Όσο περνούν τα χρόνια, συχνά σκεφτόμαστε πως ο χρόνος μοιάζει να περνά πιο γρήγορα συγκριτικά με το παρελθόν και οι μέρες «φεύγουν» πολλές φορές χωρίς να τις καταλάβουμε όπως και οι εβδομάδες, οι μήνες ή και τα χρόνια.
Αν και γνωρίζουμε πως ο χρόνος δεν είναι παρά ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα, συνεχίζει να “εξουσιάζει” τις ζωές μας- συχνά τυραννικά- και φυσικά συνιστά όχι μόνο έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας αλλά και ένα «μέτρο» για να αξιολογήσουμε τα πεπραγμένα μας.
Μια ομάδα επιστημόνων στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilian του Μονάχου ασχολήθηκε, ήδη από το 2005, με αυτή την αίσθηση που έχουμε πως ο χρόνος περνά όλο και πιο γρήγορα όσο μεγαλώνουμε και έδωσαν μια απάντηση στο ερώτημα, όπως προσπάθησαν άλλωστε να κάνουν στο πέρασμα του χρόνου και άλλοι συνάδελφοί τους.
Στην έρευνα του Marc Wittman και η Sandra Lenhoff συμμετείχαν 499 άτομα, ηλικίας από 14 έως 94 ετών και αντικείμενο αυτής ήταν να εξετάσουν πόσο γρήγορα ή αργά αισθάνονται οι άνθρωποι, πως περνά ο χρόνος.
Για κάποια μικρά διαστήματα (μια εβδομάδα, ένα μήνα, ακόμη και ένα χρόνο) η αντίληψη των ατόμων για το πέρασμα του χρόνου ήταν η ίδια, ασχέτως ηλικίας. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν πως ο χρόνος περνούσε γρήγορα. Ωστόσο, για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα όπως για μια δεκαετία παρατηρήθηκε πως τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα είχαν την τάση να αντιλαμβάνονται πώς ο χρόνος περνά πιο γρήγορα. Όταν τους ζητήθηκε να αναπολήσουν τη ζωή τους, οι συμμετέχοντες ηλικίας άνω των 40 ετών θεώρησαν ότι ο χρόνος περνούσε αργά όταν ήταν παιδιά αλλά στη συνέχεια άρχισε να «επιταχύνεται» σταθερά τόσο κατά τη διάρκεια των εφηβικών τους χρόνων όσο κατά την πρώιμη ενηλικίωσή τους.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, υπάρχει λόγος που τα άτομα μεγαλύτερων ηλικιών βιώνουν έτσι το πέρασμα του χρόνου. Όπως εξηγούν οι δύο επιστήμονες, υπάρχουν δύο τρόποι με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο και εκτιμούμε τη διάρκεια ενός γεγονότος. Ο ένας αφορά την αντίληψη που έχουμε για το χρόνο όταν ένα γεγονός βρίσκεται σε εξέλιξη και ο δεύτερος την αντίληψη που έχουμε μετά την ολοκλήρωσή του. Επιπροσθέτως η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει, σε ό,τι αφορά τον χρόνο ποικίλλει ανάλογα με τι κάνουμε και πώς αισθανόμαστε γι ’αυτό. Γι αυτό και ο χρόνος μοιάζει να κυλά γρήγορα όταν περνάμε καλά (και όχι όταν πχ δουλεύουμε).
Γιατί συμβαίνει αυτό; Η απάντηση σχετίζεται, σύμφωνα με τους επιστήμονες, στον τρόπο που ο εγκέφαλός μας κωδικοποιεί τις νέες εμπειρίες και τις μετατρέπει σε αναμνήσεις αλλά και με την αναδρομική μας αντίληψη για τον χρόνο που βασίζεται στον όγκο των νέων αναμνήσεων που δημιουργήσαμε σε μια ορισμένη χρονική περίοδο.
Πρακτικά, όσο πιο πολλές νέες εμπειρίες έχουμε, τόσο πιο έντονες αναμνήσεις δημιουργούμε πχ σε μια διήμερη απόδραση που εφόσον είναι πλούσιο δραστηριοτήτων τόσο μεγαλύτερης διάρκειας θα μας φαίνεται πως ήταν εκ των υστέρων.
Το φαινόμενο αυτό, ονομάζεται εδώ και χρόνια «Holiday Paradox», δηλαδή το «παράδοξο των διακοπών» το οποίο επιχειρεί να εξηγήσει αυτές τις διαφορές στην αντίληψη που έχουμε για το πόσο γρήγορα περνά ο χρόνος. Όταν είμαστε παιδιά, έφηβοι ή τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης η καθημερινότητα μας είναι γεμάτη νέες εμπειρίες. Νέες δραστηριότητες, πράγματα που μαθαίνουμε, δεξιότητες που ανακαλύπτουμε, αποκτούμε και εξασκούμε. Ως ενήλικες, η ζωή μας μπαίνει σε μια ρουτίνα, μια μονοτονία όπου όλα λίγο πολύ επαναλαμβάνονται άρα δεν δημιουργούνται νέες έντονες αναμνήσεις όπως την προηγούμενη περίοδο. Κατά συνέπεια κατά τις πρώτες δεκαετίες της ζωής μας, με τις πλούσιες εμπειρίες -που μας προσέφεραν έναν μεγάλο όγκο αναμνήσεων- μας κάνουν να πιστεύουμε πως ο χρόνος κυλούσε πιο αργά. Το αντίθετο συμβαίνει όσο μεγαλώνουμε.
Το καλό βέβαια, είναι πως βάσει αυτής της θεωρίας, έχουμε τη δύναμη να κάνουμε τον χρόνο να κυλά και πάλι πιο αργά. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να συνεχίζουμε να μαθαίνουμε νέα πράγματα, να τολμάμε να κάνουμε πράγματα που δεν είχαμε δοκιμάσει στο παρελθόν, να εξερευνούμε νέα μέρη, να γνωρίζουμε νέους ανθρώπους.
Πηγή: Scientific American