Instagram και ινφλουένσερ: δύσκολο να φανταστούμε το ένα χωρίς το άλλο. Αυτοί είναι οι καθοδηγητές μας, στους οποίους στρεφόμαστε για συμβουλές μακιγιάζ, καθώς και για να εμπνευστούμε από τις ενδυματολογικές τους επιλογές και τις εμπειρίες τους. Από το φαγητό και τα ταξίδια, μέχρι και τις δραστηριότητες, στις οποίες επιδίδονται προκειμένου να διατηρούν τη γραμμή τους.
Έτσι τουλάχιστον σκεφτόμασταν, μέχρι να μας χτυπήσει την πόρτα η πανδημία. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας, παρατηρήσαμε τη διάθεσή μας για σκρολάρισμα στις ζωές των άλλων να μειώνεται. Αυτό συνέβη εν μέρει, επειδή η ζωή μας εκείνη την περίοδο δεν κυλούσε ακριβώς όπως επιθυμούσαμε.
Κρυφοκοιτάζοντας από την κλειδαρότρυπα του Instagram ανθρώπους της ηλικίας μας να αγοράζουν πράγματα, τα οποία εμείς ούτε μπορούμε να πλησιάσουμε οικονομικά, δεν σκεφτόμαστε να δουλέψουμε σκληρότερα. Απλώς ανησυχούμε, σκεπτόμενοι ότι κάτι πάει λάθος με εμάς τους ίδιους.
Το πρόβλημα, δεν βρίσκεται στις αναρτήσεις των διασημοτήτων. Στην ουσία είμαστε εμείς, που αδυνατούμε να ελέγξουμε τον αντίκτυπό τους στα συναισθήματά μας. Ωστόσο, είναι στο χέρι μας να αποφασίσουμε ποιο περιεχόμενο ανταποκρίνεται στις ανάγκες μας. Και αυτό κάνουμε. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο το γεγονός, ότι πολλοί από εμάς προχωρήσαμε σε unfollow ή σίγαση ορισμένων λογαριασμών στα κοινωνικά δίκτυα. Το εν λόγω φαινόμενο παρατηρήθηκε τόσο κατά το διάστημα του εγκλεισμού, αλλά και αργότερα, όταν διαπιστώσαμε ότι οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης ήρθαν για να μείνουν.
Η Τόχου, μια 21χρονη αναγνώστρια της βρετανικής έκδοσης της HuffPost από τη Γλασκώβη, δήλωσε:
«Κατά τη διάρκεια της καραντίνας πολλοί influencers ταξίδευαν ή απλώς ζούσαν ζωές πολύ διαφορετικές από τη δική μου. Επίσης, πρόσφατα παρατήρησα πως όλο και περισσότεροι influencers έχουν στραφεί στην προώθηση πολυτελών ή επώνυμων αντικειμένων στο περιεχόμενό τους».
Το εν λόγω περιεχόμενο ενδέχεται να μας κάνει να νιώσουμε εντελώς ανεπαρκείς στο δικό μας «εδώ και τώρα». Η Τόχου και πολλοί άλλοι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν εμπνέονται πλέον από τους λογαριασμούς των ινφλουένσερ, που άλλοτε επισκέπτονταν τακτικά.
«Στερούμαι τη δυνατότητα να ταυτιστώ, καθώς τα προωθούμενα αντικείμενα βρίσκονται εντελώς εκτός του προϋπολογισμού μου. Επομένως δεν κερδίζω τίποτα, πέρα από αισθήματα ανεπάρκειας. Βλέπω χιλιάδες πράγματα που θα ήθελα να έχω αλλά δεν μπορώ να αντέξω οικονομικά σε καθημερινή βάση».
Η αποχή από τα κοινωνικά δίκτυα δεν αποτελεί λύση
Κάτι που θα μας βοηθούσε να καταπολεμήσουμε το αίσθημα ανεπάρκειας, είναι να επιλέγουμε προσεκτικά τους λογαριασμούς που ακολουθούμε. Η αναλύτρια δεδομένων, Χένα Μπράιαν, παραδέχεται ότι έχει θέσει σε σίγαση πολλούς από τους ινφλουένσερ που ακολουθούσε.
