Ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε την Πέμπτη μια εκτελεστική εντολή με στόχο τις νομικές προστασίες που εμποδίζουν τους ανθρώπους να μηνύσουν ιστότοπους κοινωνικών μέσων.
Η κίνηση αυτή έρχεται ως συνέχεια της οργής του για το Twitter, επειδή επεσήμανε ως «παραπλανητική» μια ανάρτησή του σχετικά με τις επιστολικές ψήφους.
Μεγάλο μέρος αυτής της εντολής του Τραμπ στηρίζεται σε καταγγελίες σχετικά με εταιρείες social media και τις προσπάθειές τους να επισημάνουν ή να αφαιρέσουν περιεχόμενο που χαρακτηρίζεται ως ακατάλληλο.
Τι ισχύει, όμως, από νομικής άποψης;
Τι προστατεύει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Ενας νόμος του 1996 απαγορεύει ουσιαστικά στους ανθρώπους να μηνύσουν παρόχους μιας «διαδραστικής υπηρεσίας υπολογιστή» για δυσφήμηση, εάν οι χρήστες δημοσιεύουν συκοφαντικά μηνύματα στις πλατφόρμες τους.
Σύμφωνα με αυτό το νόμο, οι ενδιάμεσοι χειριστές ιστότοπων - μια κατηγορία στην οποία περιλαμβάνονται από γίγαντες κοινωνικών μέσων όπως το Twitter, το Facebook και το YouTube έως ιστολόγια που επιτρέπουν στους αναγνώστες να δημοσιεύουν σχόλια - δεν αντιμετωπίζονται ως εκδότες για τη δημοσίευση αναρτήσεων από άλλους.
Μια σχετική διάταξη προστατεύει επίσης αυτούς τους ιστότοπους από αγωγές που τους κατηγορούν για λανθασμένη κατάργηση ή αφαίρεση περιεχομένου. Τους δίνει ασυλία για αποφάσεις «καλής πίστης», δηλαδή για κατάργηση ή περιορισμό αναρτήσεων που θεωρούν ότι είναι «άσεμνες, βρώμικες, υπερβολικά βίαιες, ενοχλητικές, προσβλητικές ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο απαράδεκτες, ανεξάρτητα από το αν το υλικό αυτό προστατεύεται συνταγματικά ή όχι».
Πώς η εκτελεστική εντολή του Τραμπ στοχεύει αυτή την «ασπίδα»;
Υποβάλλοντας αίτημα εξαίρεσης των ιστότοπων από τη νομική ασυλία.
Η διάταξη υποστηρίζει ότι εάν ένας ιστότοπος περιορίζει την πρόσβαση σε περιεχόμενο άλλων χρηστών με κακή πίστη και το παρακάνει με την κατάργηση περιεχομένου, θα πρέπει να θεωρείται εκδότης και όχι ουδέτερη πλατφόρμα - χάνοντας έτσι τη νομική ασυλία του από αγωγές.
Εάν αυτό το αίτημα γίνει νόμος, οι εταιρείες κοινωνικών μέσων δικτύωσης θα μπορούν να μηνυθούν για δυσφημιστικό περιεχόμενο για αυτά που δημοσιεύουν άλλοι άνθρωποι στις πλατφόρμες τους.
Για παράδειγμα, επειδή ο Τραμπ έχει χρησιμοποιήσει το Twitter για να υπονοήσει ψευδώς ότι ο οικοδεσπότης του MSNBC, Τζο Σκάρμπορο, δολοφόνησε έναν βοηθό του Κογκρέσου το 2001, ο Σκάρμπορο θα μπορούσε θεωρητικά να κατηγορήσει το Twitter για δυσφήμιση.
Ακόμα και έτσι, όμως, τέτοιες αγωγές ενδέχεται να αποτύχουν: Ενα δικαστήριο θα έπρεπε πρώτα να αποφασίσει ότι η εταιρεία social media είχε εμπλακεί επαρκώς με την σύνταξη της ανάρτησης για να χάσει την ασυλία της. Ωστόσο, η εντολή Τραμπ θα μπορούσε να αποθαρρύνει τις εταιρείες αυτές να αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στην επιμέλεια του περιεχομένου στις πλατφόρμες τους - και να αυξήσουν τον κίνδυνο αλλά και το κόστος της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.
Ενας τέτοιος κανόνας θα δημιουργήσει κάποια νομική διαφορά;
Μάλλον όχι, σύμφωνα με νομικούς εμπειρογνώμονες.
Παρόλο που η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC) επιβλέπει τμήματα του νόμου για τις επικοινωνίες, όπως οι κανόνες για τις τηλεφωνικές εταιρείες, η εντολή δεν εξηγεί γιατί η υπηρεσία αυτή θα έχει κάποιο ρόλο στην ερμηνεία του νόμου. Τα δικαστήρια, και όχι η FCC, χειρίζονται τις αγωγές.
