Η ιατροδικαστική εξέταση των λειψάνων που βρέθηκαν στον Αμαζόνιο επιβεβαίωσε ότι ανήκουν στον Βρετανό δημοσιογράφο, Ντομ Φίλιπς, ο οποίος εξαφανίστηκε στις 5 Ιουνίου μαζί με τον Βραζιλιάνο υπέρμαχο των αυτοχθόνων και του περιβάλλοντος, Μπρούνο Περέιρα, όπως ανακοίνωσε η αστυνομία που έρευνα τη διπλή δολοφονία.
«Η επιβεβαίωση έγινε ύστερα από οδοντολογική εξέταση», ανέφερε η βραζιλιάνικη αστυνομία σε δελτίο Τύπου.
Νωρίτερα, οι αρχές ανέφεραν ότι από τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει μέχρι στιγμής, εκτιμά πως «οι δολοφόνοι έδρασαν μόνοι τους» και όχι για λογαριασμό «εγκληματικής οργάνωσης».
Απομεινάρια της σορού του Ντομ Φίλιπς εντοπίστηκαν την Τετάρτη σε τοποθεσία που υπέδειξε ένας από τους δύο συλληφθέντες για την υπόθεση, ο ψαράς Αμαρίλντο ντα Κόστα ντε Ολιβέιρα, ο οποίος ομολόγησε ότι έθαψε τα πτώματα.
Τι έψαχναν τα θύματα
Αμφότεροι, ως βετεράνοι του Αμαζονίου, γνώριζαν τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν όταν ξεκίνησαν για το Αταλάια ντο Νόρτε στην απομακρυσμένη κοιλάδα Τζαβάρι του βραζιλιάνικου τροπικού δάσους - ένα ταξίδι που κατέληξε σε τραγωδία.
Και οι δύο είχαν δεχθεί απειλές θανάτου πριν από την αναχώρησή τους, σύμφωνα με τον Συντονισμό της Οργάνωσης Ιθαγενών UNIVAJA. Γνώριζαν καλά τις συχνά βίαιες εισβολές στην περιοχή από παράνομους μεταλλωρύχους, κυνηγούς, υλοτόμους και διακινητές ναρκωτικών - αλλά ήταν εξίσου αφοσιωμένοι στην αποκάλυψη των δραστηριοτήτων που μαστίζουν τις προστατευόμενες άγριες περιοχές της Βραζιλίας και θέτουν σε κίνδυνο τους αυτόχθονες πληθυσμούς της, επιταχύνοντας την αποψίλωση των δασών.
Ο Περέιρα, ένας 41χρονος πατέρας τριών παιδιών, πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στην υπηρεσία των αυτόχθονων πληθυσμών της χώρας από τότε που εντάχθηκε στην κυβερνητική υπηρεσία ιθαγενών της Βραζιλίας (FUNAI) το 2010.
Το Γραφείο Συντονισμού Ιθαγενών είχε πραγματοποιήσει μια μεγάλη αποστολή για να έρθει σε επαφή με απομονωμένους αυτόχθονες πληθυσμούς υπό την ηγεσία του το 2018 και είχε συμμετάσχει σε πολλαπλές επιχειρήσεις για την απομάκρυνση παράνομων μεταλλωρύχων από προστατευόμενες περιοχές.
Το πάθος του Περέιρα είχε φανεί σε μια συνέντευξη στο CNN πέρυσι. «Δεν μπορώ να μείνω μακριά από τους parentes για πολύ », είχε δηλώσει, αναφερόμενος στους ιθαγενείς της περιοχής χρησιμοποιώντας τη λέξη «συγγενείς».
Ο Φίλιπς, 57 ετών, ένας ευρέως αξιοσεβαστός Βρετανός δημοσιογράφος που είχε ζήσει στο Σάο Πάολο και το Ρίο ντε Τζανέιρο, έγραφε για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και τον Αμαζόνιο στις σελίδες των Financial Times, της Washington Post, των New York Times και, κυρίως, του The Guardian.