«Απλώς το περιεχόμενό τους δεν συμβαδίζει με πολλά πράγματα που θεωρώ σημαντικά. Θέλω να ανακαλύψω περισσότερους influencers που προσφέρουν κάτι περισσότερο από όμορφες φωτογραφίες. Μάλιστα, βρήκα μερικούς που ασχολούνται με τα ενδιαφέροντά μου», δηλώνει ενθουσιασμένη.
Ωστόσο, ενδέχεται να απορρίπτουμε λογαριασμούς που μέχρι πρότινος παρακολουθούσαμε τακτικά, απλώς επειδή ο τρόπος με τον οποίο ασχολούμαστε με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Η 23χρονη αναγνώστρια της βρετανικής έκδοσης της HuffPost, Ακάτσι Πρισίλα, περιπλανιέται στο διαδίκτυο από την πρώιμη εφηβεία της.
Όταν ήταν νεότερη ακολουθούσε χρήστες που την ενέπνεαν με τις στιλιστικές τους επιλογές. Στην πορεία ωστόσο, διαπίστωσε ότι έπεφτε διαρκώς στην παγίδα της κοινωνικής σύγκρισης.
«Τώρα έχω καλύτερη σχέση με τον εαυτό μου και με το πώς φαίνομαι. Κατά καιρούς ρίχνω κλεφτές ματιές, αλλά όχι όπως παλιά. Εκτός αυτού, πλέον αντιλαμβάνομαι ότι οι περισσότεροι ινφλουένσερ συγκλίνουν ως προς το περιεχόμενό τους. Αν ακολουθείς κάποιον ανάμεσά τους, είναι σαν να τους ακολουθείς όλους», εξηγεί η Πρισίλα.
Είναι όντως η ζωή ενός influencer αξιοζήλευτη;
Αν και η ζωή τους λανσάρεται ως η ιδανική, οι ίδιοι οι ινφλουένσερ αποκαλύπτουν ότι μερικές φορές η πραγματικότητα απέχει από αυτό που προωθούν στο περιεχόμενο τους. Στο παρασκήνιο, δηλαδή στην πραγματική ζωή, γίνεται πολλή προσπάθεια για αυτό που φτάνει τελικά στην σκηνή, στο προφίλ των ινφλουένσερ.
H Πρισίλα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι :
«Δεν αισθάνομαι ότι οι ινφλουένσερ πρέπει να τροποποιήσουν το περιεχόμενό, ώστε να προσεγγίζοντας αυτά που επιθυμούμε και μας ταιριάζουν. Πιστεύω ότι ως χρήστες των κοινωνικών δικτύων οφείλουμε να θέτουμε όρια στο περιεχόμενο που καταναλώνουμε, εφόσον διαπιστώσουμε ότι οι επιπτώσεις του στην ψυχολογία μας είναι δυσάρεστες.»
«Πιστεύω ότι όλοι πρέπει να έχουμε κοινωνική ευθύνη. Eίναι παράλογο να αναγκάζουμε τους ινφλουένσερ να κάνουν και να λένε πράγματα που δεν τους εκφράζουν. Είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι καταναλώνουμε. Επίσης στο TikTok σταδιακά δημιουργείται μια τάση νέων επιρροών που δεν επιδίδονται στην τελειομανία. Αντιθέτως μας είναι πιο προσιτοί και οικείοι», προσθέτει η Μπράιαν
Τελικά τί μας φταίει;
Με το κόστος διαβίωσης μόνο να αυξάνεται, ίσως είναι καιρός να επιλέγουμε πιο συνειδητά το περιεχόμενο που προσλαμβάνουμε καθημερινά. Αναμφισβήτητα, η ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στους ινφλουένσερ. Εκείνοι απλώς αποτελούν ένα από τα υποπροϊόντα μιας καπιταλιστικής κοινωνίας, που ανταμείβει τους ανθρώπους για την επίδειξη του πλούτου τους. Αποκτώντας τη δύναμη να επιλέξουμε με τί θα αλληλεπιδράσουμε, θα επέλθει ο καλύτερος έλεγχος των συναισθημάτων μας.