό περίπου το 40% δεν έδειξε σημάδια ασθένειας τη στιγμή που έγινε το τεστ. Βάση γι αυτήν την διαπίστωση ήταν σχεδόν 100 διαφορετικές διεθνείς μελέτες με δεδομένα από συνολικά 30 εκατ. ανθρώπους. Σε αυτό το πλαίσιο, ρόλο παίζει η συχνότητα του τεστ: Όσοι κάνουν σπάνια τεστ έχουν περισσότερες πιθανότητες να μην πρόσεξαν κάποια ήπια λοίμωξη, ή ακόμα ασυμπτωματική. Εκτός αυτού υπάρχουν και τα γονίδια, που πιθανόν να παίζουν επίσης κάποιον ρόλο. «Δηλαδή υπάρχουν άνθρωποι που λόγω γενετικών χαρακτηριστικών είναι δύσκολο να μολυνθούν με το πλασμώδιο του Λαβεράν, που προκαλεί ελονοσία ή με τον ιό Ανοσοανεπάρκειας του ανθρώπου HIV» λέει ο Ζάντερ. «Σε κάποιο βαθμό αυτό μπορεί να συμβαίνει και με τον Sars-CoV-2. Αλλά οι γενετικοί παράγοντες δεν είναι πλήρως κατανοητοί».

Όπως εξηγεί ο Ουλφ Ντίτμερ, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ιολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείο του Έσεν, η γενετική σύνθεση του ανοσιακού συστήματος, τα λεγόμενα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας HLA, παίζει σημαντικό ρόλο στην προστασία από την Covid-19. Αλλά και οι ομάδες αίματος δεν έχουν μόνο επηρεάσει την σοβαρότητα της νόσου, αλλά ίσως και την μετάδοση του ιού, όπως φαίνεται. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που υποτιμάται, η προστασία που παρέχει ο εμβολιασμός. Το επίπεδο των αντισωμάτων στο αίμα, το οποίο μπορεί να καταστήσει αβλαβείς τους ιούς και τις παραλλαγές του που διεισδύουν στον οργανισμό, υποχωρεί κάποια στιγμή μετά τον εμβολιασμό. Αλλά η προστασία παραμένει και είναι σημαντική για τους επόμενους μήνες. «Αυτό μειώνει επίσης τις λοιμώξεις» θυμίζει ο Ζάντερ.

Η ανοσοαπόκριση από τον εμβολιασμό, βεβαίως, διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, «αλλά όταν είναι ιδιαίτερα καλή, ο συνδυασμός εμβολιασμού και προηγούμενης μόλυνσης με έναν από τους 4 κορονοϊούς ενός κοινού κρυολογήματος μπορεί επίσης να παίξει ρόλο» τονίσει ο καθηγητής από το Charité. Ο λοιμωξιολόγος Ουλφ Ντίτμαρ προσθέτει ότι υπάρχει μια ειδική υποκατηγορία αντισωμάτων που παρέχει ιδιαίτερα καλή προστασία στις λοιμώξεις κορονοϊού. «Η μέτρηση όμως είναι περίπλοκη, οπότε κανείς δεν θέλει να ξέρει, εάν έχει αυτά τα αντισώματα ή όχι». Κατά τον Ζάντερ στα παιδιά παρατηρείται το φαινόμενο να έχουν γενικά πιο έντονα ενεργοποιημένο έμφυτο ανοσοποιητικό σύστημα, με άλλα λόγια το ανοσοποιητικό τους σύστημα είναι ενεργοποιημένο πριν δεχθεί τον ιό. Επιπλέον, υπάρχει και το ότι οι άνθρωποι αμέσως μετά από μια λοίμωξη είναι γενικά λιγότερο ευαίσθητοι τις επόμενες ημέρες στον επόμενο παθογόνο ιό που ”κρύβεται” στον οργανισμό.». Αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στις λεγόμενες ιντερφερόνες, ειδικά αντισώματα στη βλεννογόνο μεμβράνη, τα οποία μειώνουν επίσης την ευαισθησία στην Covid-19″.

Ένας ακόμη πιθανός παράγων, όπως λέει ο Ζάντερ, είναι ότι σε μερικούς ανθρώπους το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να «πετάξει» τον ιό από το σώμα πολύ γρήγορα. «Σε μια σουηδική μελέτη οι ερευνητές βρήκαν ειδικά Τ κύτταρα σε άτομα που δεν έγιναν ποτέ θετικά μετά από επαφή με μέλη της οικογένειάς τους που νόσησαν, σημάδι ότι το ανοσιακό τους σύστημα έχει ”αντιμετωπίσει” τον Sars-CoV-2, ακόμη κι αν η λοίμωξη και τα αντισώματα δεν είναι πια ανιχνεύσιμα».

Το συμπέρασμα του Ζάντερ: «Το γεγονός ότι δεν έχετε μολυνθεί στο παρελθόν, δεν σημαίνει ότι είστε ασφαλείς αιωνίως. Μπορεί μια νέα παράλλαξη του ιού ή μια διαφορετική συγκυρία να κάνει την κατάσταση εντελώς διαφορετική».

Δημοφιλή