Ο Περέιρα βρισκόταν σε άδεια από το FUNAI εν μέσω μιας ευρύτερης ανακατάταξης στην υπηρεσία, όταν συμπορεύτηκε με τον Φίλιπς προκειμένου να τον βοηθήσει στην έρευνά του για ένα νέο βιβλίο.
Το βιβλίο θα είχε τον τίτλο «Πώς να σώσουμε τον Αμαζόνιο».
Σε ένα βίντεο που γυρίστηκε τον Μάιο σε ένα χωριό στη βορειοδυτική πολιτεία Ακρε, ο Φίλιπς ακουγόταν να εξηγεί την προσπάθειά του: «Ηρθα εδώ (...) για να μάθω μαζί σας, για τον πολιτισμό σας, πώς βλέπετε το δάσος, πώς ζείτε εδώ και πώς αντιμετωπίζετε τις απειλές από εισβολείς και χρυσοθήρες και οτιδήποτε άλλο».
Επικίνδυνο εγχείρημα
Η τεράστια κοιλάδα Τζαβάρι, που φιλοξενεί χιλιάδες ιθαγενείς και περισσότερες από δέκα φυλές χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο, είναι ένα συνονθύλευμα από ποτάμια και πυκνά δάση που κάνει την πρόσβαση εκεί πολύ δύσκολη.
Η εγκληματική δραστηριότητα στην περιοχή συχνά περνά κάτω απαρατήρητη ή αντιμετωπίζεται μόνο από περιπολίες ιθαγενών - και μερικές φορές καταλήγει σε αιματηρές συγκρούσεις.
Τον Σεπτέμβριο του 2019, ο εργαζόμενος σε υποθέσεις ιθαγενών Μαξιέλ Περέικρα ντος Σάντρος δολοφονήθηκε στην ίδια περιοχή, σύμφωνα με την Εισαγγελία της Βραζιλίας. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, επρόκειτο για αντίποινα στις προσπάθειές του να καταπολεμήσει τις παράνομες εξορύξεις στην κοιλάδα Τζαβάρι.
Στη Βραζιλία, το να αντισταθεί κανείς στην παράνομη δραστηριότητα στον Αμαζόνιο μπορεί να είναι θανατηφόρο.
Μεταξύ 2009 και 2019, περισσότεροι από 300 άνθρωποι σκοτώθηκαν εν μέσω συγκρούσεων για τη γη και τους πόρους του Αμαζονίου, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι επικριτές της κυβέρνησης κατηγορούν τον πρόεδρο, Ζαΐρ Μπολσονάρο, ότι ενθαρρύνει τα εγκληματικά δίκτυα που εμπλέκονται στις παράνομες εξορύξεις.
Από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2019, ο Μπολσονάρο έχει αποδυναμώσει τις ομοσπονδιακές περιβαλλοντικές υπηρεσίες, έχει δαιμονοποιήσει τις οργανώσεις που αγωνίζονται για τη διατήρηση του τροπικού δάσους και έχει ταχθεί υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης σε εδάφη των ιθαγενών, υποστηρίζοντας ότι το κάνει για την ευημερία των ίδιων των αυτόχθονων ομάδων.
Ο Περέιρα πέρυσι εξέφρασε τη λύπη του για τη μειωμένη δύναμη των υπηρεσιών προστασίας του περιβάλλοντος και των ιθαγενών της Βραζιλίας υπό την προεδρία του Μπολσονάρο.
Ούτε ο Περέιρα ούτε ο Φίλιπς ήθελαν να περάσει «στα ψιλά» η καταπάτηση του Αμαζονίου.
«Ο Ντομ ήξερε τους κινδύνους, αλλά πίστευε ότι η ιστορία ήταν αρκετά σημαντική για να πάρει αυτό το ρίσκο τους κινδύνους», δήλωσε ο Τζόναθαν Γουότς, περιβαλλοντικός συντάκτης του Guardian.
«Ξέραμε ότι ήταν ένα επικίνδυνο μέρος, αλλά ο Ντομ πίστευε ότι είναι δυνατό να προστατεύσουμε τη φύση και τα μέσα διαβίωσης των αυτόχθονων πληθυσμών», είπε η αδελφή του.
(με πληροφορίες από CNN)