Παρασκευή, 28 Ιουνίου 2024
Πέντε ώρες δρόμος, με 1-2 σύντομες στάσεις, χωρίζει την Αθήνα από την Κόνιτσα. «Πόλη του καγιάκ» και «τόπος των πέτρινων γεφυριών» - έτσι την διαφημίζει μεταξύ άλλων ο Δήμος Κόνιτσας στην ιστοσελίδα του.
Τελικός προορισμός, το σπίτι της Χάμκως, στην Επάνω Κόνιτσα. Ενα πέτρινο οικιστικό συγκρότημα του 18ου-19ου αιώνα, που χτίστηκε για να φιλοξενεί το σεράϊ του Ζεϊνέλ Μπέη, παππού του Αλή Πασά από την πλευρά της μητέρας του. Ντόπιοι Ηπειρώτες και ταξιδιώτες από την Αθήνα αλλά και από μακρινές γωνιές του κόσμου, κοντοστέκονται στην επιβλητική τοξωτή είσοδο, αντικρύζοντας τον υπερυψωμένο πύργο.
«Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ’24: Οι μουσικές κουλτούρες των νότιων Βαλκανίων»
Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και ο βραβευμένος με Γκράμι παραγωγός Christopher King επέστρεψαν για δεύτερη φορά στην Κόνιτσα, αναζητώντας απαντήσεις στο ερώτημα - σύνθημα που θέτει ο τίτλος του τριήμερου φεστιβάλ, το οποίο ήδη αποσπά διεθνή αναγνώριση, εξερευνώντας, εμβαθύνοντας στις ρίζες και στα παρακλάδια της μουσικής παράδοσης της Ελλάδας και των νότιων Βαλκανίων.
Ένας δίσκος 78 στροφών περιστρέφεται πάνω σε ένα πικάπ, με φόντο το μαγικό ηλιοβασίλεμα στα βουνά της Πίνδου. Ο Κρίστοφερ Κινγκ, εθνομουσικολόγος, συγγραφέας, παραγωγός και πρεσβευτής της
παραδοσιακής μουσικής - αλλά και μόνιμος κάτοικος, σύγχρονος μετανάστης στην Ήπειρο - ανοίγει το τριήμερο φεστιβάλ εξηγώντας ότι ακούμε ανδρική πολυφωνική μουσική από την Αλβανία, μια σπάνια ηχογράφηση πίπιζας και
μουσική με κλαρίνα από ένα συγκρότημα Τσιγγάνων της νότιας Αλβανίας:
«Αυτή η δεύτερη χρονιά του “Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά: Οι μουσικές κουλτούρες των νότιων Βαλκανίων” εστιάζει την προσοχή μας σε δύο θέματα: τη σύγχρονη έννοια της μουσικής σύγκλισης και τον ρόλο των Ρομά στη μουσική των νότιων Βαλκανίων. Αυτό που ακούμε σήμερα σε όλη την Ελλάδα και τα Βαλκάνια είναι αποτέλεσμα ανθρώπων που διατηρούν αλλά και προσαρμόζουν τη μουσική τους, προκειμένου αυτή να παραμείνει επίκαιρη, ζωντανή και δυναμική. Αν η μουσική είναι όντως απαραίτητη ως εργαλείο για την επιβίωσή μας, τότε τα εργαλεία μας πρέπει να είναι εξίσου προσαρμόσιμα με εμάς.
Διαφορετικά, και οι δύο θα πάψουμε να υπάρχουμε. Και δεν υπάρχει πιο πλούσιο μέρος με μουσική τόσο θετική απέναντι στη ζωή από την Ελλάδα και τα νότια Βαλκάνια. Τα σημερινά εθνικά σύνορα στα νότια Βαλκάνια προέκυψαν από την κατάρρευση της πολυεθνοτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι μουσικές παραδόσεις των νότιων Βαλκανίων αντανακλούσαν ένα μωσαϊκό διαφόρων εθνοτικών, γλωσσικών και θρησκευτικών ομάδων που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, η μουσική σε αυτές τις περιοχές απέκτησε εθνικά χαρακτηριστικά, παρακάμπτοντας τα εθνοτικά, καθώς τα σύνορα παγιώνονταν και γίνονταν μετακινήσεις πληθυσμών. Παρ′ όλα αυτά, οι κοινές καταβολές αυτών των διαφορετικών μουσικών παραδόσεων εξακολουθούν να είναι εμφανείς μέχρι σήμερα, καθώς εξελίσσονται στις σύγχρονες μορφές τους. Το “Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ’24: Οι μουσικές κουλτούρες των νότιων Βαλκανίων” διερευνά το πώς αυτές οι παραδόσεις έχουν αναπτυχθεί, μεταβληθεί, αφομοιωθεί και εκδηλωθεί κατά τον 21ο αιώνα.»
Όσα ακούσαμε στην Κόνιτσα
Το πρώτο συγκρότημα που ανέβηκε στην σκηνή του φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ’24» ταξίδεψε από τα βουνά που βρίσκονται ακριβώς απέναντι από την Κόνιτσα.
