Τα εμβόλια κατά του κορονοϊού θα μειώνουν σημαντικά την πιθανότητα να αρρωστήσει κάποιος από τον κορονοϊό, με σοβαρά ή ήπια συμπτώματα, αλλά δεν διασφαλίζουν ότι δεν θα μολυνθεί καθόλου. Αρκετοί επιστήμονες ανησυχούν από το γεγονός ότι εμβολιασμένοι -και άρα πιο ανέμελοι- άνθρωποι, οι οποίοι όμως θα είναι ασυμπτωματικοί φορείς του ιού, θα τριγυρνούν και εν αγνοία τους θα τον μεταδίδουν. Γι′ αυτό, παρά τον εμβολιασμό, συνίσταται να συνεχιστεί η χρήση μάσκας, εωσότου τουλάχιστον ξεκαθαριστεί σε ποιο βαθμό τα εμβόλια μειώνουν και τον ίδιο τον κίνδυνο μόλυνσης, κάτι που βρίσκεται υπό μελέτη.
Τα τρία εμβόλια Pfizer/BioNTech, Moderna και Οξφόρδης/AstraZeneca, με βάση τις έως τώρα κλινικές δοκιμές τους, φαίνονται πολύ καλά στο να αποτρέπουν την εκδήλωση νόσου Covid-19, όμως είναι ακόμη ασαφές πόσο καλά μπορούν να «φρενάρουν» την εξάπλωση του κορονοϊού, κάτι που θα φανεί στην πράξη. Αυτό οφείλεται στο ότι οι δοκιμές των εμβολίων έχουν μέχρι στιγμής αφήσει ανοιχτή την πιθανότητα ορισμένοι εμβολιασμένοι να μολύνονται χωρίς συμπτώματα, οπότε σιωπηλά θα συνεχίσουν να μεταδίδουν τον κορονοϊό SARS-CoV-2, ιδίως αν σταματήσουν να φοράνε μάσκα και να τηρούν τις υπόλοιπες προφυλάξεις, όπως η τήρηση των αποστάσεων από τους άλλους.
Αν ένα όχι αμελητέο ποσοστό εμβολιασμένων παραμείνουν αφανείς μεταδότες του ιού, τότε αφενός οι μη εμβολιασμένοι θα κινδυνεύουν, αφετέρου η εξάπλωση στην κοινότητα θα συνεχιστεί, αν και με μειωμένο τον κίνδυνο να νοσήσει κάποιος.
«Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι από τη στιγμή που εμβολιάζονται, δεν θα χρειάζεται να φοράνε πια μάσκα, όμως μπορεί να είναι ακόμη μεταδοτικοί», δήλωσε στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» η ανοσολόγος-λοιμωξιολόγος Μιχάλ Ταλ του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια.
Στις περισσότερες αναπνευστικές λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένης της Covid-19, η μύτη αποτελεί βασικό σημείο εισόδου του ιού, όπου εκεί πολλαπλασιάζεται, πυροδοτώντας την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος που παράγει αντισώματα για το βλεννογόνο ιστό της μύτης, του στόματος, των πνευμόνων και του στομάχου. Αν ο ίδιος άνθρωπος εκτεθεί για δεύτερη φορά στον κορονοϊό, αυτά τα αντισώματα και τα σχετικά κύτταρα μνήμης, γρήγορα «φρενάρουν» τον ιό στη μύτη, προτού προλάβει να επεκταθεί αλλού στο σώμα.
Από την άλλη, τα εμβόλια κατά του κορονοϊού εισάγονται βαθιά στους μυς και από εκεί γρήγορα απορροφώνται στο αίμα, όπου ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα για να παράγει αντισώματα. Αυτό φαίνεται να παρέχει επαρκή προστασία στον εμβολιασμένο από το να αρρωστήσει. Μερικά αντισώματα μετά τον εμβολιασμό θα κυκλοφορούν και στο βλεννογόνο της μύτης, όπου θα παίζουν το ρόλο «φρουρού», αλλά δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο για τους επιστήμονες πόσο ταχεία ή επαρκής θα είναι η προστασία αυτή, ώστε ο κορονοϊός να μην πολλαπλασιαστεί στη μύτη. Αν αυτό συμβεί, έστω κι αν δεν επεκταθεί στο υπόλοιπο σώμα, ο άνθρωπος θα τον μεταδίδει με ένα φτάρνισμα ή απλώς με την αναπνοή του.