Επιπλέον, τα δικαστήρια είναι σκεπτικά απέναντι στους ισχυρισμούς ότι η FCC έχει αυτονόητη δικαιοδοσία να ρυθμίζει επικουρικά θέματα που δεν εκχωρούνται ρητά στο Κογκρέσο, ακόμη και όταν σχετίζονται στενά με τις βασικές της ευθύνες.
Τέλος, οι κανονισμοί της υπηρεσίας δεν μπορούν να παρακάμψουν το καταστατικό που έχει θεσπιστεί από το Κογκρέσο. Από την πλευρά του, ο νόμος παρέχει στους ιστότοπους ευρύ περιθώριο για τον περιορισμό ή την κατάργηση αναρτήσεων που θεωρούν κακές, συμπεριλαμβανομένης μιας κατηγορίας αναρτήσεων που θεωρούν «ανάρμοστες».
Ωστόσο, η εντολή αυτή θα μπορούσε να ξεκινήσει μια συζήτηση για τους κανονισμούς και το Κογκρέσο να αλλάξει το καταστατικό. Η εντολή καλεί επίσης τον Γενικό Εισαγγελέα, Γουίλιαμ Μπαρ, να εκπονήσει νομοσχέδιο για το Κογκρέσο, το οποίο θα προωθεί τον πολιτικό στόχο του περιορισμού των νομικών προστασιών που ο υπάρχων νόμος παρέχει στις ισχυρές εταιρείες τεχνολογίας.
Τι θέλει ο Τραμπ να χαρακτηρίζεται ως ακατάλληλη παρέμβαση
Η εκτελεστική εντολή δεν το εξηγεί λεπτομερώς.
Δεδομένου του χρονοδιαγράμματος και του πλαισίου της εντολής, ο πιο προφανής στόχος του Τραμπ είναι να εμποδίσει το Twitter να επισημάνει τα tweet του ως ανακριβή. Ο Τραμπ είπε, εξάλλου, σε δημοσιογράφους ότι οι ετικέτες ελέγχου που έβαλε το Twitter στις αναρτήσεις του ήταν «πολιτικός ακτιβισμός».
Αλλά δεν είναι ξεκάθαρο πώς οι λεπτομέρειες της αλλαγής που προβλέπει η εκτελεστική εντολή αυτή θα δικαιώσει τα παράπονα του Τραμπ, αφού το Twitter δεν έχει καταργήσει ή περιορίσει τις αναρτήσεις του.
Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση Τραμπ έχει παίξει εδώ και πολύ καιρό με την ιδέα της στόχευσης των social media και ένα προηγούμενο προσχέδιο της εκτελεστικής εντολής, το οποίο δεν έκανε αναφορά στις ετικέτες ελέγχου του Twitter, υποδηλώνει ότι το σχέδιο υπήρχε εδώ και καιρό. Απλώς τώρα βρέθηκε η αφορμή.
Ορισμένοι συντηρητικοί υποστηρίζουν μια θεωρία ότι το Twitter καταργεί τις αναρτήσεις τους για πολιτικούς λόγους, κρύβοντάς τις από άλλους χρήστες, παρόλο που οι ίδιοι οι συντάκτες τους μπορούν να τις δουν. Η εταιρεία αρνήθηκε ότι το κάνει, αλλά ο Τραμπ προσυπέγραψε αυτή την κατηγορία τον Ιούλιο του 2018 και ορκίστηκε να εξετάσει την υπόθεση.
Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η εκτελεστική εντολή;
Ανοιξε αρκετούς ελέγχους, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποιο είδος μεταγενέστερης δράσης.
Ο Τραμπ ζήτησε από τον επικεφαλής κάθε εκτελεστικού τμήματος και οργανισμού να συντάξει μια έκθεση σχετικά με το πόσα διαφημιστικά χρήματα ξόδεψε σε διαδικτυακές πλατφόρμες. Στη συνέχεια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα επανεξετάσει εάν τέτοιες πλατφόρμες επιβάλλουν «περιορισμούς στο λόγο με βάση τις απόψεις» για να εκτιμήσει εάν υπάρχουν «προβληματικές» θέσεις για τον κυβερνητικό λόγο - μια σιωπηρή απειλή για την απαγόρευση του μάρκετινγκ που χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους.
Ο πρόεδρος ενεργοποίησε, ακόμη, δύο ελέγχους που προβλέπουν ενδεχόμενες ενέργειες απαγόρευσης στις πλατφόρμες κοινωνικών δικτύωσης να περιορίζουν την πρόσβαση σε δημοσιεύσεις χρηστών με τρόπους που οι εταιρείες τεχνολογίας δεν αποκαλύπτουν.
Ζήτησε, τέλος, από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου να εξετάσει αυτό το ζήτημα και είπε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης να συγκαλέσει ομάδα εργασίας με κρατικούς γενικούς εισαγγελείς σχετικά με το αν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους κρατικούς νόμους για να το αντιμετωπίσουν.
Πηγή: New York Times