Οι Grupi Lab συγκαταλέγονται στους πιο φημισμένους τραγουδιστές της ισοπολυφωνικής παράδοσης της νότιας Αλβανίας, η οποία είναι γνωστή στη γεωγραφική περιοχή της Labëria –της Λιαπουριάς, στα ελληνικά– ως Këngë Labë (το τραγούδι των Λιάπηδων). Φορώντας τις παραδοσιακές στολές, το φωνητικό συγκρότημα συγκίνησε, καθώς εύκολα αναγνωρίζει ο ακροατής κοινές καταβολές και νότες με τα τραγούδια της Ηπείρου.
Στην επόμενη «στροφή», ανεβαίνει στη σκηνή του φεστιβάλ ο Ηλίας «Κακαρούκας» Αριστόπουλος. Γεννημένος το 1955 στο Αγρίνιο της Αιτωλοακαρνανίας, αναγνωρίζεται ως ένας από τους κορυφαίους βιρτουόζους της πίπιζας. Αυτοδίδακτος, ξεκίνησε να παίζει σε ηλικία 14 ετών, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, που ήταν κι αυτός βιρτουόζος του ίδιου οργάνου.
Τον Ηλία συνοδεύει κρατώντας το ίσο στον ζουρνά ο Χρυσοβαλάντης Σούτας, ο οποίος γεννήθηκε το 1974 στο Αγρίνιο και ξεκίνησε να παίζει σε ηλικία 15 ετών ως μαθητευόμενος. Νταούλι παίζει ο Κώστας «Μπέκος» Θεοδωρόπουλος, επίσης αυτοδίδακτος μουσικός, ο οποίος γεννήθηκε το 1976 στο Μεσολόγγι.
Τo μουσικό σχήμα του Ηλία Κακαρούκα πλαισιώσουν μέλη του Συλλόγου Πανηγυριστών «Ο Άη Συμιός», ώστε να παρουσιάσουν ένα αυθεντικό στιγμιότυπο από το πανηγύρι που γίνεται στο Μεσολόγγι.
Τη δεύτερη ημέρα του φεστιβάλ - και πάλι την ώρα του συγκλονιστικού δειλινού με τις κορυφές της Πίνδου να βάφονται κόκκινες, ταξιδεύει το ακόμα μεγαλύτερο ακροατήριο που απλώνεται σε κάθε γωνιά στο Σπίτι της Χάμκως, ο Adam Semijalac, συνθέτης και ερμηνευτής από το Ζάγκρεμπ της Κροατίας. Ταυτόχρονα, ένας πολυπράγμων ερευνητής των παραδοσιακών μπλουζ του Δέλτα και της μουσικής κληρονομιάς της σλαβονικής και δαλματικής καταγωγής του, που έχει αξιοποιήσει τις σπουδές του για την παραγωγή τεσσάρων δίσκων: “Time of Great Depression” (2014), “Hate is a Wonderful Thing” (2018), “A Dance for the Black Devil” (2020) και “Ode Dite” (2023). Στην Κόνιτσα ανέβηκε στη σκηνή μαζί με την πενταμελή γυναικεία χορωδία Fige για να παίξει δύο είδη dangubica –παραδοσιακά έγχορδα της Bαλκανικής– μπάντζο και μια κροατική κιθάρα τύπου «ντόμπρο» με τριπλό αντηχείο.
Λίγες ώρες νωρίτερα, οι γενναιόδωρες ερμηνεύτριες της χορωδίας Fige έστησαν με την υποστήριξη της Στέγης Ωνάση στην παλιά πλατεία της Κόνιτσας ένα υπαίθριο εργαστήρι, ενώνοντας τις φωνές τους με το κοινό του φεστιβάλ για να ερμηνεύσουν μαζί δύο παραδοσιακά τραγούδια από την Κροατία.
Η εικόνα νέων ανθρώπων που αφοσιώθηκαν, αναπαράγοντας νότες και λέξεις στα κροατικά, στην καρδιά της Ηπείρου, είναι η ζωντανή απόδειξη της ιστορικής συνέχειας και της υπαρκτής συνοχής σε επίπεδο Πολιτισμού στα Βαλκάνια.
Το τριήμερο «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» έκλεισε με τον Christopher King να αφηγείται ιστορίες σχετικά με τις μουσικές κουλτούρες των νότιων Βαλκανίων και να παίζει δίσκους 78 στροφών από τη Μακεδονία, τη Βουλγαρία και άλλες περιοχές. Μέχρι την ώρα που ανέβηκαν οι Alkyone για να παίξουν ελληνικά παραδοσιακά τραγούδια, σε ένα ονειρικό fusion από τη Μακεδονία.
Το μουσικό σκέλος κλείνει θριαμβευτικά το βράδυ της Κυριακής (30 Ιουνίου) όταν ηχούν στα βουνά της Κονιτσας οι ζουρνάδες των Samir Kurtov, ενός κουαρτέτου βιρτουόζων Ρομά από τη νοτιοδυτική Βουλγαρία, που ξεσήκωσαν και παρέσυραν σε χορό με μαγικούς ρυθμούς - κυρίως το νεανικό κοινό - ποιος είπε ότι οι νέοι δεν αγαπάνε με πάθος (και) την παραδοσιακή μουσική;