Αγώνας δρόμου με έπαθλο τη…μύτη
«Είναι ένας αγώνας δρόμου: εξαρτάται από το αν ο ιός θα αναπαραχθεί πιο γρήγορα ή αν το ανοσοποιητικό σύστημα θα μπορέσει να τον ελέγξει ταχύτερα. Πρόκειται για ένα πραγματικά σημαντικό ερώτημα», επεσήμανε η ανοσολόγος Μάριον Πέπερ του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ.
Αυτός είναι ο λόγος που ορισμένα εμβόλια, τα οποία χορηγούνται από το στόμα ή από τη μύτη, είναι καλύτερα από τα ενδομυϊκά στην αποτροπή των αναπνευστικών ιών. Είναι κάτι που πιθανώς θα επιδιωχθεί στην επόμενη γενιά εμβολίων κατά του κορονοϊού, ώστε να δημιουργείται ταχύτερη ανοσία στη μύτη και στην υπόλοιπη αναπνευστική οδό, όπου και χρειάζεται περισσότερο. Εναλλακτικά, στο μέλλον όσοι κάνουν το ενδομυϊκό εμβόλιο, θα παίρνουν στη συνέχεια μια διαφορετική δόση που θα ενισχύει ειδικά το βλεννογόνο της μύτης και του στόματος.
Προς το παρόν, τα εμβόλια κατά της Covid-19, ενώ προστατεύουν καλύτερα τους πνεύμονες (την πηγή των πιο σοβαρών συμπτωμάτων της νόσου), δεν προστατεύουν εγγυημένα τη μύτη από τη λοίμωξη. «Η αποτροπή της σοβαρής νόσου είναι ευκολότερη, της ήπιας νόσου πιο δύσκολη, ενώ όλων των λοιμώξεων το πιο δύσκολο πράγμα απ′ όλα», ανέφερε ο ανοσολόγος Ντίπτα Μπατατσάρια του Πανεπιστημίου της Αριζόνα.
Πάντως τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι επιστήμονες δηλώνουν αισιόδοξοι ότι τελικά τα εμβόλια θα καταστέλλουν τον κορονοϊό ακόμη και στη μύτη ή στο λαιμό αρκετά αποτελεσματικά, ώστε οι εμβολιασμένοι όχι απλώς να προστατεύονται οι ίδιοι, αλλά επίσης να μην κολλάνε άλλους ανθρώπους.
«Η αίσθηση μου είναι ότι από τη στιγμή που κάποιος αναπτύσσει κάποια μορφής ανοσία με το εμβόλιο, η ικανότητα του να μολύνεται, επίσης θα υποχωρήσει. Αλλά ακόμη κι αν μολυνθεί, το επίπεδο του ιού που θα αναπαράγεται στη μύτη του, θα είναι μειωμένο», εκτίμησε η ιαπωνικής καταγωγής διακεκριμένη ανοσολόγος Ακίκο Ιβασάκι του Πανεπιστημίου Γιέηλ.
Οι δοκιμές των εμβολίων δεν έχουν παράγει μέχρι στιγμής στοιχεία για το πόσοι εμβολιασμένοι άνθρωποι, μολύνθηκαν από τον κορονοϊό και παρέμειναν ασυμπτωματικοί. Επ′ αυτού αναμένονται περισσότερα δεδομένα στην πορεία, καθώς οι εταιρείες παραγωγής των εμβολίων θα το μελετήσουν περαιτέρω, μεταξύ άλλων αναζητώντας αντισώματα ειδικά στο βλεννογόνο της μύτης των εμβολιασθέντων. Μια πρώτη μελέτη σε ασθενείς με Covid-19 βρήκε ότι τα επίπεδα αντισωμάτων τους, μετά από φυσική ανοσία (όχι λόγω εμβολιασμού), ήσαν παρόμοια στο αίμα και στο σάλιο, μια ένδειξη για παράλληλη προστασία και του βλεννογόνου του στόματος.
Εκτιμάται ότι μόνο άνθρωποι που έχουν μεγάλη ποσότητα του κορονοϊού στη μύτη και στο στόμα τους, θα τον μεταδίδουν σε άλλους. Οι προηγούμενες μελέτες σε ασυμπτωματικούς φορείς του κορονοϊού, οι οποίοι δεν είχαν εμβολιασθεί, έδειξαν ότι και αυτοί μπορούν να έχουν υψηλό ιικό φορτίο στη μύτη τους, γι′ αυτό, άλλωστε, εξακολουθούν να είναι μεταδοτικοί.
«Όσο περισσότερο ένα εμβόλιο μειώνει το ιικό φορτίο, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να είναι κάποιος μεταδοτικός», τόνισε ο ιολόγος Τζον Μουρ της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Κορνέλ της Νέας Υόρκης.
(Mε πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)